ΣΕΒ: Ας μιλήσουμε για τον ελέφαντα στο δωμάτιο

Καταλύτης για την αντιμετώπιση των κόκκινων δανείων μια λειτουργική και συνεκτική προπτωχευτική και πτωχευτική διαδικασία, τονίζει ανάλυση του Εβδομαδιαίου Δελτίου για την Ελληνική οικονομία – Οικονομία & Επιχειρήσεις του ΣΕΒ.

 
Η σημερινή χιονοστιβάδα των κόκκινων δανείων ξεπερνά το ύψος των € 100 δις στην Ελλάδα, με βάση τον ευρύτερο ορισμό των NPEs (Non Performing Exposures). Πρόκειται για ένα μείζον πρόβλημα που πρέπει να αντιμετωπισθεί κατ’ απόλυτη προτεραιότητα με δίκαιο και αποτελεσματικό τρόπο καθώς υπονομεύει κάθε έννοια δικαιοσύνης αλλά και προσπάθεια ανάταξης της οικονομίας. Έχουμε φτάσει στο σημείο να αποδεχόμαστε ως κάτι φυσιολογικό, υγιείς επιχειρήσεις να πληρώνουν υψηλότερα επιτόκια από υπερχρεωμένους ανταγωνιστές τους. Το υφιστάμενο πλαίσιο εξυγίανσης επιχειρήσεων και νοικοκυριών ενθαρρύνει και διευκολύνει τη δημιουργία στρατηγικών κακοπληρωτών, υπονομεύοντας την αποτελεσματική λειτουργία και πειθαρχία της αγοράς. Η προσπάθεια να κρύψουμε το πρόβλημα κάτω από το χαλί είναι πλέον αδιέξοδη. Η απουσία των κατάλληλων νομικών εργαλείων εξυγίανσης, που να επιλύουν σύντομα και αποτελεσματικά τα προβλήματα που προκύπτουν σε επιχειρήσεις ή νοικοκυριά που βρίσκονται σε αδυναμία εξυπηρέτησης των δανειακών υποχρεώσεών τους, αποτρέποντας ταυτόχρονα τον ηθικό κίνδυνο αλλά και προσφέροντας τη δεύτερη ευκαιρία στον επιχειρηματία ή το νοικοκυριό που συνεργάζεται και συμμετέχει ενεργά στη διαδικασία εξυγίανσης, συμβάλλει καθοριστικά στη μεγέθυνση του προβλήματος. Για να αλλάξει αυτό, είναι αναγκαίο το υφιστάμενο πλαίσιο των προπτωχευτικών και πτωχευτικών διαδικασιών, καθώς και ο υπό θεσμοθέτηση εξωδικαστικός μηχανισμός ρύθμισης οφειλών, να αποτελέσουν ένα ενιαίο λειτουργικό σύνολο και να αλληλοσυμπληρώνονται αρμονικά. Τα όρια προπτωχευτικής και πτωχευτικής διαδικασίας πρέπει να είναι σαφή και ενιαία επί της αρχής για φυσικά πρόσωπα και επιχειρήσεις (πχ. με κριτήριο τη στάση πληρωμών). Επίσης, τα κριτήρια για αναδιάρθρωση ή εκκαθάριση πρέπει να είναι σαφή και ενιαία σε όλες τις περιπτώσεις και να οδηγούν σε διαδικασίες διαφανείς, ευέλικτες και με στόχο τη διάσωση αξίας. Η εμπλοκή της δικαιοσύνης (και οι αναπόφευκτες καθυστερήσεις που αυτό συνεπάγεται) πρέπει να προβλέπεται μόνο όταν είναι απολύτως αναγκαίο. Ειδικά, σε ό,τι αφορά στο ζήτημα των ποινικών και μη ευθυνών στελεχών του ιδιωτικού και του δημοσίου τομέα, εξασφάλισης της συμμετοχής όσων έχουν διαφωνίες καθώς και του φορολογικού χειρισμού αναδιαρθρώσεων και διαγραφών, είναι επείγουσα η ανάγκη εξεύρεσης λειτουργικών λύσεων ώστε να προχωρήσει η διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων οφειλών με έναν τρόπο που να επιτρέπει στις επιχειρήσεις, που σήμερα αντιμετωπίζουν πρόβλημα λόγω της παρατεταμένης κρίσης, «να γυρίσουν σελίδα» χωρίς όμως να στρεβλώνεται ο ανταγωνισμός στις αγορές. Διαδικασίες για μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις δεν πρέπει να αποκλίνουν από τις γενικές αρχές, και πρέπει να στοχεύουν στην κάλυψη της αδυναμίας απόκτησης επαρκούς πληροφόρησης ή νομικής και φοροτεχνικής υποστήριξης.

 
-Η πρώτη εκτίμηση για το ΑΕΠ του τρίτου τριμήνου είναι ιδιαίτερα θετική, την ίδια ώρα που ο αποπληθωρισμός μειώνεται και λόγω της αύξησης των φόρων. Τα έσοδα σημειώνουν ισχυρές επιδόσεις για δεύτερο μήνα και σε συνδυασμό με την πολιτική συγκράτησης των ταμειακών πληρωμών που στερούν κρίσιμη ρευστότητα από την αγορά, συνεχίζουν να οδηγούν σε ολοένα αυξανόμενα πρωτογενή πλεονάσματα. Η μεγάλη υποχώρηση της απασχόλησης αντικατοπτρίζει την αποχώρηση των πολλών δηλωμένων εποχικών προσλήψεων του καλοκαιριού λόγω τουρισμού, αλλά ακόμα και έτσι προκύπτει μια σταθερή αύξηση του αριθμού των απασχολουμένων, αν και η ανεργία των νέων συνεχίζει να αυξάνεται.

 
Καταλύτης για την αντιμετώπιση των κόκκινων δανείων μια λειτουργική και συνεκτική προπτωχευτική και πτωχευτική διαδικασία

Σε κανέναν δεν είναι ευχάριστο να μιλά ή να διαχειρίζεται την αποτυχία. Η αδυναμία ωστόσο της Ελληνικής Πολιτείας διαχρονικά να θεσπίσει ένα ενιαίο πλαίσιο διαχείρισης της επιχειρηματικής αποτυχίας έχει δημιουργήσει ένα εκρηκτικό πρόβλημα για την οικονομία και την κοινωνία που υπονομεύει κάθε προσπάθεια εξόδου από την κρίση. Οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης της Ελληνικής οικονομίας και τα χαμηλά επιτόκια που επικράτησαν την προηγούμενη 10ετία διατήρησαν σε πολύ χαμηλά επίπεδα τα επισφαλή δάνεια στο τραπεζικό σύστημα μέχρι το ξέσπασμα της κρίσης. Η εξέλιξη αυτή σε συνδυασμό με τις πελατειακές σχέσεις και τα συντεχνιακά συμφέροντα μας απέτρεψε από το να διαμορφώσουμε ένα σύγχρονο πλαίσιο εξυγίανσης προβληματικών επιχειρήσεων και νοικοκυριών και καθυστέρησε την αναβάθμιση και τον εκσυγχρονισμό του προπτωχευτικού και πτωχευτικού πλαισίου αναδιάρθρωσης και εκκαθάρισης επιχειρήσεων. Ταυτόχρονα η πολυετής βαθιά ύφεση, τα υψηλά επιτόκια, η κατάρρευση του τζίρου και της συνολικής ζήτησης, η στενότητα ρευστότητας, η περιορισμένη πρόσβαση στις διεθνείς αγορές και οι σημαντικές αβεβαιότητες και οι κινδύνοι που ζήσαμε τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα επέτειναν έτι περαιτέρω το πρόβλημα.

Η αποτελεσματική διαχείριση, σε επίπεδο οικονομίας, της εξόδου επιχειρήσεων που έχουν αποτύχει ή λόγω έκτακτων συνθηκών αδυνατούν να συνεχίσουν τη λειτουργία τους αποτελεί κρίσιμο συστατικό στοιχείο μιας ανταγωνιστικής οικονομίας. Η δυνατότητα γρήγορης μετατόπισης πόρων στις πιο αποτελεσματικές χρήσεις είναι κρίσιμη ώστε να προστατευτούν επιχειρηματικά σχήματα από την απαξίωση και να ενταχθούν εκ νέου σε ένα πλαίσιο στο οποίο θα συνεισφέρουν στη δημιουργία εισοδημάτων και νέων θέσεων εργασίας. Ειδικά σε μια εποχή κατά την οποία τους ρυθμούς ανάπτυξης δίνουν οι εξελίξεις στο πεδίο της άυλης γνώσης, οι χώρες στις οποίες η αναδιάρθρωση της παραγωγής αργεί κινδυνεύουν να παρακαμφθούν από τις διεθνείς αλυσίδες αξίας που χτίζονται γύρω από την οικονομία της γνώσης.

Αυτά αφορούν στην παράλληλη συνύπαρξη και άλλων προϋποθέσεων εύρυθμης λειτουργίας, που εκτείνονται από το φιλικό επιχειρηματικό περιβάλλον και την εύλογη φορολογία έως την ύπαρξη ενός εκπαιδευτικού συστήματος που δίνει ευκαιρίες ειδικά στους μη προνομιούχους, καθώς και αποτελεσματικών ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης. Αφορούν επίσης στην εξέλιξη της αξίας των στοιχείων ενεργητικού, και κυρίως των ακινήτων, στο βαθμό που στην Ελλάδα τα ακίνητα αποτελούν ουσιαστικά το κύριο ενέχυρο για τον τραπεζικό δανεισμό λόγω αδυναμιών στην εύκολη και νομικά ισχυρή χρήση κινητών ενεχύρων στην περίπτωση εκκαθάρισης .

Ειδικά στην Ελλάδα, στην παρούσα συγκυρία επικρατούν ασυνήθεις συνθήκες, τόσο σε ό,τι αφορά την απλή πραγματικότητα ότι το μέγεθος της αγοράς έχει μειωθεί και την παρατεταμένη αδυναμία πρόσβασης του ιδιωτικού τομέα σε χρηματοδότηση με εύλογους όρους, όσο και σε όλες τις άλλες εκφάνσεις της κρίσης, όπως τον ιδιαίτερα υψηλό αριθμό μη εξυπηρετούμενων δανείων. Σε υπόλοιπο δανείων προς τον ιδιωτικό τομέα τον Σεπτέμβριο 2016 €198,4 δις (εκ των οποίων τα €93,48 δις σε μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, τα €65,4 δις σε στεγαστικά, τα €25 δις σε καταναλωτικά, και τα €13,2 δις σε ελεύθερους επαγγελματίες) αντιστοιχούν (στοιχεία ενδιάμεσης έκθεσης ΤτΕ Ιουνίου 2016 για το Δεκέμβριο 2015) ποσοστά μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΝPEs) 43,8% για τα επιχειρηματικά δάνεια, 41% για τα στεγαστικά δάνεια, 54,7% για τα καταναλωτικά δάνεια. Από τα NPEs με τη σειρά τους, κατά την ΤτΕ, το ¼ θεωρείται ότι θα έχει αβέβαιη είσπραξη και οι προβλέψεις ανέρχονται πλέον στο 50,1% του ύψους τους.

Στην Ελλάδα, η ισχύουσα νομοθεσία δεν συνιστά ένα ενιαίο και λειτουργικό σύνολο το οποίο ικανοποιεί τα παραπάνω. Υπάρχουν διακριτές ρυθμίσεις και, ιδιαίτερα, ειδικό πλαίσιο για φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν εμπορική ιδιότητα (Ν.3869/10 «Νόμος Κάτσέλη») και προπτωχευτικές συναινετικές διαδικασίες που αποσκοπούν στην εξυγίανση (Άρ. 99 πτωχευτικού). Υπάρχουν, επίσης, διαδικασίες με εγκατάσταση ειδικού διαχειριστή ή εκκαθαριστή (Άρ. 106ια Πτωχευτικού (Ν3588/07) και το Άρ. 68 του Ν.4307/14, αποκαλούμενου και «Νόμου Δένδια») που επιδιώκουν να εξασφαλίσουν την ταχεία ρευστοποίηση προβληματικής επιχείρησης άνευ υποχρεώσεων με μεγαλύτερη ταχύτητα από την πτωχευτική εκκαθάριση, αλλά που δεν χρησιμοποιούνται ευρέως στην πράξη. Τέλος, υφίστανται οι διατάξεις περί πτωχευτικής εκκαθάρισης που χρησιμοποιείται όμως σπανιότατα. Αυτό που χαρακτηρίζει την νομοθεσία της αφερεγγυότητας είναι έλλειψη συντονισμού, αλληλοεπικαλύψεις και συχνά εξαιρετικά δαιδαλώδεις και αναποτελεσματικές διαδικασίες, με υπερβολικά μεγάλη εμπλοκή των δικαστηρίων. Οι αδυναμίες αυτές, όμως, πέρα από τον πληθωρισμό των επιλογών που ενθαρρύνουν την κατάχρηση, μπορεί τελικά να έχουν εξίσου μεγάλη σημασία στην πράξη με εκείνη που έχουν οριζόντια προβλήματα όπως είναι κυρίως, το ζήτημα των ποινικών και μη ευθυνών αλλά και φορολογικά ζητήματα και η μη ύπαρξη, στην πράξη, της δεύτερης ευκαιρίας.

 
Τα κρίσιμα ζητήματα που εντοπίζονται ως κενά στην υφιστάμενη νομοθεσία μεταξύ άλλων, είναι:

1) Ευθύνες στελεχών που διαγράφουν απαιτήσεις: Το ζήτημα των ποινικών, κυρίως, ευθυνών παραμένει ως ένα από τα βασικά αναχώματα στην εξεύρεση λύσεων διαχείρισης κυρίως των τραπεζικών οφειλών επιχειρήσεων, αλλά επίσης και στη διαγραφή απαιτήσεων του δημοσίου στο βαθμό που εκπρόσωποι του έχουν την προβλεπόμενη από το Νόμο συμμετοχή στη λήψη ή υλοποίηση σχετικών αποφάσεων.

2) Ευθύνες στελεχών που διοικούν υπό αναδιάρθρωση σχήματα: Όταν μια επιχείρηση αναδιαρθρώνεται και στα πλαίσια της διαδικασίας αυτής αλλάζει η μετοχική σύνθεση ή /και η διοίκηση, τα στελέχη της νέας διοίκησης αναλαμβάνουν, και προσωπικά, εκκρεμείς υποχρεώσεις της επιχείρησης έναντι του δημοσίου, καθώς και τις ποινικές και άλλες ευθύνες που συντρέχουν από αυτές. Αυτή η κατάσταση έχει πλέον επιδεινωθεί από τις διατάξεις περί «αλληλέγγυας ευθύνης».

Μάλιστα, η έκθεση αυτών των στελεχών, που προσπαθούν να υλοποιήσουν λειτουργικές λύσεις σε επιχειρηματικά σχήματα με βεβαρημένο παρελθόν και συνεπώς αυξημένο ρίσκο, πρέπει να συγκριθεί με την ανυπαρξία, στην πράξη καθώς η ρητή πρόβλεψη για αστική ευθύνη υπάρχει, των ευθυνών όσων με την αδράνεια τους αφήνουν βιώσιμες επιχειρήσεις να χρεοκοπήσουν οριστικά (Καθημερινή 13/11/2016). Η κατάσταση αυτή έρχεται σε αντίθεση με τις συστάσεις της Ευρ. Επιτροπής, καθώς στην Ελλάδα η ποινικοποίηση της πρωτοβουλίας πλαισιώνεται με την αδυναμία ταχείας απομάκρυνσης μη συνεργάσιμων διοικήσεων.

3) Φορολογικές επιπτώσεις διαγραφής απαιτήσεων: Το ζήτημα της φορολογικής αντιμετώπισης των επιπτώσεων διαγραφών ως προς τις τράπεζες και τους προμηθευτές παραμένει σε μεγάλο βαθμό άλυτο ως σύνολο, την ώρα που επιμέρους μόνο ζητήματα έχουν λυθεί πρόσφατα αλλά ισχύουν για περιορισμένο χρόνο. Για τις τράπεζες είναι επιβεβλημένο να υπάρξει μια εύλογη δυνατότητα συμψηφισμού με μελλοντικά κέρδη, η οποία μάλιστα να καλύπτει τυχόν επιπτώσεις που θα έχουν εύλογες διαγραφές στα εποπτικά κεφάλαια. Για τους προμηθευτές, η νομοθετική πρόβλεψη για καταρχήν συμψηφισμό με φόρους εισοδήματος που ήδη έχουν καταβληθεί σε κέρδη που υπολογίστηκαν με βάση τις προ διαγραφής απαιτήσεις προβλέπεται στον Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος. Όμως δεν είναι σαφής ο λογιστικός χειρισμός και δεν υπάρχει ακόμα η σχετική εγκύκλιος και οι περιπτώσεις αυτές δεν έχουν δοκιμαστεί στη διάρκεια φορολογικών ελέγχων, με αποτέλεσμα να υπάρχει σχετική διστακτικότητα μέχρι, πιθανώς, τα δικαστήρια να δώσουν τη σχετική βεβαιότητα. Επιπλέον, τίθεται τόσο το ζήτημα της χρονικής διάρκειας της περιόδου 5 ετών κατά την οποία μπορεί να γίνει ο συμψηφισμός, που με τα δεδομένα της κρίσης πλέον μπορεί να είναι ανεπαρκής στο βαθμό που οι περισσότερες εταιρείες δεν εμφανίζουν κέρδη στην πενταετία αυτή. Επίσης, υπάρχει το οριζόντιο ζήτημα της επιβίωσης του δικαιώματος αυτού με εύλογο και αναλογικό τρόπο σε τυχόν εταιρικούς μετασχηματισμούς. Και, κυρίως, παραμένει σε εκκρεμότητα το ζήτημα του ΦΠΑ που ήδη έχει καταβληθεί για απαιτήσεις προμηθευτών που τώρα διαγράφονται, όταν μάλιστα το ΔΝΤ έχει κάνει σχετική εισήγηση πολιτικής για την Πορτογαλία. Η πρόσφατη ΠΟΛ1069 του Ιουνίου 2016, σε συνέχεια της 129/15 γνωμοδότησης του ΝΣΚ, περιορίζει την έκπτωση αυτή στην περίπτωση που η εταιρεία έχει υπαχθεί σε ειδική εκκαθάριση (Αρ. 106ια Ν3588/07) και όχι σε προηγούμενα στάδια, όπως ενδεικτικά αυτό της εξυγίανσης του Άρ. 99. Σε ό,τι αφορά τώρα την πλευρά του οφειλέτη και ως προς το φορολογικό χειρισμό του εισοδήματος που, θεωρητικά, προκύπτει από μια διαγραφή, αλλά και ως προς το λογιστικό χειρισμό αυτής της εγγραφής, υπάρχει εδώ και λίγο καιρό η πρόβλεψη του Άρ. 62 Ν4389/16, με χρονικό όριο εφαρμογής για τα νομικά πρόσωπα το τέλος του 2017. Ένα σημαντικό ζήτημα είναι το αβέβαιο και ακόμα σχετικά υψηλό κόστος μεταγραφής και μεταβίβασης ακινήτων. Στην εκκρεμότητα του φόρου υπεραξίας προστίθεται, πέρα από το φόρο μεταβίβασης και τα συναφή έξοδα, και ο αυξανόμενος αριθμός απαιτήσεων από το ενεργειακό πιστοποιητικό έως την πολεοδομική τακτοποίηση, και την υπό συζήτηση ταυτότητα κτιρίου. Έτσι, επιβαρύνεται παραπέρα η θέση του ακινήτου, τόσο λόγω της υψηλής φορολόγησης κατοχή που συμπιέζει τιμές όσο και λόγω του πλαισίου πο αυξάνει το κόστος των μεταβιβάσεων, στερώντας του τη δυνατότητα να λειτουργήσει σωτήρια είτε εκποιούμενο ή μεταβιβαζόμενο προσωρινά εν είδη sale and lease back.

Πέρα από την αποθάρρυνση επενδύσεων που προκαλεί η παρατεταμένη οικονομική αβεβαιότητα που συνδέεται με τη στασιμότητα στη διαχείριση των κόκκινων δανείων, οι τράπεζες ωθούνται προς την απομόχλευση όχι μόνο από το νέο εποπτικό πλαίσιο και την ανάγκη αύξησης των προβλέψεων αλλά και από την ανάγκη μείωσης της βραχυπρόθεσμης στήριξης που λαμβάνουν από το ευρωσύστημα . Αυτό συμβαίνει ενώ την ίδια ώρα έχουν σωρεύσει μεγάλες προβλέψεις έναντι των αυξανόμενων μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων. Η κατάσταση αυτή επιβαρύνει την ικανότητα των τραπεζών να λειτουργήσουν ως διαμεσολαβητές ανάμεσα στους καταθέτες και τους δανειολήπτες. Ταυτόχρονα, όχι μόνο καταδικάζει στο μαρασμό και την οικονομική απραξία μεγάλο αριθμό επιχειρήσεων αλλά είναι και αδιέξοδη. Διότι η απομόχλευση λαμβάνει χώρα και από την αποπληρωμή δανείων των φερέγγυων δανειοληπτών, οδηγώντας στην αύξηση του λόγου μη εξυπηρετούμενων δανείων προς το σύνολο των δανειακών υπολοίπων σε μεγάλο βαθμό λόγω της ποσοτικής συρρίκνωσης του υπόλοιπου εξυπηρετούμενων δανείων που αποπληρώνονται, οδηγώντας παράλληλα και σε ποιοτική διάβρωση του παρονομαστή παρά τις αυξανόμενες προβλέψεις.

Η αποτελεσματική στρατηγική αναστροφής αυτής της κατάστασης, που είναι απαραίτητη για μια επιστροφή στην ανάπτυξη, είναι η απομάκρυνση από το θεσμικό πλαίσιο των αναχωμάτων στη διαγραφή των οφειλών προς τον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα που δεν μπορούν να εισπραχθούν, και την αναδιάρθρωση τους στις περιπτώσεις που είναι εφικτή η επιβίωση της οικονομικής δραστηριότητας και η ομαλή εξυπηρέτηση των αναδιαρθρωμένων οφειλών – πάντα σεβόμενη τον υγιή ανταγωνισμό.

 
Συγκεκριμένα, απαιτούνται:

1) Ένα θεσμικό πλαίσιο που να περιλαμβάνει την αντιμετώπιση της αφερρεγυότητας τόσο εμπόρων όσο και καταναλωτών (αλλά και νομικών προσώπων που δεν ασκούν εμπορική δραστηριότητα), που να προβλέπει μεταξύ άλλων τη διαγραφή χρεών που δεν μπορούν να πληρωθούν λόγω της κρίσης, χωρίς να δημιουργείται ηθικός κίνδυνος που να αποθαρρύνει ή να επιβαρύνει μελλοντικές δανειοδοτήσεις. Ο μηχανισμός αυτός πρέπει να ενθαρρύνει την έγκαιρη ανάληψη δράσης προς αποφυγή της πτώχευσης, όπως συστήνει και η Ευρ. Επιτροπή, και να μην επιβραβεύει την απραξία, όπως συμβαίνει τώρα στην πράξη.

2) Ένα πλαίσιο γενικών διατάξεων που δεν παρεμποδίζει, άμεσα ή έμμεσα, μέσω της δυνατότητας κατάχρησης της δικονομίας, την επίτευξη ιδιωτικών συμφωνιών ανάμεσα σε οφειλέτες και πιστωτές.

3) Ένα λειτουργικό πλαίσιο εκκαθάρισης επιχειρήσεων με ταχεία πώληση τους ως σύνολο (going concern) ή τμηματικά, ανάλογα με την περίπτωση, όταν αυτό απαιτείται, και με την ευελιξία που θα επιτρέπει τη μεγιστοποίηση της αξίας, χωρίς αυτή να απαξιώνεται από χρονοβόρες διαδικασίες. Στο σημείο αυτό η Ελλάδα υστερεί τόσο στην πράξη όσο και σε ότι αφορά στην εμπλοκή διοικητικών διαδικασιών, αντί των ίδιων των δανειστών (Διάγραμμα 7), καθώς το πλαίσιο εντός του οποίου λειτουργούν οι σύνδικοι, εκκαθαριστές και ειδικοί διαχειριστές δεν οδηγεί, στην πράξη, στην ταχεία διάθεση περιουσιακών στοιχείων όσο αυτά διατηρούν μεγάλη οικονομική αξία (είτε ως σύνολο είτε τμηματικά).

%ce%b4%ce%b9%ce%b1%ce%b3%cf%81%ce%b1%ce%bc%ce%bc%ce%b1-7-%cf%83%ce%b5%ce%b2-17-11-2016

4) Στο τέλος των παραπάνω διαδικασιών πρέπει να διασφαλίζεται, επίσης, μια εύλογη δεύτερη ευκαιρία, με σαφές χρονοδιάγραμμα και μέσω αυτόματης διαδικασίας όταν δεν υπάρχει δόλος, και δυνατότητα γρήγορης επαναξιοποίησης στοιχείων ενεργητικού εντός σαφούς πλαισίου το οποίο μειώνει τον ηθικό κίνδυνο κατάχρησης. Μέχρι σήμερα, οι ισχύουσες διατάξεις μεταθέτουν την απαλλαγή του πτωχού οφειλέτη στο απώτερο μέλλον, ακυρώνοντας στην πράξη οποιαδήποτε πιθανότητα ομαλής επιστροφής σε εμπορική δραστηριότητα. Ακόμα και πρόσφατες προτάσεις για την επιτάχυνση της απαλλαγής δεν ικανοποιούν το αυτόματο της απαλλαγής με την παρέλευση ορισμένου διαστήματος από την κήρυξη της πτώχευσης (το πολύ 3 χρόνια κατά τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής) και προβλέπουν ως προϋπόθεση δικαστική απόφαση που να κρίνει ότι ο πτωχός δεν προκάλεσε την αποτυχία του δολίως.

Σημειώνεται στο σημείο αυτό ότι η Ελλάδα ανήκει σε εκείνες τις χώρες που έχουν αρνητικές επιδόσεις στο ζήτημα των μη-οικονομικών συνεπειών για τον μη δόλιο πτωχό και που δεν προσφέρουν φορολογικά κίνητρα για τη διαχείριση των συνεπειών (Διάγραμμα 10).

%ce%b4%ce%b9%ce%b1%ce%b3%cf%81%ce%b1%ce%bc%ce%bc%ce%b1%cf%84%ce%b1-10-11-%cf%83%ce%b5%ce%b2-17-11-2016

5) Υπέρ-προτεραιότητα απαιτήσεων κράτους: Η υπερ-προτεραιότητα του κράτους έχει απαλυνθεί σημαντικά σε ότι αφορά τους πιστωτές με ενέχυρο (όπως ορίζει το Άρ 977 ΚΠΔ). Όμως, ειδικά για κινητά ενέχυρα τα οποία δεν παραδίνονται, χρειάζεται η κατά το Άρ 1214 ΑΚ καταχώρηση σε δημόσιο βιβλίο (δηλαδή, το Υποθηκοφυλακείο) της συμφωνίας. Στο σημείο αυτό αποκτά σημασία και η απουσία ενός ενιαίου μητρώου ενεχύρων, κατά προτίμηση ηλεκτρονικού, έλλειψη που καταγράφει επίσης για τη χώρα μας η Παγκόσμια Τράπεζα (Διάγραμμα 11) και που, τελικά, αξιολογείται από την Παγκόσμια Τράπεζα ότι αποδυναμώνει σημαντικά στην πράξη την ισχύ του ενεχύρου επί κινητού πράγματος (Διαγράμματα 1&2). Μάλιστα, τα χαρακτηριστικά αυτά του ελληνικού πλαισίου είναι συνυπαίτια για την αδυναμία πρόσβασης σε τραπεζική χρηματοδότηση όσων επιχειρήσεων δεν μπορούν να προσφέρουν εμπράγματες εξασφαλίσεις.

%ce%b4%ce%b9%ce%b1%ce%b3%cf%81%ce%b1%ce%bc%ce%bc%ce%b1%cf%84%ce%b1-1-2-%cf%83%ce%b5%ce%b2-17-11-2016

6) Δυνατότητα κατάχρησης ανακοπών: Το πλήθος των επιμέρους διατάξεων που προβλέπονται στα διάφορα ασυντόνιστα νομοθετήματα δίνουν την ευελιξία στους στρατηγικούς κακοπληρωτές να επιλέγουν διαδοχικά προβλέψεις, μετακινούμενοι από νομοθέτημα σε νομοθέτημα, και ουσιαστικά παρατείνοντας διαδικασίες που απαξιώνουν τα στοιχεία ενεργητικού και τα δικαιώματα των πιστωτών.

7) Ένα δομημένο πλαίσιο που προσφέρει υπηρεσίες διαμεσολάβησης σε όσους το επιζητούν εθελοντικά όταν βλέπουν πως μια συμφωνία δεν μπορεί να επιτευχθεί με συμμετοχή μόνο των άμεσα εμπλεκομένων, ειδικά όταν ο οφειλέτης δεν έχει τη δυνατότητα να αποκτήσει πρόσβαση στις απαραίτητες υπηρεσίες υποστήριξης και με προσοχή ώστε να μην δημιουργηθεί αφορμή για καταχρηστικές καθυστερήσεις.

8) Τέλος, συντονισμός και εναρμόνιση σε λειτουργικό σύνολο των επιμέρους εργαλείων: Τα λειτουργικά τμήματα υφιστάμενων προπτωχευτικών και πτωχευτικών μηχανισμών, καθώς και του υπό εκπόνηση εξωδικαστικού μηχανισμού, πρέπει να είναι συντονισμένα και να συμπληρώνονται αρμονικά. Τα όρια προπτωχευτικής και πτωχευτικής διαδικασίας πρέπει να είναι σαφή και ενιαία επί της αρχής για φυσικά πρόσωπα και επιχειρήσεις (πχ. με κριτήριο τη στάση πληρωμών). Επίσης, τα κριτήρια για αναδιάρθρωση ή εκκαθάριση πρέπει να είναι σαφή και ενιαία σε όλες τις περιπτώσεις και να οδηγούν σε διαδικασίες διαφανείς, ευέλικτες και με στόχο τη διάσωση αξίας. Οι καθυστερήσεις που προκύπτουν από την εμπλοκή της δικαιοσύνης πρέπει να υπάρχουν μόνο όταν είναι απολύτως απαραίτητες, με ζητήματα ευθυνών, στελεχών του ιδιωτικού τομέα αλλά και του δημοσίου, και εξασφάλισης επαρκούς συμμετοχής πιστωτών να καλύπτονται εξωδικαστικά, μέσω της περιγραφής και τήρησης διαδικασιών, όπου αυτό είναι εφικτό. Ειδικά, σε ό,τι αφορά το ζήτημα των ποινικών και μη ευθυνών καθώς και του φορολογικού χειρισμού αναδιαρθρώσεων και διαγραφών, είναι επείγουσα η ανάγκη εξεύρεσης λειτουργικών λύσεων που να ισχύουν όλες ταυτόχρονα, ώστε να προχωρήσει η διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων οφειλών με ένα τρόπο που να επιτρέψει στις επιχειρήσεις που σήμερα αντιμετωπίζουν πρόβλημα «να γυρίσουν σελίδα», χωρίς όμως να στρεβλώνεται ο ανταγωνισμός στις αγορές. Διαδικασίες για μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις δεν πρέπει να αποκλίνουν από τις αρχές των γενικών διαδικασιών, και πρέπει να στοχεύουν στην κάλυψη της αδυναμίας των ΜΜΕ να αποκτήσουν επαρκή πληροφόρηση ή νομική και φοροτεχνική υποστήριξη. – κάτι που αποτελεί και σύσταση της Ευρ. Επιτροπής και δεν απαιτεί αναγκαστικά χωριστές διαδικασίες .

Οι θεσμικές αυτές βελτιώσεις που θα διευκολύνουν την εφαρμογή των όποιων αποφάσεων αναδιάρθρωσης και εκκαθάρισης θα πρέπει να δρομολογηθούν παράλληλα με την εσωτερική ανάπτυξη από την πλευρά των πιστωτών μηχανισμών που να επιτρέπουν τη λήψη αυτών των αποφάσεων. Αυτές, αναπόφευκτα, για τις περιπτώσεις που θα ξεφεύγουν από τις πολύ απλές περιπτώσεις χαμηλού οικονομικού ενδιαφέροντος θα εμπλέκουν και την αξιολόγηση της κάθε περίπτωσης από ειδικούς, ώστε να διασφαλίζεται ότι η κάθε περίπτωση θα έχει αναλυθεί και αξιολογηθεί με την πρέπουσα προσοχή.

Σχετικά Άρθρα