
ΣΕΒ: H φτώχεια είναι κυρίως υπόθεση των οικογενειών με παιδιά και γονείς που εργάζονται στον ιδιωτικό τομέα
Φτώχεια και κοινωνικός αποκλεισμός
Από την ΕΛΣΤΑΤ ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα της έρευνας συνθηκών διαβίωσης για το 2014, τα οποία δείχνουν α) αύξηση του ποσοστού του πληθυσμού που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό, β) αύξηση της οικονομικής ανισότητας κυρίως στις ηλικίες από 65 έτη και πάνω, (γ) αύξηση του ποσοστού του πληθυσμού που στερείται βασικά αγαθά (δείκτης υλικής υστέρησης) κυρίως στις ηλικίες από 65 έτη και πάνω.
Με βάση τα στοιχεία της Έρευνας Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών 2014, ο πληθυσμός που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή σε κοινωνικό αποκλεισμό ανέρχεται στο 36% του πληθυσμού της χώρας. Η τάση αυτή αυξάνεται από το 2010 και ύστερα. Σε ότι αφορά το κατώφλι της φτώχειας (€ 4.608 ετησίως για ένα άτομο και € 9.677 για νοικοκυριό με δυο ενήλικες και δύο εξαρτώμενα παιδία ηλικίας κάτω των 14 ετών), το 22,1% του συνολικού πληθυσμού της χώρας ήταν σε κίνδυνο φτώχειας το 2014 (Διάγραμμα 10). Ο δείκτης φθίνει το 2014 σε σχέση με το 2013 αν και παραμένει ψηλότερος από το 2009. Τονίζεται επίσης από την ΕΛΣΤΑΤ ότι στην έρευνα αυτή υπο-αντιπροσωπεύονται ομάδες που κατά τεκμήριο είναι φτωχές, όπως οι άστεγοι κλπ.
Με τις επιφυλάξεις αυτές, τα νοικοκυριά που βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας εκτιμώνται για το 2014 σε 888.452 σε σύνολο 4.266.745 και τα μέλη τους σε 2.384.035 σε σύνολο 10.785.312 ατόμων του πληθυσμού της χώρας.
Ειδική αναφορά γίνεται στην παιδική φτώχεια (0-17 ετών), που υποχωρεί μεν αλλά παραμένει στο 25,5% και ξεπερνά κατά 3,4 ποσοστιαίες μονάδες το μέσο όρο του πληθυσμού, ενώ ο κίνδυνος φτώχειας για άτομα άνω των 65 ετών ανέρχεται σε 14,9% και μένει σταθερός σε σχέση με το 2013. Από την άλλη, ο κίνδυνος φτώχειας νοικοκυριών με ένα εξαρτώμενο παιδί αυξήθηκε στο 22,6% ενώ για νοικοκυριά με δυο εξαρτώμενα παιδία εξαιτίας του ενιαίου επιδόματος στήριξης τέκνων ανέρχεται σε 22%. Καθώς ο κίνδυνος φτώχειας για εργαζόμενους με πλήρη απασχόληση ανέρχεται στο 11,9%, για εργαζόμενους με μερική απασχόληση στο 27,9%, για τους άνεργους στο 45,9% και για τους συνταξιούχους στο 11,5% καταγράφεται α) η σημασία του συνταξιοδοτικού συστήματος που εγγυάται ένα χαμηλό ποσοστό κινδύνου φτώχειας για άτομα μεγάλης ηλικίας, β) η σημασία ανάκαμψης της αγοράς εργασίας και ειδικά της δημιουργίας θέσεων πλήρους απασχόλησης (αντίστοιχα συμπεράσματα έχει και η μελέτη του ILΟ) για τη μείωση του κινδύνου φτώχειας στις παραγωγικές ηλικίες και γ) η σημαντική αύξηση του κινδύνου φτώχειας που συνεπάγεται η ύπαρξη ενός παιδιού. Το γεγονός ότι ο κίνδυνος φτώχειας αυξάνει τόσο πολύ στις παραγωγικές ηλικίες και ειδικά όταν υπάρχει ανεργία (η οποία πλήττει αποκλειστικά τον ιδιωτικό τομέα) καθώς και όταν υπάρχουν παιδιά υπογραμμίζει το γεγονός ότι η φτώχεια από το 2010 μέχρι και το 2014 είναι κυρίως υπόθεση των οικογενειών με παιδιά και γονείς που εργάζονται στον ιδιωτικό τομέα.
Μια άλλη προσέγγιση στο ίδιο πρόβλημα καταγράφεται από την έρευνα στέρησης τουλάχιστον τεσσάρων βασικών αγαθών που περιλαμβάνουν την αδυναμία κάλυψης έκτακτων αναγκών αξίας €475, χρηματοδότησης διακοπών μιας εβδομάδας, διατροφή με κοτόπουλο κρέας η ψάρι κάθε δεύτερη μέρα, το ικανοποιητικό επίπεδο θέρμανσης κλπ). Σε αυτό το πλαίσιο αναφοράς καταγράφεται η σταθερή αύξηση στα χρόνια της κρίσης του ποσοστού του πληθυσμού που αντιμετωπίζει βασικές υλικές στερήσεις. Και πάλι, το μεγαλύτερο ποσοστό στέρησης καταγράφεται στις ηλικίες 0- 17 ετών (23,8%) και 18-64 ετών (22,9%) ενώ στις ηλικίες άνω των 65 ετών το ποσοστό υποχωρεί στο 15,5%. Αντίστοιχα, έχει αυξηθεί σε σχέση με το 2009 σημαντικά η υλική στέρηση σε παιδιά κάτω των 16 ετών (Διάγραμμα πρώτης σελίδας). Η ένταση με την οποία πλήττει η κρίση ειδικά τα νοικοκυριά με παιδιά σχετίζεται και με την απουσία επαρκών υποδομών υποστήριξης αυτών των νοικοκυριών από το ελληνικό κράτος. Η υστέρηση της χώρας σε ότι αφορά την επίτευξη των στόχων της Βαρκελώνης εξηγείται σε κάποιο βαθμό όχι μόνο από το χαμηλό ποσοστό συμμετοχής των γυναικών στην αγορά εργασίας αλλά και από τις πολύ χαμηλές δαπάνες της Ελλάδας για φύλαξη και φροντίδα μικρών παιδιών, το χαμηλό ποσοστό παιδιών που χρησιμοποιούν επίσημες υποδομές φύλαξης καθώς, τις λίγες ώρες φύλαξης σε επίσημες δομές και το εξαιρετικά υψηλό ποσοστό ειδικά για παιδιά προσχολικής, αλλά και σχολικής, ηλικίας που φυλάσσεται από ανεπίσημες δομές (κυρίως γιαγιάδες και παππούδες, Διάγραμμα 11).
Πηγή: Εβδομαδιαίο δελτίο ΣΕΒ για την Ελληνική οικονομία
MyWayPress.gr