
ΣΕΒ: Η αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης, στα χρόνια των ισχνών αγελάδων…
Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ το 2015 το ποσοστό του πληθυσμού που αντιμετωπίζει κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού υποχώρησε ελαφρά από πέρυσι σε 21,4% και 35,7% αντίστοιχα , με τα στοιχεία να αφορούν εισοδήματα του 2014, μετά από πολλά χρόνια αύξησης (από το 2010).
Όμως, παρά την υποχώρηση αυτή (η οποία συνοδεύεται και από τη μείωση του ορίου φτώχειας καθώς τα εισοδήματα συνεχίζουν να φθίνουν στη χώρα), το ποσοστό του πληθυσμού με υλικές στερήσεις συνεχίζει να αυξάνει, φτάνοντας το 2015 το 22,2% από 21,5% το 2014 και 11% το 2010 (τα στοιχεία αυτά αφορούν το 2015).
Η εξέλιξη αυτή, του ποσοστού του πληθυσμού με υλική στέρηση, έχει σοβαρές διαφοροποιήσεις ανάλογα με την ηλικιακή ομάδα. Έτσι, η υλική στέρηση για τον πληθυσμό κάτω των 16 ετών συνεχίζει να αυξάνεται σταθερά, φτάνοντας πλέον το 25,5% (από 23,3% το 2014 και 9,1% το 2006 και σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ27 10,6% για το 2015), την ώρα που το αντίστοιχο ποσοστό πληθυσμού με σοβαρή υλική στέρηση και ηλικία άνω των 65 ετών παραμένει περίπου σταθερό, παρόλο που και εδώ υπάρχει αισθητή διαφορά σε σχέση με το μέσο όρο της ΕΕ27.
Επιβεβαιώνεται συνεπώς και για το 2015 η διαπίστωση που είχαμε ήδη διατυπώσει με βάση τα στοιχεία 2014 ότι στα χρόνια της κρίσης οι ηλικιωμένοι (δηλαδή, συνταξιούχοι) έχουν παραμείνει σχετικά προστατευμένοι από την κρίση. Αντίθετα, οι οικογένειες με παιδιά που μέσω της αγοράς εργασίας εκτίθενται στις επιπτώσεις της αύξησης της ανεργίας πλέον της μείωσης εισοδημάτων και αύξησης φόρων, έχουν πληγεί σε πολλαπλάσιο βαθμό και χωρίς να υπάρχει κάποια αποφασιστική πρωτοβουλία από κράτος ή δανειστές για τηνυποστήριξή τους. Καθώς τα στοιχεία για την υλική στέρηση προέρχονται από την έρευνα που έγινε την άνοιξη – καλοκαίρι 2015, η μεταβολή της υλικής στέρησης καταγράφει και τις εξελίξεις κατά τη διάρκεια του 2015, τουλάχιστον έως το καλοκαίρι. Συνεπώς, τα στοιχεία για την υλική στέρηση δίνουν πιο πρόσφατες πληροφορίες από τους δείκτες φτώχειας που βασίζονται σε στοιχεία του 2014 (και ορίζονται για το έτος αυτό από το όριο των €4,512 ή περίπου το ήμισυ του αφορολόγητου). Η δημοσιοποίηση στον τύπο στοιχείων για την εξέλιξη του συνόλου της μικτής μισθοδοσίας του ιδιωτικού τομέα επιτρέπει και την πιο ολοκληρωμένη αξιολόγηση των στοιχείων αυτών. Καθώς η αγορά εργασίας ανακάμπτει σε ό,τι αφορά το σύνολο της απασχόλησης, γίνεται εμφανής η σταδιακή εδραίωση της μερικής απασχόλησης και της απασχόλησης με χαμηλούς μισθούς. Έτσι η συνέχιση της αύξησης της απασχόλησης το 2015, σε σχέση με το 2014 και το 2013, συνοδεύτηκε από μια ανακοπή της ανάκαμψης της συνολικής μισθοδοσίας του ιδιωτικού τομέα – περισσότεροι απασχολούμενοι, αλλά λιγότερα χρήματα (και φυσικά λιγότερες εισφορές και φόροι, μέχρι την επόμενη αύξηση συντελεστών). Τα λιγότερα χρήματα συνεπώς είναι αυτά που μετρούν για τις οικογένειες (σε αντίθεση, για παράδειγμα, με τους συνταξιούχους, που «απολάμβαναν» ακόμα την προστασία του κράτους, όπως δείχνει και σχετική μελέτη του Bruegel) και οδηγούν στην επιτάχυνση της υλικής στέρησης των παιδιών παρά την αύξηση της απασχόλησης. Ενώ η φτώχεια έχει πολλές εκφάνσεις και παραμέτρους, όπως δείχνουν τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, που περιλαμβάνουν την αδυναμία ισορροπημένης διατροφής, θέρμανσης, πληρωμής φόρων, δανείων, λογαριασμών ή έκτακτων δαπανών, υπάρχει ένα ζήτημα που δεν αποτυπώνεται σχεδόν καθόλου στα διαθέσιμα στοιχεία. Αυτό είναι το ζήτημα των αστέγων και των παιδιών που εγκαταλείπονται από γονείς που δεν μπορούν πλέον να τα συντηρήσουν. Δημοσιεύματα στον τύπο έχουν αναφερθεί σε αυτά τα φαινόμενα, που είναι απαράδεκτα για μια χώρα ακόμα και με τους περιορισμούς που αντιμετωπίζει σήμερα η Ελλάδα. Μελέτη του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ κατέγραψε για το 2013 περίπου 2.300 αστέγους στους δρόμους της Αθήνας και περίπου 15.000 που στερούνται οικίας και, χωρίς να υπάρχουν απολύτως συγκρίσιμα στοιχεία, παρέχει σοβαρές ενδείξεις για την αύξηση του αριθμού τους από το 2011. Πρόσφατη μελέτη της ομάδας Streetwork του ΚΥΑΔΑ του Δήμου Αθηναίων καταγράφει σε ένα δείγμα 450 περίπου άστεγων, που ερωτήθηκαν και που αφορούν δυνητικά το 1/3 των αστέγων που είναι γνωστοί στις ομάδες του ΚΥΑΔΑ, ορισμένα ποιοτικά χαρακτηριστικά. Καταρχήν, το 62% ήταν Έλληνες, η μέση ηλικία 46 ετών και το 70% είναι στο δρόμο έως 5 χρόνια . Επιπλέον, πριν βγεί στο δρόμο το 66% είτε έμενε με την οικογένειά του είτε είχε εργασία και έμενε σπίτι του. Περίπου οι μισοί είναι χρήστες ουσιών, άνω του 62% δεν έχει ενταχθεί σε θεραπευτικό πρόγραμμα και από το 70% που έχει εξεταστεί για λοιμώδη νοσήματα το 11% είναι φορείς HIV και το 24% ηπατίτιδας C. Επιπλέον ένα 24% ασθενεί σοβαρά και ένα 12% αντιμετωπίζει ψυχολογικά προβλήματα. Αποτυπώνεται έτσι η πραγματικότητα μιας ομάδας ανθρώπων που είναι βασικά αποκομμένη από οικογενειακές δομές και που λόγω ιδιαίτερων προκλήσεων που αντιμετωπίζει χρειάζεται εξειδικευμένη στήριξη. Σχετικά με πρόσφατη τροπολογία, εγκρίθηκε δαπάνη €103,5 εκατ. για την παράταση έως το τέλος του 2016 σειράς δράσεων στο πλαίσιο της αντιμετώπισης της ανθρωπιστικής κρίσης. Υπενθυμίζουμε ότι το υφιστάμενο πρόγραμμα αντιμετώπισης της ανθρωπιστικής κρίσης είχε κοστολογηθεί από το ΓΛΚ το 2015 σε €200 εκατ. για 9 μήνες (εκ των οποίων το 70% για σίτηση, το 20% για επιδότηση ενοικίων και το 10% για πληρωμή ρεύματος σε φτωχούς), ενώ στα ποσά αυτά προστίθενται και χρηματοδοτούμενες από ΕΣΠΑ δομές αντιμετώπισης της φτώχειας. Αλήθεια, που πάνε αυτά τα λεφτά; Θα ήταν χρήσιμη μια ανάλυση των δαπανών αυτών κατά κοινωνικοοικονομική ομάδα αποδεκτών. Προφανώς «κρατούν» πολύ κόσμο μακριά «από το δρόμο», αλλά αναρωτιέται κανείς αν πράγματι μόνο η έλλειψη χρημάτων ευθύνεται για την αδυναμία του κράτους να υποστηρίξει πιο ουσιαστικά τους άστεγους των αστικών κέντρων. Η διαρκής υπερφορολόγηση, που έχει οδηγήσει μεταξύ άλλων στην αύξηση της ανεργίας, της υλικής στέρησης των παιδιών αλλά και τη μετανάστευση εκατοντάδων χιλιάδων παραγωγικών εργαζομένων, θα έπρεπε να διασφαλίζει τουλάχιστον την ικανότητα του κράτους να αντιμετωπίζει τέτοια ακραία φαινόμενα.
Πηγή: ΣΕΒ, Eβδομαδιαίο Δελτίο για την Ελληνική Οικονομία – Οικονομία & Επιχειρήσεις