Οι πραγματικές προκλήσεις του ασφαλιστικού

Το πρόσφατο πόρισμα «Προς ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο για τις συντάξεις» ορθά διατυπώνει στην πρώτη παράγραφο ότι τα θεμέλια της κοινωνικής ασφάλισης είναι πρωτίστως κοινωνικά και συλλογικά.

 
Οι σύγχρονες κοινωνίες με υψηλό επίπεδο ευημερίας δεν νοείται να μην ασφαλίζουν και προστατεύουν τα μέλη των κοινωνιών τους όταν βρίσκονται σε αδυναμία. Συνεπώς η πρόταση αυτή πράγματι πρέπει να είναι βασικός στόχος της αναμόρφωσης του ασφαλιστικού. Από την άλλη πλευρά τίθεται το θέμα της εξεύρεσης των πόρων που χρειάζονται ώστε, όπως αναφέρει το πόρισμα, οι συντάξεις να είναι «βιώσιμες και επαρκείς».

Η εξεύρεση αυτών των πόρων προφανώς είναι το μεγάλο πρόβλημα, που πρέπει να λύσει στην πράξη η αναμόρφωση του ασφαλιστικού συστήματος, με δεδομένες τόσο την αύξηση των συνταξιούχων και τη μείωση των ασφαλισμένων, όπως αναγνωρίζει το πόρισμα, αλλά και την επεξεργασία πολλών τεχνικών λεπτομερειών – ορθά το πόρισμα αναγνωρίζει ρητά την ανάγκη περαιτέρω τεχνικής επεξεργασίας.

Το πόρισμα δυστυχώς δεν επεκτείνεται καθόλου στη συζήτηση για το πώς θα δημιουργηθεί στη χώρα ένα περιβάλλον δυναμικής ανάπτυξης το οποίο θα προσελκύσει νέους, ταλαντούχους εργαζόμενους ενώ παράλληλα θα απομακρύνει τα αντικίνητρα στις εργαζόμενες οικογένειες που έχουν τόσο μεγάλη συμβολή στην ακραία υπογεννητικότητα της χώρας.

Η αναζωογόνηση της δημιουργικής οικονομίας και της αγοράς εργασίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τις μακροχρόνιες προοπτικές του ασφαλιστικού συστήματος και τελικά της χώρας. Το Διάγραμμα 9 δείχνει πως το ποσοστό του πληθυσμού της χώρας που δε συμμετέχει ενεργά στην παραγωγή (είτε επειδή είναι ανήλικο ή σε ηλικία σπουδών είτε επειδή είναι υπέργηρο) έχει παραμείνει σταθερό τις τελευταίες δεκαετίες. Αυτό που αλλάζει όμως είναι ότι το μέρος του πληθυσμού που είναι νέο σε ηλικία μειώνεται με τον ρυθμό που αυξάνουν οι ηλικιωμένοι. Για την ώρα δηλαδή το κόστος που καταβάλλει η κοινωνία για ανατροφή των νεότερων μειώνεται με τον ρυθμό που αυξάνει το κόστος φροντίδας των ηλικιωμένων με την αναλογία των παραγωγικών ηλικιών να μένει σταθερή. Αλλά τα επόμενα χρόνια αυτή η αναλογία θα αρχίσει να χειροτερεύει και σε λίγες δεκαετίες θα γίνει εφιαλτική αν δεν αλλάξει κάτι στη χώρα (βλέπε και πρόσφατη μελέτη για τη γήρανση του πληθυσμού στην ΕΕ, η οποία μάλιστα προϋποθέτει μια μεγάλη αύξηση του ποσοστού απασχόλησης στη χώρα μας). Βραχυπρόθεσμα η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζει το σύστημα είναι η μείωση της απασχόλησης, όπως αποτυπώνεται και με τη μείωση του ποσοστού απασχόλησης του πληθυσμού που καταγράφει το Διάγραμμα 9, πρόκληση που αναγνωρίζει το πόρισμα, καθώς η μείωση των μισθών και εισοδημάτων όσων εργάζονται ακόμα, την οποία παραβλέπει το πόρισμα. Το πόρισμα ουσιαστικά θεωρεί ότι αυτά τα ζητήματα δεν εντάσσονται άμεσα στο περιεχόμενο της αποστολής του. Όμως ο κεντρικός τους ρόλος στη διαμόρφωση του σήμερα και του αύριο σημαίνει ότι δεν μπορεί να διαμορφωθεί ένα νέο ασφαλιστικό σύστημα χωρίς να εξεταστούν τα ζητήματα αυτά.

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 9

Δεν αρκεί δηλαδή ο σχεδιασμός ενός συστήματος που θεωρεί υποχρέωση του κράτους τη διασφάλιση ενός ελάχιστου επιπέδου αξιοπρέπειας και ευημερίας στις μεγαλύτερες γενεές, χωρίς να περιλαμβάνει και τις προϋποθέσεις ανάπτυξης της οικονομίας ώστε αυτή να μπορεί να καταβάλλει το αντίστοιχο κόστος. Μια βασική προϋπόθεση για την ανάπτυξη είναι το κόστος που θα επωμιστούν όσοι παράγουν στη χώρα. Η σχετική ανάλυση του πορίσματος είναι υποτυπώδης και στατική. Αναφέρει μόνο ότι «οι εισφορές προτείνεται (ενδεικτικά) να κυμαίνονται μεταξύ 12-15% του εισοδήματος,» αναφερόμενο μάλλον στο μέρος που αναλογεί στην εθνική σύνταξη. Επίσης, αναφερόμενο στις ασφυκτικές οικονομικές πιέσεις προκειμένου οι υφιστάμενες συντάξεις να παραμείνουν σε ένα αξιοπρεπές επίπεδο, χωρίς νέες περικοπές, κατά τη μεταβατική περίοδο, προτείνει τη δημιουργία ενός ταμείου «με εισφορά στους υψηλά αμειβόμενους, ένα τραπεζικό φόρο, ένα φόρο στις μεγάλες περιουσίες ή ένα φόρο εκεί που συγκεντρώνεται ο μεγάλος πλούτος παρά την κρίση». Αυτό που δεν εξετάζει το πόρισμα είναι η ανάγκη οι φόροι και τα βάρη ειδικά στα εισοδήματα και τις περιουσίες που αποτελούν τους πιο αποδοτικούς τροφοδότες του συστήματος να είναι τέτοια ώστε να ενθαρρύνεται η παραμονή και ανάπτυξη τους στη χώρα και, τελικά, η αύξηση των δημοσίων εσόδων από τη φορολόγηση τους. Η άσκηση δηλαδή δεν πρέπει να λύνεται μόνο από τον προσδιορισμό των αναγκών και τον εκ των υστέρων υπολογισμό των φόρων και εισφορών που πρέπει να επιβληθούν στην υφιστάμενη φορολογητέα ύλη, αλλά και από την εκτίμηση του ύψους των φόρων και εισφορών που θα διασφαλίσουν τη διατήρηση και αύξηση της φορολογητέας ύλης.

Σε ό,τι αφορά την προτεινόμενη δομή του νέου συστήματος (Πίνακας 2), δεν μπορεί να διαφωνήσει κανείς ούτε επί της αρχής ούτε επί των στόχων που θέλει να εξυπηρετήσει το νέο σύστημα. Αλλά, η απουσία τεχνικής επεξεργασίας των προτάσεων σημαίνει ότι μια οποιαδήποτε συζήτηση επί του συστήματος θα παραμένει θεωρητική και ουσιαστικά άνευ ουσίας μέχρι να αρχίσει η επεξεργασία αυτών των τεχνικών λεπτομερειών. Αντίστοιχη επεξεργασία είχε γίνει παλιότερα για τις παραμέτρους του ασφαλιστικού συστήματος για παράδειγμα από την αναλογιστική αρχή της Αγγλίας πριν την πρόταση Γιαννίτση για τη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού. Φαίνεται μάλιστα ότι υπάρχουν και αντίστοιχες πρόσφατες εκτιμήσεις της Ελληνικής Αναλογιστικής Αρχής.

ΠΙΝΑΚΑΣ 2

Βασικό χαρακτηριστικό του προτεινόμενου συστήματος είναι ότι ενώ προσομοιάζει για το αναλογικό μέρος της σύνταξης, με ατομικούς λογαριασμούς εισφορών, τελικά θα συνεχίσει να λειτουργεί ως αναδιανεμητικό σύστημα με τελικό εγγυητή το κράτος. Συνεπώς, οι ασφαλισμένοι δεν εκτίθενται οι ίδιοι μέχρι κάποιου ορίου στο ρίσκο της αγοράς όπως συμβαίνει σε ένα κεφαλαιοποητικό σύστημα, αλλά η κοινωνία εκτίθεται συνολικά στον κίνδυνο των διαφόρων αντιαναπτυξιακών πολιτικών που αποψιλώνουν την φορολογητέα ύλη και αφήνουν έτσι ακάλυπτες τις μελλοντικές γενεές όταν έρθει η ώρα τους να ζητήσουν παροχές. Καθώς απουσιάζει η ένταξη του νέου ασφαλιστικού στο συνολικό πλαίσιο οικονομικής πολιτικής ο δεύτερος κίνδυνος ούτε αποτυπώνεται ούτε αξιολογείται από το πόρισμα.

Επιπλέον, το πόρισμα προβλέπει τη δυνατότητα εισαγωγής πλασματικών χρόνων, μια πρακτική που όμως υπονομεύει τη βασική αρχή του συστήματος για τον τρόπο λειτουργίας της αναλογικής σύνταξης, ειδικά όταν υπάρχει η πρόβλεψη για την εθνική σύνταξη, και όταν η πρακτική αυτή έχει τόσο μακρά παράδοση κακοποίησης στα χέρια του πελατειακού κράτους. Από την άλλη πλευρά, το πόρισμα ορθά θίγει το ζήτημα του διαχωρισμού των προνοιακών παροχών, με ενδεικτικό παράδειγμα τις συντάξεις ΟΓΑ, από την κοινωνική ασφάλιση και αναγνωρίζει τις σημαντικές δυνατότητες περικοπής των δαπανών που θα διασφαλίσει μια τέτοια πρωτοβουλία – μια θέση που σίγουρα μπορεί να αναδειχθεί καλύτερα με την επεξεργασία τεχνικών λεπτομερειών και έχει ήδη αναδειχθεί στο παρελθόν. Όμως, συνολικά το πόρισμα δεν έχει εντρυφήσει αρκετά στις δυνατότητες που υπάρχουν ήδη σήμερα να υπάρξει εξορθολογισμός στο σύστημα που να διασφαλίζει τις βασικές κοινωνικές επιταγές για δικαιοσύνη ενώ ταυτόχρονα εξασφαλίζει περικοπές δαπανών που θα μπορέσουν να μετουσιωθούν σε μειώσεις φόρων, οι οποίες θα συμβάλλουν στην ανάπτυξη της φορολογητέας ύλης. Συνεισφορές των οικονομολόγων Μάνου Ματσαγγάνη και Πλάτωνα Τήνιου καταγράφουν τόσο τα περιθώρια εξορθολογισμού που υπάρχουν ακόμα, όσο και τα οφέλη που μπορούν να προσφέρουν διάφορες δυνητικές δομές ενός ασφαλιστικού συστήματος. Αυτά τα συμπεράσματα είναι συμβατά με τα στοιχεία της έκθεσης ΗΛΙΟΣ που, ενδεικτικά, μας δείχνουν (Διάγραμμα 10, 11) πως οι συνταξιούχοι του δημοσίου που πληρώνονται από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους (ΓΛΚ) είναι και πολυάριθμοι και λαμβάνουν συγκριτικά με τον ιδιωτικό τομέα υψηλές συντάξεις. Την ίδια ώρα ο κορμός των συνταξιούχων του ΙΚΑ και ΟΑΕΕ λαμβάνει πολύ χαμηλότερες συντάξεις ενώ οι χαμηλές συντάξεις του ΟΓΑ πρέπει να αξιολογούνται υπό το πρίσμα των χαμηλών εισφορών που έχει καταβάλλει η πλειοψηφία των συνταξιούχων του ταμείου.

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 10-11

Ο Πίνακας 3 επιβεβαιώνει τη σχετική γενναιοδωρία των συντάξεων του δημοσίου, καθώς η αναλογία τους στις συνολικές δαπάνες είναι αισθητά μεγαλύτερη της συμμετοχής των συνταξιούχων του Δημοσίου στο σύνολο των συνταξιούχων. Το γεγονός ότι οι συνταξιούχοι του Δημοσίου και οργανισμών του ευρύτερου δημοσίου τομέα μετέχουν παραδοσιακά δυσανάλογα στις πρόωρες συνταξιοδοτήσεις, την ώρα που οι χαμηλές αλλά πολυάριθμες συντάξεις του ΟΓΑ καταβάλλονται αυστηρά σε πολίτες άνω των 65 ετών, σημαίνει ότι στην πράξη οι νεότεροι συνταξιούχοι λαμβάνουν σημαντικά ψηλότερες συντάξεις από τους πιο ηλικιωμένους (Διάγραμμα 12).

ΠΙΝΑΚΑΣ 3-ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 12

Αυτές οι βασικές παρατηρήσεις σημαίνουν ότι μια μεταρρύθμιση που θα στοχεύει στην περικοπή των συντάξεων όσων λαμβάνουν μεγάλες παροχές σε σχέση με τις εισφορές που έχουν καταβάλλει ενώ είναι ακόμα σε εργάσιμη ηλικία, πιθανώς με αντίστοιχα κίνητρα επιστροφής στην αγορά εργασίας για κάποια χρόνια, και παράλληλα προστασίας από τη φτώχεια των ηλικιωμένων ακόμα και μέσα στην κρίση  είναι τεχνικά εφικτή. Συνεπώς θα ήταν επιθυμητό το πόρισμα να έχει δώσει μεγαλύτερη έμφαση στη διερεύνηση βασικών παραμέτρων μιας λύσης που να αξιοποιεί αυτή τη δυνατότητα εξοικονόμησης σημαντικών ποσών και παράλληλης ουσιαστικής ενδυνάμωσης της προστασίας των πραγματικά αδύναμων. Αλλά τουλάχιστον κατά την τεχνική επεξεργασία μια τέτοια προσέγγιση είναι απολύτως απαραίτητη για την επιτυχία και διασφάλιση της κοινωνικής δικαιοσύνης ώστε οποιαδήποτε επόμενη μεταρρύθμιση στο ασφαλιστικό, δεν θα υπονομεύει την ανάπτυξη και απασχόληση στη χώρα.

Σε αυτό το πλαίσιο, προτάσεις για αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών κρίνονται στην σημερινή συγκυρία ανεδαφικές, καθώς θα επιτείνουν την ύφεση που είναι προ των πυλών, οδηγώντας σε αύξηση της ανεργίας. Θα πλήξουν, όμως, και την νόμιμη απασχόληση, δημιουργώντας ανταγωνιστικό μειονέκτημα στις πιο οργανωμένες επιχειρήσεις που δεν εισφοροδιαφεύγουν. Η μείωση των εισφορών από 1/7/2014 κατά 3,9 π.μ. (2,9 π.μ. στους εργοδότες και 1,1 π.μ. στους εργαζομένους) ήταν ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες που οδήγησαν την οικονομία σε ανάκαμψη (1,4% αύξηση του ΑΕΠ το β’ εξάμηνο του 2014), με αντίστοιχη βελτίωση της απασχόλησης (κατά 1,6% στο β’ εξάμηνο του 2014) και των πραγματικών μισθών (κατά 2,4% και 4,1% στο 3ο και 4ο τρίμηνο του 2014 αντιστοίχως).

Η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων στην εργατική νομοθεσία που εφαρμόστηκε προς τα μέσα του 2012, οδήγησε σε μια ορατή ανακοπή της τάσης μείωσης της απασχόλησης που είχε εδραιωθεί από το 2010, επιβεβαιώνοντας ότι η ανάλυση που έκανε τον Αύγουστο του 2014 ο Μάριο Ντράγκι (Ομιλία στο Jackson Hole) για την Ισπανία εφαρμόζει και στην Ελλάδα. Αντίστοιχα, η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών το 2014, οδήγησε στην ανακοπή της τάσης ραγδαίας μείωσης των μισθών (Διάγραμμα 13). Τα μέτρα αυτά, εν μέσω βαθειάς ύφεσης, τελικά βοήθησαν τους μισθωτούς να διατηρήσουν ή και να βρουν δουλειές, και τους μισθούς να σταθεροποιηθούν.

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 13-14-15=16

Σημειώνεται ότι την περίοδο 2010-2014 οι οργανωμένες, μεγαλύτερες, επιχειρήσεις δεν μείωσαν μισθούς, δεν απέλυσαν μαζικά, δεν μετέτρεψαν την πλήρη απασχόληση σε, πραγματική η εικονική, μερική απασχόληση (Διάγραμμα 14). Αντίθετα, οι μικρότερες επιχειρήσεις έχοντας να διαλέξουν ανάμεσα σε αυτές τις επώδυνες λύσεις ή το λουκέτο, επέλεξαν την επώδυνη επιβίωση. Στοιχεία του ΙΚΑ για την πλήρη απασχόληση ανά μισθολογικό κλιμάκιο και μέγεθος επιχείρησης δείχνουν ότι οι μικρές επιχειρήσεις επέλεξαν αρχικά (έως τις 2012) τις απολύσεις και μετά τους νέους κατώτατους μισθούς (Διάγραμμα 15), αλλά και τη μερική απασχόλση, για να επιβιώσουν. Και ήταν αυτές ακριβώς οι συνθήκες που τους επέτρεψαν αργότερα (2014), να επεκτείνουν το επίπεδο απασχόλησης. Σήμερα που η απειλή της ύφεσης και της φοροκαταιγίδας πλανάται εκ νέου πάνω από τη χώρα, μια αύξηση στις ασφαλιστικές εισφορές θα τιμωρήσει όσους δεν απέλυσαν και δεν μείωσαν μισθούς και θα καταδικάσει σε θάνατο χιλιάδες μικρές επιχειρήσεις που κατάφεραν να επιβιώσουν.

Το μη μισθολογικό κόστος στην Ελλάδα είναι σήμερα από τα υψηλότερα στην Ευρώπη έχοντας μάλιστα τη χαμηλότερη δυνατή ανταποδοτικότητα. Η υπερφορολόγηση της μισθωτής εργασίας αποκαλύπτεται σε όλο της το μεγαλείο στην περίπτωση του παντρεμένου μισθωτού με αποδοχές ίσες με 167% του μέσου μισθού και 2 παιδιά (μικτές αποδοχές με όλες τις εισφορές, €2.400 το μήνα). Η Ελλάδα του αφαιρεί σχεδόν το 60% του μισθού σε φόρους και εισφορές, σχεδόν 20 ποσοστιαίες μονάδες περισσότερο δηλαδή από τη Γερμανία και τον επιβαρύνει σχεδόν 70% περισσότερο από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ! (Διάγραμμα 16). Αλλά και για τον μισθωτό με μέσες αποδοχές (μικτές αποδοχές με όλες τις εισφορές €1,440 το μήνα), η Ελλάδα έχει υψηλές ασφαλιστικές εισφορές ως ποσοστό των μισθών σε σύγκριση με τις άλλες χώρες της ΕΕ. Οι ασφαλιστικές εισφορές στην Ελλάδα ήδη ξεπερνούν αυτές σε Ολλανδία, Φινλανδία, Ισπανία, Πορτογαλία και Ιταλία. Μόνο 3 χώρες έχουν αισθητά υψηλότερες εισφορές, στα επίπεδα φόρων και εισφορών για οικογένειες συγκριτικά με αυτές που είχε η Ελλάδα το 2014. Οι άλλες χώρες που έχουν αντίστοιχα υψηλές εισφορές είναι όλες χώρες με χαμηλότερη γραφειοκρατία, χωρίς ελέγχους στην κίνηση κεφαλαίων, με λιγότερη πολιτική αβεβαιότητα και τις οποίες εμπιστεύονται οι αγορές, πεδία στα οποία η χώρα μας υστερεί κατά πολύ. Η χώρα μας, αντιθέτως, έχει εξαιρετικές επιδόσεις στον φοροπρωταθλητισμό και αντίστοιχες αρνητικές επιδόσεις σε ότι αφορά στην απασχόληση και την ανάπτυξη.

Η κατάσταση αυτή δημιουργεί αντικίνητρα στους εργοδότες για την πρόσληψη νέων εργαζομένων και στους εργαζομένους για την προσφορά εργασίας. Το αποτέλεσμα είναι να διογκώνεται η αδήλωτη εργασία και η αυτοαπασχόληση σε μία προσπάθεια να μειωθεί το εργατικό κόστος για τις επιχειρήσεις και να αυξηθεί το καθαρό εισόδημα για τους εργαζομένους. Το θύμα είναι, βεβαίως, η βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος, καθώς μειώνονται οι ασφαλιστικές εισφορές και αυξάνονται οι ανασφάλιστοι συμπολίτες μας, πέραν της μείωσης της βάσης επί της οποίας επιβάλλονται εισφορές κοινωνικής ασφάλισης λόγω διόγκωσης της ανεργίας. Η ζημιά, όμως, δεν σταματά στο ασφαλιστικό σύστημα. Επεκτείνεται και στο φορολογικό σύστημα, όπου μειώνεται η φορολογική βάση και αυξάνει η φοροδιαφυγή, με αποτέλεσμα την διόγκωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και την υπερφορολόγηση των συνεπών φορολογουμένων (επιχειρήσεων και ιδιωτών).

Πηγή: Δελτίο για την ελληνική οικονομία του ΣΕΒ

Σχετικά Άρθρα