
ΣΕΒ: Η έξοδος από το Ευρώ: Αναποτελεσματική, Ανεπιθύμητη, Ανέφικτη!
Τον τελευταίο καιρό γίνεται πάλι μια ανώφελη συζήτηση για την έξοδο της χώρας από την Ευρωζώνη ως μία λύση στην υποτιθέμενη «αδυναμία» μας να θέσουμε υπό έλεγχο τα δημοσιονομικά μας και τη βιωσιμότητα του χρέους. Η λύση αυτή είναι το ίδιο εξωφρενική με την πρόταση που κυκλοφορεί ότι κάποιος πολύ πλούσιος θα αποπληρώσει το ελληνικό χρέος! σημειώνει ανάλυση του ΣΕΒ στο Εβδομαδιαίο δελτίο του για την Ελληνική οικονομία.
Και στις δύο περιπτώσεις, αφελώς ορισμένοι πιστεύουν ότι κάποιος τρίτος πληρώνει το χρέος ή μας το χαρίζει. Δεν υπάρχει κανείς που θα αναλάβει τα χρέη μας και κανείς δεν θα μας διευκολύνει να ζούμε σε βάρος άλλων. Ας το πούμε λοιπόν για άλλη μια φορά: Μία έξοδος της χώρας από την Ευρωζώνη, με μονομερή διαγραφή του χρέους από την πλευρά μας, δεν θα λύσει το πρόβλημα του χρέους. Το χρέος είναι απαιτητό σε Ευρώ και αν δεν εξυπηρετείται κανονικά, τότε η χώρα μας θα απομονωθεί στη διεθνή κοινότητα, διακινδυνεύοντας το σύνολο των οικονομικών και κοινωνικών της επιτευγμάτων.. Όσον αφορά, για παράδειγμα, τις εμπορικές της συναλλαγές η χώρα μας δεν θα μπορεί σε μεγάλο βαθμό να καλύψει τις εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών (€53 δισ.) και η παραγωγική δομή της θα καταρρεύσει. Όχι μόνο γιατί τα συναλλαγματικά της διαθέσιμα (€6,5 δισ.), κυρίως σε χρυσό, είναι περιορισμένα, αλλά και τα ισόποσα περίπου με τις εισαγωγές έσοδα εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών, κυρίως από τουρισμό και μεταφορές, θα εξασθενήσουν σημαντικά λόγω του εξοστρακισμού της χώρας από τη διεθνή νομιμότητα. Το 70% των καθαρών εισαγωγών μας σε αγαθά είναι εισροές στην παραγωγική διαδικασία, το 25% των εισαγωγών μας επανεξάγεται, ενώ το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των συναλλαγών μας γίνεται με την ΕΕ-28. Οι αναταράξεις στις εμπορικές συναλλαγές της χώρας θα συμπέσουν κατά πάσα πιθανότητα με μία επέκταση του προστατευτισμού στο διεθνές εμπόριο. Κάτι τέτοιο θα είναι ιδιαίτερα οδυνηρό για την Ελλάδα που θα μείνει εκτός νυμφώνος, χωρίς την προστασία της συμμετοχής της σε ένα μεγάλο εμπορικό μπλοκ. Τέλος, η μετατροπή του Ευρώ σε ένα ασθενέστερο εθνικό νόμισμα θα οδηγήσει στη μεγαλύτερη αναδιανομή εισοδήματος και αποταμιεύσεων από τα χαμηλότερα στα υψηλότερα στρώματα, που καμία πολιτική δύναμη δεν πρόκειται να επιχειρήσει αν έχει σώας τας φρένας. Η έξοδος της χώρας από την Ευρωζώνη είναι, λοιπόν, αναποτελεσματική, ανεπιθύμητη και ανέφικτη. Δεν χρειάζεται να περιμένουμε τους βαρβάρους για να λύσουμε τα προβλήματά μας. Παραφράζοντας τον Καβάφη: «Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους»….. η έξοδος της Ελλάδας από την Ευρωζώνη δεν είναι «μία κάποια λύσις»!
-Η πορεία εκτέλεσης του προϋπολογισμού σε επίπεδο γενικής κυβέρνησης για το σύνολο του 2016 επιβεβαιώνει την επίτευξη του μεγάλου πρωτογενούς πλεονάσματος, εκλογικευμένο ως προς την αύξηση των πληρωμών στο τέλος του έτους καθώς η επίτευξη των στόχων επέτρεψε μια χαλάρωση της συντηρητικής στάσης που επικρατούσε από την αρχή του έτους. Παρά την καλή πορεία των εσόδων, ειδικά στο τέλος του έτους τα έσοδα από φόρους και εισφορές επέδειξαν μειωμένο δυναμισμό, όπως και οι εξαγωγές το Δεκέμβριο χωρίς όμως να ανατρέπεται η συνολικά καλή πορεία τους για όλο το 2016.
Η εξάρτηση της χώρας από τις καθαρές εισαγωγές προοιωνίζεται δυσοίωνες εξελίξεις σε περίπτωση αναταράξεων
Η χώρα εφαρμόζει ένα πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων για να αποκτήσει εκ νέου τον έλεγχο όσον αφορά στη βιωσιμότητα του χρέους και τη διαχείριση των δημόσιων οικονομικών της και να δημιουργήσει μία δυναμική εξωστρεφή ανταγωνιστική οικονομία που να δημιουργεί εισοδήματα, απασχόληση και έσοδα για το κράτος, χωρίς ελλείμματα και δανεικά. Για διαφόρους λόγους, κυρίως λόγω παντός είδους καθυστερήσεων στην εφαρμογή του προγράμματος, ο πληθυσμός επιβαρύνεται κυρίως με το κόστος της δημοσιονομικής προσαρμογής χωρίς το όφελος των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, λόγω σφοδρής αντίστασης ομάδων συμφερόντων που απολαμβάνουν διάφορα προνόμια σε βάρος του κοινωνικού συνόλου. Η κατώτερη των προσδοκιών ανάκαμψη της οικονομίας οδηγεί σε συνεχή λιτότητα και, εν πολλοίς, σε κοινωνικά και πολιτικά αδιέξοδα. Στα αδιέξοδα αυτά, πέραν της συνεπούς εφαρμογής του προγράμματος, δεν υπάρχουν λύσεις εκτός της Ευρωζώνης.
Τα βαθιά διαρθρωτικά προβλήματα που προσπαθεί να θεραπεύσει το Μνημόνιο παραμένουν και χρήζουν αντιμετώπισης σε οποιοδήποτε σενάριο. Η έξοδος της χώρας από τη Ευρωζώνη συζητείται πάντα σε σχέση με την υποτιθέμενη αδυναμία της χώρας να εξυπηρετεί το τεράστιο δημόσιο χρέος που έχει συσσωρευθεί, με τη δημιουργία υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων που θα πρέπει να διατηρηθούν, και που θα συμπιέζουν το βιοτικό επίπεδο του πληθυσμού σε σχέση με το σημερινό, για δεκαετίες. Η έξοδος από την Ευρωζώνη απλώς για να αποκτήσουμε μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων στην άσκηση οικονομικής πολιτικής και στην ταχύτητα προσαρμογής προσκρούει στο συγκεκριμένο πρόγραμμα εξυπηρέτησης του χρέους που είναι δεδομένο και δεν μπορεί να παρακαμφθεί.
Συνεπώς, μία τέτοια προσέγγιση προϋποθέτει την ελάφρυνση του χρέους και διαμόρφωση χαμηλότερων πρωτογενών πλεονασμάτων. Αυτό, όμως, απαιτεί μία συναινετική διαδικασία με τους πιστωτές, οι οποίοι κατ’ ουσίαν αρνούνται να πράξουν οτιδήποτε προς αυτή την κατεύθυνση πριν δουν ότι η χώρα έχει εισέλθει σε μία μη αναστρέψιμη φάση δημοσιονομικής πειθαρχίας και υλοποίησης φιλικών προς την ανάπτυξη μεταρρυθμίσεων.
Διότι μόνον, έτσι, θα μπορέσει η χώρα να οδηγηθεί σε μια αυτοτροφοδοτούμενη αναπτυξιακή διαδικασία μέσω επενδύσεων, αύξησης της παραγωγικότητας, αύξησης των εισοδημάτων και των θέσεων εργασίας, αύξησης της αποταμίευσης, των επενδύσεων κ.ο.κ. σε έναν ενάρετο κύκλο ανοδικής πορείας. Σήμερα, δεν μπορεί να επιχειρηματολογήσει κανείς με πειστικό τρόπο ότι η χώρα έχει εξαντλήσει όλα τα περιθώρια προσαρμογής και δεν της απομένει άλλη διέξοδος πέραν της στάσης πληρωμών. Εάν υποθέσουμε ότι η στάση πληρωμών πραγματοποιείται με συντεταγμένο τρόπο, οποιαδήποτε αναδιάρθρωση του χρέους θα συμφωνηθεί πάλι με ένα δρακόντειο πρόγραμμα προσαρμογής, που αργά ή γρήγορα, θα οδηγήσει στα ίδια αδιέξοδα που αντιμετωπίζουμε σήμερα, εάν επιδιώξουμε να μην προσαρμοσθούμε. Συνεπώς, δεν κερδίζουμε τίποτα. Εάν δεν θέλουμε την επιβολή ενός νέου προγράμματος, και η στάση πληρωμών γίνει με μη συντεταγμένο τρόπο, τότε ο πληθυσμός της χώρας θα πρέπει να επωμισθεί το κόστος του χάους που θα ακολουθήσει την αναγγελία της στάσης πληρωμών και καθ’ όλη την μεταβατική περίοδο σε ένα νέο πλαίσιο ισορροπίας.
Και το μεγαλύτερο κόστος είναι ότι η χώρα μας θα περιθωριοποιηθεί και οι Έλληνες θα φτωχοποιηθούν σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι έχει γίνει μέχρι σήμερα.
Όχι μόνο θα χαθεί το Ευρώ αλλά θα αναγκασθούμε να αποχωρήσουμε και από την Ευρωπαϊκή Ένωση, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη λειτουργία της οικονομίας μας εκτός Ενιαίας Ευρωπαϊκής Αγοράς, καθώς θα αναζητήσουμε άλλους εμπορικούς εταίρους εκτός Ευρώπης. Και, μάλιστα, σε ένα διεθνές περιβάλλον όπου αυξάνουν οι πιθανότητες για επέκταση του προστατευτισμού στις εμπορικές συναλλαγές, ανατρέποντας τα κεκτημένα του ελεύθερου κατά κανόνα διεθνούς εμπορίου κάτω από την ομπρέλα του Διεθνούς Οργανισμού Εμπορίου.
Και τότε θα αντιληφθούμε πλήρως, αν και πολύ αργά, τι σημαίνει το σημερινό Ευρωπαϊκό κεκτημένο για την χώρα μας όσον αφορά στη σχετική μας θέση στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας, τι σημαίνει δηλαδή να είσαι μέσα στο ισχυρότερο εμπορικό μπλοκ στην παγκόσμια οικονομία στις διεθνείς εμπορικές διαπραγματεύσεις. Και, βεβαίως, το τι σημαίνει Ευρώπη, σε σχέση με άλλες περιοχές του κόσμου, όσον αφορά στην προστασία της εργασίας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, του περιβάλλοντος κ.ο.κ. Η εξάρτηση της χώρας από εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών διαμορφώνεται σε €53 δισ.
Στον Πίνακα της πρώτης σελίδας, καταγράφεται, σε χιλιάδες τόνους, η εξάρτηση της χώρας σε βασικά είδη διατροφής, ζωοτροφές και ορυκτά καύσιμα.
Το 2015, με την επιφύλαξη του διαφορετικού μείγματος εισαγωγών και εξαγωγών, η χώρα είχε ανάγκη να εισάγει 390 χιλ. τόνους κρέας, 307 χιλ. τόνους γαλακτοκομικά, 1179 χιλ. τόνους δημητριακά, 515 χιλ. τόνους ζωοτροφές, 325 χιλ. τόνους άνθρακα, 12555 χιλ. τόνους πετρέλαιο και 2333 χιλ. τόνους φυσικό αέριο για να ικανοποιηθεί η εγχώρια κατανάλωση, δεδομένης της εγχώριας παραγωγής (Δ1, Δ2).
Σημειώνεται ότι η εξάρτηση μας από την ΕΕ- 28, στο κρέας και τα γαλακτοκομικά είναι grosso modo 100%, στα δημητριακά 62%, στις ζωοτροφές 53%, με τα ορυκτά καύσιμα να προέρχονται σχεδόν αποκλειστικά, ως είναι φυσικό, από χώρες εκτός ΕΕ-28.
Μία πλήρης απεικόνιση της εξάρτησης της χώρας μας από τις καθαρές εισαγωγές, σε αξία, δίδεται στους σχετικούς Πίνακες (Δ3 για τρόφιμα και ποτά και Δ4 για βιομηχανικά προϊόντα).
Η χώρα μας είναι καθαρός εξαγωγέας μόνο στα φρούτα και λαχανικά (€1115 εκατ.), τα είδη από μη μεταλλικά ορυκτά (€126 εκατ.), όπως το τσιμέντο και άλλα οικοδομικά υλικά, και τα βασικά μέταλλα (€297 εκατ.), όπως αλουμίνιο, χαλκός κ.ά. Η εξάρτηση της χώρας από καθαρές εισαγωγές (εξαιρουμένων των ανωτέρω) ανέρχεται σε €1,8 δισ. σε τρόφιμα και ποτά και σε €14,1 δισ. σε βιομηχανικά προϊόντα.
Στα βιομηχανικά προϊόντα (χωρίς καύσιμα), οι μεγαλύτερες ανάγκες της χώρας εντοπίζονται στα οχήματα (€3,1 δισ.), τα φάρμακα και καλλυντικά (€2,2 δισ., εκ των οποίων €1,8 δισ. σε φάρμακα), τα είδη ένδυσης και υπόδησης (€1,3 δισ.), τα μηχανήματα (€1,1 δισ.), τις συσκευές τηλεπικοινωνιών (€787 εκατ.), τα χημικά (€760 εκατ.), το χαρτί (€590 εκατ.), τις ηλεκτρικές συσκευές (€520 εκατ.), τους Ηλεκτρονικούς Υπολογιστές και τις μηχανές γραφείου (€520 εκατ.), κ.ο.κ. Σημειώνεται ότι η εξάρτηση της χώρας στα βιομηχανικά είδη συνολικά από την ΕΕ-28 ανέρχεται σε 67% κατά μέσο όρο (Δ5, Δ6).
Η εξάρτηση της χώρας μας μπορεί να αποτυπωθεί και κατά κατηγορία εισροών στην παραγωγική διαδικασία, όπως καταγράφονται στην Πίνακα της πρώτης σελίδας. Από τις καθαρές εισαγωγές του 2015 (€ 17,7 δισ. ), το 19,0% ήταν βιομηχανικές προμήθειες, το 22% ήταν καύσιμα, το 30% ήταν επενδυτικά αγαθά και το υπόλοιπο 30% ήταν καταναλωτικά αγαθά. Η εξάρτηση μας από την ΕΕ-28 στις βιομηχανικές προμήθειες ανέρχεται σε 79%, στα επενδυτικά αγαθά σε 53% και στα καταναλωτικά αγαθά σε 83%. Ταυτόχρονα, σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ (Δ7, Δ8), το 25% των εισαγωγών μας είναι εισροές για τις εξαγωγές μας. Μία διαταραχή, λοιπόν, στις εξωτερικές συναλλαγές της χώρας θα προκαλέσει αναστάτωση σε όλο το εύρος της παραγωγικής διαδικασίας, πέραν εκείνης του εφοδιασμού της χώρας με καταναλωτικά αγαθά.
Το γεγονός ότι οι εισαγωγές καλύπτονται από τις εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών είναι, βεβαίως, σημαντικό. Ωστόσο, το ποσόν αυτό συνιστά διαφυγόν εισόδημα, ένα τμήμα του οποίου θα μπορούσε να παραχθεί στην χώρα μέσα από ένα εξωστρεφές ανταγωνιστικό αναπτυξιακό πρότυπο που στοχεύει στην υποκατάσταση εισαγωγών και περαιτέρω αύξηση των εξαγωγών. Ταυτόχρονα, η ισορροπία που έχει επιτευχθεί βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στις εισπράξεις από υπηρεσίες (τουρισμός €14 δισ. μεταφορές €10 δισ., λοιπές υπηρεσίες €4 δισ.), που σε μεγάλο βαθμό ενσωματώνουν την πρόσοδο που καρπούται η χώρα από την γεωγραφική της θέση. Στο πλαίσιο αυτό, το παρόν σημείωμα καταγράφει το εύρος της εξάρτησης της οικονομίας μας από τις καθαρές εισαγωγές, κατά κλάδο και γεωγραφική περιοχή (εντός και εκτός ΕΕ-28), για να καταδείξει τις τυχόν επιδράσεις που θα ασκηθούν στην ελληνική οικονομία, εάν ποτέ αποχωρήσουμε από την ευρωπαϊκή οικογένεια.
Χονδρικά, λοιπόν, η Ελλάδα έχει ένα εμπορικό έλλειμμα €17 δισ. (εκ των οποίων: καύσιμα €4 δισ.), το οποίον καλύπτεται πλήρως, από ένα πλεόνασμα στις υπηρεσίες. Οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών ανέρχονται σε €53 δισ. (€25 δισ. εξαγωγές αγαθών, €28 δισ. εξαγωγές υπηρεσιών) και καλύπτουν τις ανάγκες για εισαγωγές αγαθών (€42 δισ.) και τις πληρωμές για υπηρεσίες. (€11 δισ.). Πέραν αυτών, η Ελλάδα έχει ένα θετικό ισοζύγιο εισοδημάτων σε μισθούς, τόκους, μερίσματα, δικαιώματα, κτλ. ύψους €0,7 δισ. (€5,9 δισ. εισπράξεις, €5,2 δισ. πληρωμές) και ένα θετικό ισοζύγιο μεταβιβάσεων γύρω σε €1,7 δισ. προς και από την Γενική Κυβέρνηση από και προς την Ευρωπαϊκή Ένωση (Δ9).
Σημειώνεται ότι το 2015, οι εισπράξεις της Γενικής Κυβέρνησης από την Ευρωπαϊκή Ένωση ανήλθαν σε €3,4 δις. (€1,1 δις, γεωργικές επιδοτήσεις και για στήριξη εισοδήματος γεωργών, και €2,3 δισ. για επενδύσεις από τα διαρθρωτικά ταμεία της ΕΕ), ενώ η συνεισφορά της χώρας στην ΕΕ ανήλθε σε €1,7 δισ. Συνολικά, το 2015 κατεγράφη ένα συνολικό πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και κεφαλαίων ύψους €2 δισ. Η λανθασμένη εντύπωση που επικράτησε για δεκαετίες ότι η Ελλάδα δεν είναι χώρα για βιομηχανικές δραστηριότητες, καθώς ήταν πάντα πιο εύκολο να εκμεταλλευόμαστε τον ήλιο, τη θάλασσα, και την Ακρόπολη, οδήγησε εν πολλοίς στα σημερινά αδιέξοδα και στην αδύναμη παραγωγική μας βάση. Οι οικονομίες που διαθέτουν στιβαρή βιομηχανία και μεταποίηση και είναι εξαγωγικές, είναι αποδεδειγμένα πιο ανθεκτικές στην ύφεση. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει στην Αίγυπτο με το Σουέζ. Δεν υπάρχει, βεβαίως, τίποτα μεμπτό στο να εκμεταλλεύεται μια χώρα τα φυσικά της πλεονεκτήματα. Ωστόσο, εάν δεν προσανατολίζεται και προς την παραγωγή βιομηχανικών προϊόντων στα οποία απαιτείται ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, το παραγωγικό πρότυπο δεν προάγει κατά κανόνα τη δημιουργία θέσεων εργασίας υψηλών εξειδικεύσεων, με υψηλές αποδοχές και καλές συνθήκες εργασίας, και ακόμη χειρότερα, καθυστερεί η εισαγωγή της νέας τεχνολογίας στην παραγωγική διαδικασία.
Στο πλαίσιο αυτό, το γεγονός ότι η χώρα εξαρτάται από τις εισπράξεις κλάδων όπως ο τουρισμός, οι μεταφορές, και οι λοιπές υπηρεσίες για την χρηματοδότηση των εισαγωγών της, δημιουργεί μία ασταθή ισορροπία που εξαρτάται βασικά από την εικόνα που διαμορφώνει η χώρα στη διεθνή σκηνή, αλλά και από γεωπολιτικές εξελίξεις, ανεξαρτήτως οικονομικών επιδόσεων στους συγκεκριμένους τομείς.
Για παράδειγμα, η ρευστή πολιτική κατάσταση λόγω της εφαρμογής των Μνημονίων, και η άσχημη οικονομική κατάσταση λόγω της παρατεταμένης ύφεσης, της υψηλής ανεργίας και των συνακόλουθων κοινωνικών προβλημάτων, καθώς και η κατάσταση με τους πρόσφυγες στα νησιά μας και αλλού, δεν καθιστούν την χώρα ακριβώς μια ιδανική τοποθεσία για την εισροή ανθρώπων και κεφαλαίων. Ταυτόχρονα, οι γεωπολιτικές εξελίξεις στην περιοχή, έχουν δημιουργήσει ευνοϊκές ροές προς την Ελλάδα που μπορεί να αποδειχθούν ευκαιριακές εάν μεταβληθούν οι λόγοι που τις επηρεάζουν (Δ10).
Σε ετήσια βάση, λοιπόν, η χώρα μας δεν δημιουργεί πλέον ελλείμματα με τους εμπορικούς της εταίρους στη διεθνή αγορά. Παρόλα αυτά, το παρελθόν των μεγάλων ελλειμμάτων στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και κεφαλαίων που έπρεπε να χρηματοδοτηθεί με εξωτερικό δανεισμό, βαραίνει ακόμη την χώρα. Η καθαρή επενδυτική θέση της χώρας είναι σήμερα αρνητική κατά €234 δισ., με τις υποχρεώσεις και τις απαιτήσεις έναντι μη κατοίκων να διαμορφώνονται σε €472 δισ. και €238 δισ. αντιστοίχως. Στις υποχρεώσεις, η Γενική Κυβέρνηση συμμετέχει με €236 δισ. ( το δημόσιο χρέος στα χέρια μη κατοίκων) και η Τράπεζα της Ελλάδος με χρέος €93 δισ. κυρίως προς την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα – ΕΚΤ (η διαφορά μεταξύ χορηγήσεων και καταθέσεων των ελληνικών τραπεζών που καλύπτεται από την ΕΚΤ μετά την φυγή των καταθέσεων από το τραπεζικό σύστημα λόγω της επταετούς κρίσης).
Το τελευταίο στην ουσία είναι χρέος των ελληνικών τραπεζών, που σε περίπτωση εξόδου της χώρας από την Ευρωζώνη είναι, όχι μόνο άμεσα απαιτητό, αλλά και σε Ευρώ. Και κάτι παρόμοιο θα συμβεί και με το δημόσιο χρέος που θα διεκδικηθεί από τους δανειστές σε Ευρώ εις τον αιώνα τον άπαντα, ανεξαρτήτως νομίσματος στο οποίον θα μετατραπεί. Αυτός είναι και ένας από τους λόγους, που δεν μπορεί να φύγει η χώρα από την Ευρωζώνη.
Σε περίπτωση GREXIT και μετατροπής του ενεργητικού και του παθητικού των τραπεζών σε ένα νέο υποτιμημένο νόμισμα, και επειδή το χρέος των τραπεζών προς την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα παραμείνει σε Ευρώ, οι τράπεζες θα εμφανίσουν αρνητική καθαρή θέση, ή διαφορετικά, θα πτωχεύσουν και θα κρατικοποιηθούν με την εκτύπωση χρήματος από τον Χολαργό. Και όλα αυτά θα συμβούν σε ένα περιβάλλον υπερπληθωρισμού, καθώς το εκδοτικό προνόμιο της Τράπεζας της Ελλάδος θα ενεργοποιηθεί κατά το δοκούν για να αποκατασταθούν, και οι «αδικημένοι των Μνημονίων», και για την άσκηση «κοινωνικής πολιτικής» σε στυλ Βενεζουέλας. Βεβαίως, σε πραγματικούς όρους, θα βασιλέψει η φτώχια και η δυστυχία χωρίς πραγματική βελτίωση μισθών και συντάξεων, μιας και δεν υπάρχουν οι συνταξιοδοτικοί πόροι. Τέλος, όσοι έχουν καταθέσεις στις ελληνικές τράπεζες (και κυρίως, τα χαμηλά εισοδήματα) θα χάσουν σημαντικό μέρος των αποταμιεύσεων τους, και όσοι έχουν δάνεια (κυρίως, τα υψηλότερα εισοδήματα) θα μπορέσουν να τα αποπληρώσουν με λεφτά από το εξωτερικό. Καμία πολιτική δύναμη δεν πρόκειται να αντέξει τη μεγαλύτερη αναδιανομή εισοδήματος από τους φτωχότερους στους πλουσιότερους, που η μετατροπή του νομίσματος θα επιφέρει.