
ΠΣΕ: Ίσες με το χρέος της χώρας οι εισαγωγές αγαθών της τελευταίας 15ετίας
• Χριστίνα Σακελλαρίδη: Τα στοιχεία είναι αποκαλυπτικά και αναδεικνύουν συνεχιζόμενη αδυναμία της ελληνικής οικονομίας να κινητοποιήσει προοπτικές ουσιαστικής υποκατάστασης εισαγωγών μέσω της αναδιάρθρωσης του παραγωγικού προτύπου
• Ανάλυση της πορείας εισαγωγών για την περίοδο 2001-2015
Σύμφωνα με την ανάλυση του Πανελληνίου Συνδέσμου Εξαγωγέων (ΠΣΕ) και του Κέντρου Εξαγωγικών Ερευνών και Μελετών (ΚΕΕΜ), επί των στοιχείων της ΕΛ-ΣΤΑΤ, το 2015 η συνολική αξία των ελληνικών εισαγωγών διαμορφώθηκε στα 42,6 δις ευρώ, έναντι των 36,8 δις ευρώ του 2001 (+15,6%). Ωστόσο, από τη σύγκριση με το έτος 2010 (49,6 δις ευρώ) προκύπτει μείωση της τάξης του -14,16%. Συνολικά, κατά την 15ετία 2001-2015, ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής διαμορφώθηκε στα επίπεδα του +1,45%, ενώ η σωρευτική συνολική αξία των εισαγωγών κατά την εξεταζόμενη περίοδο υπολογίζεται σε 715,26 δις ευρώ.
Όπως τόνισε η Πρόεδρος του ΠΣΕ, Κυρία Χριστίνα Σακελλαρίδη κατά τη δημοσίευση της νέας έρευνας του Συνδέσμου: «οι Έλληνες Εξαγωγείς, πριν ακόμη από την έναρξη της παγκόσμιας κρίσης της περιόδου 2008-2009 προειδοποιούσαμε για την ανάγκη ενίσχυσης της εξωστρέφειας της ελληνικής οικονομίας και μετάθεσής της στον πυρήνα του αναπτυξιακού προτύπου της χώρας. Εγκαίρως ο ΠΣΕ έχει επισημάνει και την πολυδιάσταση της εξωστρέφειας, που δεν περιορίζεται μόνο στις εξαγωγές προϊόντων, αλλά περιλαμβάνει τον μετασχηματισμό της παραγωγικής μηχανής, τις επενδύσεις, ακόμη και τις εξωτερικές σχέσεις της Ελλάδας.
Τα στοιχεία είναι αποκαλυπτικά και αναδεικνύουν συνεχιζόμενη αδυναμία της ελληνικής οικονομίας να κινητοποιήσει προοπτικές ουσιαστικής υποκατάστασης εισαγωγών (ειδικά από Τρίτες Χώρες), μέσω της αναδιάρθρωσης του παραγωγικού προτύπου, η οποία θα οδηγούσε σε μεγαλύτερη εξισορρόπηση του εμπορικού ισοζυγίου, ιδιαίτερα μετά τη δυσκολία που καταγράφουν οι εξαγωγές να ξεφύγουν ανοδικά από τα ανώτατα όρια του 2012, ενδεικτική της εφαρμογής μη αποτελεσματικών σε επίπεδο ανάπτυξης πολιτικών και μεταρρυθμίσεων.
Σε κάθε περίπτωση, και υπό το πρίσμα των εισαγωγών, επιβεβαιώνεται η εκτίμηση του ΠΣΕ πως η έξοδος από την ύφεση προϋποθέτει δράσεις και μεταρρυθμίσεις που θα κινούνται στο τρίπτυχο: Εμπιστοσύνη (με τους εμπορικούς εταίρους), Επενδύσεις (εγχώριες & ξένες) και Εξωστρέφεια (εξαγωγές και διαμετακομιστικό εμπόριο). Προς αυτή την κατεύθυνση, λοιπόν, θα πρέπει στοχεύσουν δράσεις και μεταρρυθμίσεις αναπτυξιακού χαρακτήρα, καθώς και η μόχλευση από χρηματοδοτικά εργαλεία, όπως το ΕΣΠΑ ή ο Αναπτυξιακός Νόμος, δίνοντας ιδιαίτερη βαρύτητα σε επενδύσεις και επιχειρηματικά σχέδια που συνδέονται με στρατηγικούς κλάδους της οικονομίας, που θα πρέπει να ενισχύσουν τις δυνατότητες εξαγωγών, αλλά παράλληλα θα ευνοούν και την υποκατάσταση εισαγωγών, ως προϋπόθεση συνολικού μετασχηματισμού του αναπτυξιακού προτύπου της Ελλάδας».
Όπως προκύπτει από την ανάλυση του ΠΣΕ, η περασμένη 15ετία χωρίζεται σε 2 διαφορετικές περιόδους: από το 2001 ως το 2008 όπου ακολουθούνταν συνεχόμενα αυξητικοί ρυθμού (με εξαίρεση το 2005) και από το 2009-2013 οπότε ξεκίνησε μία έντονα πτωτική πορεία. Η τελευταία διετία χαρακτηρίζεται από περιορισμένες διακυμάνσεις, καθώς ουσιαστικά από το 2012 και μετά παρατηρείται τόσο σε επίπεδο εισαγωγών, όσο και εξαγωγών παρατηρούνται φαινόμενα σταθεροποίησης και στασιμότητας.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα ιστορικά υψηλά επίπεδα εισαγωγών του 2008 ως και το 2015 από την εγχώρια μεταποίηση (ως πρώτες ύλες) και το εμπόριο (ως τελικά καταναλωτικά αγαθά) «λείπουν» προϊόντα αξίας άνω των 21,5 δις ευρώ, με ότι αυτό συνεπάγεται σε κύκλους εργασιών επιχειρήσεων, θέσεις εργασίας και φόρος προς είσπραξη από το Δημόσιο. Εξαιρουμένων των πετρελαιοειδών προκύπτει «απώλεια» της τάξης των 19,36 δις ευρώ, επιβεβαιώνοντας την εκτίμηση ότι οι επιπτώσεις ήταν καθολικές για όλους σχεδόν τους κλάδους του εμπορίου και της μεταποίησης.
Με τον τρόπο αυτό επιβεβαιώνεται η εκτίμηση του ΠΣΕ ότι η ύφεση στην Ελλάδα θα ήταν σαφώς βαθύτερη αν δεν υπήρχαν οι καλύτερες επιδόσεις των εξαγωγών τα τελευταία χρόνια, που απορρόφησαν ένα σημαντικό μέρος των επιπτώσεων από την καθίζηση της εγχώριας ζήτησης και κατανάλωσης.
Παρά το γεγονός, όμως, ότι οι συνολικές εξαγωγές την τελευταία 15ετία αυξήθηκαν κατά 98,52% και οι συνολικές εισαγωγές μειώθηκαν κατά 15,59%, η χώρα αντιμετωπίζει ακόμη και σήμερα υψηλό έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο.
Η εικόνα δε διαφοροποιείται σημαντικά, ούτε αν εξαιρεθούν από τον υπολογισμό τα πετρελαιοειδή (παρ’ όλου που υπογραμμίζει την ενεργειακή εξάρτηση της χώρας), ενώ αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι (χωρίς τα πετρελαιοειδή), το σωρευτικό εμπορικό έλλειμμα της χώρας ισούται σχεδόν με το τρέχον χρέος της (348 δις ευρώ ελλείμματος έναντι 338 δις ευρώ χρέους). Τα 219 δις ευρώ εκ των 348 δις του εμπορικού ελλείμματος σχηματίστηκαν την περίοδο 2001-2008 (ποσοστό 63% του συνολικού σωρευτικού ελλείμματος).
Ωστόσο, αξίζει να αναφερθεί ότι από το 2011 και μετά η Ελλάδα εμφανίζει καλύτερες επιδόσεις σε όρους εμπορικού ισοζυγίου σε σχέση με την περίοδο πριν την ένταξή της στη ζώνη του ευρώ, γεγονός που υπό όρους μπορεί να θεωρηθεί και ως ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας της.
Τα εισαγόμενα προϊόντα
Σε ότι αφορά τα ίδια τα εισαγόμενα προϊόντα, την περασμένη 15ετία, οι 30 κυριότερες κατηγορίες εισαγόμενων προϊόντων από χώρες της ΕΕ, διαμόρφωσαν εισαγωγές σωρευτικής αξίας 298,25 δις ευρώ, που αντιστοιχούν στο 75,5% των εισαγωγών από χώρες της ΕΕ και στο 41,7% των συνολικών εισαγωγών της περιόδου 2001-2015.
Εξ αυτών των προϊόντων, σε 10 κατηγορίες προϊόντων που εισάγονται από την ΕΕ τα ποσοστά μείωσης υπερβαίνουν το 50%, με τα οχήματα, τα τρακτέρ/μηχανήματα και τα έπιπλα να εμφανίζουν μειώσεις άνω του 68%. Οι μικρότερες μειώσεις εντοπίζονται για το γάλα/γαλακτοκομικά (-10%), το κρέας (-8,95%), τα χημικά/φυτοπροστατευτικά (-8,31%) και τα παρασκευάσματα διατροφής (-0,71%).
Αντίστοιχα, με σωρευτική αξία 244 δις ευρώ σχεδόν, οι εισαγωγές των 30 κυριότερων προϊόντων που έρχονται στην Ελλάδα από Τρίτες Χώρες, αντιστοιχούν στο 93% των εισαγωγών από χώρες εκτός ΕΕ και στο 34% των σωρευτικών ελληνικών εισαγωγών από το 2001 και μετά.
Συγκρίνοντας τις επιδόσεις του 2015 με τα εκάστοτε υψηλά της εξεταζόμενης περιόδου, και στην περίπτωση των εισαγωγών από Τρίτες Χώρες προκύπτουν 10 κατηγορίες με απώλειες άνω του 50% (Πλοία/τρένα/αεροσκάφη, Οχήματα, Σίδηρος/Χάλυβας, Δομικά Υλικά, Scrap Μετάλλων, Έπιπλα, Συσκευές ψύξης/θέρμανσης, Φάρμακα, Φυσικό Αέριο, Τρακτέρ/Μηχανήματα).
Συνολικά, η ύφεση της ελληνικής οικονομίας έπληξε ιδιαίτερα τους κλάδους των οχημάτων, των δομικών υλικών και της αγροτικής παραγωγής, ενώ μειώσεις καταγράφονται ακόμη και στα φάρμακα, αλλά και στα τρόφιμα. Αντίθετα, κατηγορίες προϊόντων υψηλής τεχνολογίας δείχνουν σημαντικές αντιστάσεις στις γενικότερες πιέσεις.
Ο χάρτης των εισαγωγών
Από πλευράς γεωγραφικής κατανομής των βασικών προμηθευτών της Ελλάδας, τα στοιχεία ενισχύουν την εκτίμηση υψηλής σύνδεσης/εξάρτησης με τις χώρες της ΕΕ. Και αυτό γιατί σε βάθος 15ετίας μόλις 3 χώρες εκτός ΕΕ βρίσκουν θέση το ΤΟΠ 10 των βασικών προμηθευτών (Κίνα, Ν. Κορέα, ΗΠΑ).
Στο παραπάνω δείγμα, 5 χώρες εμφάνισαν το 2015 χαμηλότερες επιδόσεις στις εξαγωγές προς την Ελλάδα, τόσο σε σχέση με το 2010, όσο και με το 2001 (Γερμανία, Ιταλία, Γαλλία, Μ. Βρετανία & ΗΠΑ), ενώ 4 χώρες είχαν μεν χαμηλότερες εξαγωγές προς την Ελλάδα σε σχέση με το 2010, αλλά υψηλότερες σε σύγκριση με αυτές τους 2001 (Κίνα, Ν. Κορέα, Ισπανία, Βέλγιο). Στην περίπτωση των ολλανδικών προϊόντων, οι εισαγωγές του 2015 επέστρεψαν ακριβώς στα επίπεδα του 2001.
Από τις 10 αυτές χώρες, η Ελλάδα τα τελευταία 15 χρόνια εισήγαγε προϊόντα (εξαιρουμένων των πετρελαιοειδών) σωρευτικής αξίας 379,4 δις ευρώ, ήτοι ποσοστό 68,34% του συνόλου (χωρίς τα πετρελαιοειδή).
ΠΣΕ: Ενδείξεις αποσυμπίεσης στις εξαγωγές-Εισαγωγές πλοίων και πετρέλαιο “φουσκώνουν” το εμπορικό έλλειμμα
Βελτίωση της εικόνας των εξαγωγών, αλλά και αύξηση του εμπορικού ελλείμματος, λόγω εισαγωγών πετρελαίου σε νέες υψηλότερες τιμές, καθώς και πλοίων από την Ασία, καταγράφει ανάλυση του Πανελληνίου Συνδέσμου Εξαγωγέων και του Κέντρου Εξαγωγικών Ερευνών και Μελετών (ΚΕΕΜ), επί των προσωρινών στοιχείων της ΕΛ-ΣΤΑΤ, για τον περασμένο Αύγουστο. Συγκεκριμένα, τον Αύγουστο του 2016 σημειώθηκε οριακή μείωση της συνολικής αξίας των εξαγωγών κατά μόλις 0,1%, στα 1,913 δις ευρώ, από 1,914 δις τον αντίστοιχο μήνα πέρυσι. Αν εξαιρεθούν μάλιστα τα πετρελαιοειδή, προκύπτει αύξηση των εξαγωγών κατά 1,7% ή κατά 20,7 εκατ. ευρώ.
Ο περιορισμός των πιέσεων σε επίπεδο συνολικής αξίας εξαγωγών αποδίδεται στην αποκλιμάκωση των αντίστοιχων πιέσεων στις διεθνείς τιμές των καυσίμων, καθώς τα προϊόντα των ελληνικών διυλιστηρίων εξάγονται σε καλύτερες αποτιμήσεις, μετά και την ανάκαμψη των τιμών του μαύρου χρυσού την περίοδο Ιουλίου-Αυγούστου 2015.
Οι καλύτερες επιδόσεις του Αυγούστου αποτυπώνονται στα στοιχεία για το 8μηνο του έτους, κατά το οποίο πλέον, η συνολική αξία των εξαγωγών εμφανίζεται μειωμένη κατά 6,3% (στα 16,17 δις ευρώ από 17,27 δις την αντίστοιχη περυσινή περίοδο), ενώ η αξία των εξαγωγών χωρίς πετρελαιοειδή υποχωρεί οριακά κατά 0,5% (ή κατά 64,5 εκατ. ευρώ σε σχέση με την περίοδο Ιανουαρίου-Αυγούστου 2015).
Κατά τον περασμένο Αύγουστο, οι συνολικές εξαγωγές προς χώρες της ΕΕ υποχώρησαν κατά 0,6%, ενώ οι εξαγωγών προς Τρίτες Χώρες ενισχύθηκαν κατά 0,5% διαμορφώνοντας εικόνα σχετικής ισορροπίας στη γεωγραφική κατανομή (52% των εξαγωγών προς χώρες ΕΕ έναντι 48% προς Τρίτες Χώρες). Εξαιρουμένων των πετρελαιοειδών, οι εξαγωγές προς την ΕΕ αυξήθηκαν σε ποσοστό 4%, ενώ αντίθετα κατά 2,8% υποχώρησαν οι εξαγωγές προς Τρίτες Χώρες. Έτσι το μερίδιο των χωρών της ΕΕ ενισχύθηκε στο 67% (έναντι 33% των Τρίτων Χωρών).
Σε επίπεδο 8μήνου, οι συνολικές εξαγωγές της Ελλάδας καταγράφουν υποχώρηση κατά 0,7% προς τις χώρες της ΕΕ και κατά 13,1% προς τον υπόλοιπο Κόσμο. Χωρίς τα πετρελαιοειδή, οι εξαγωγές προς την ΕΕ είναι αυξημένες κατά 2,9%, ενώ στις εξαγωγές προς Τρίτες Χώρες διατηρείται το αρνητικό πρόσημο (-7,4%), με αποτέλεσμα το μερίδιο των χωρώνς της Ένωσης να εκτοξεύεται στο 68,8% (έναντι ποσοστού 31,2% των Τρίτων Χωρών).
Η πορεία των εξαγωγών ανά κλάδο
Μετά από αρκετούς μήνες, τον περασμένο Αύγουστου στους επιμέρους κλάδους υπερτερούν πλέον τα θετικά πρόσημα έναντι όσων υποχωρούν. Συγκεκριμένα, θετικές επιδόσεις καταγράφονται για τους κλάδους των τροφίμων, ποτών/καπνού, πρώτων υλών, μηχανημάτων, διάφορων βιομηχανικών προϊόντων και εμπιστευτικών αγαθών. Αντίθετα, συνεχίζονται έστω και σε μικρότερο βαθμό οι πιέσεις σε πετρελαιοειδή και ελαιόλαδου, ενώ υποχώρησαν επίσης τα χημικά και βιομηχανικά προϊόντα.
Εξετάζοντας τα στοιχεία σε επίπεδο 8μηνου, θα πρέπει να σημειωθεί η διψήφια άνοδος των τροφίμων και των ποτών-καπνού και η δυναμική που έχουν αναπτύξει οι κλάδοι μηχανημάτων και διάφορων βιομηχανικών προϊόντων. Στον αντίποδα, ο Αύγουστος βοήθησε τη βελτίωση των επιδόσεων στους κλάδους των πρώτων υλών, των πετρελαιοειδών, των βιομηχανικών και εμπιστευτικών προϊόντων, αλλά παράλληλα επιβεβαίωσε και τη συνέχιση των πιέσεων στο ελαιόλαδο και τα χημικά προϊόντα
Οι εισαγωγές
Όπως έχει ήδη σημειωθεί, η ενίσχυση των τιμών καυσίμων, αλλά και η παραλαβή και νέων πλοίων κατά τον περασμένο Αύγουστο, επηρέασαν σημαντικά τα μεγέθη των εισαγωγών της χώρας, σε μηνιαία και οκταμηνιαία βάση. Τον Αύγουστο, οι συνολικές εισαγωγές εμφανίζονται αυξημένες κατά 4,1% δις ευρώ (στα 3,11 δις ευρώ από 2,98 δις πέρυσι), ενώ οι εξαγωγές χωρίς πετρελαιοειδή ενισχύθηκαν κατά 27,1% (ή κατά 517 εκατ. ευρώ).
Να σημειωθεί ότι από τις αρχές τους έτους έχουν εισαχθεί στην Ελλάδα προϊόντα της κατηγορίας πλοία/τρένα/αεροπλάνα αξίας άνω του 1,5 δις ευρώ σε σχέση με πέρυσι, γεγονός που προκαλεί σημαντική επιβάρυνση του εμπορικού ισοζυγίου της χώρας. Τον περασμένο Αύγουστο, η αξία των πλοίων που εισήχθησαν στην Ελλάδα ξεπέρασε τα 60 εκατ. ευρώ.
Ως εκ τούτου, σε επίπεδο 8μηνου 2016, οι συνολικές εισαγωγές της χώρας εμφανίζονται ουσιαστικά αμετάβλητες σε σχέση με την αντίστοιχη περυσινή περίοδο (στα 28,34 δις από 28,32 δις ευρώ το 2015), ενώ οι εισαγωγές χωρίς πετρελαιοειδή καταγράφουν αύξηση 10,6% ή κατά 2,2 δις ευρώ.
Ως αποτέλεσμα των παραπάνω κινήσεων εισαγωγών και εξαγωγών, στην περίοδο Ιανουάριος-Αύγουστος 2016, επήλθε χειροτέρευση των όρων εμπορικού ελλείμματος της χώρας, τόσο σε επίπεδο συνολικής αξίας (αύξηση κατά 10% στα 12,16 δις ευρώ), όσο και σε αξία χωρίς τα πετρελαιοειδή (αύξηση 26%, στα 2,28 δις ευρώ).
Ορθή επανάληψη 7.10.2016