Επιβραδύνεται ο ρυθμός ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας στο χαμηλότερο επίπεδο μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση

Αναθεώρηση επί τα χείρω των προβλέψεων του ΔΝΤ για την παγκόσμια οικονομία

 
Ο ρυθμός αύξησης της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας παραμένει αδύναμος μετά την απότομη επιβράδυνση των τελευταίων τριών τριμήνων του 2018 και παρότι σταθεροποιήθηκε στο πρώτο εξάμηνο του 2019. Η παγκόσμια οικονομία καταγράφει μια συγχρονισμένη επιβράδυνση με αποτέλεσμα το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) στην πρόσφατη οικονομική του έκθεση, World Economic Outlook (WEO), να προβεί σε υποβάθμιση της ανάπτυξης για το 2019 σε 3,0%, από 3,3% που προέβλεπε τον περασμένο Απρίλιο.

Σύμφωνα με το διεθνή οργανισμό, η επιβράδυνση της παγκόσμιας ανάπτυξης αποδίδεται στην αύξηση των εμπορικών δασμών και των γεωπολιτικών εντάσεων. Ειδικότερα, εκτιμάται ότι οι εμπορικές αντιπαραθέσεις μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας θα μειώσουν σωρευτικά το παγκόσμιο ΑΕΠ κατά 0,8% μέχρι το 2020. Αναλυτικότερα, η παγκόσμια οικονομία αναμένεται να αναπτυχθεί κατά 3,0% το 2019 σημειώνοντας σημαντική πτώση των ρυθμών ανάπτυξης έναντι της περιόδου 2017-18 στις αναπτυσσόμενες αλλά και στις προηγμένες οικονομίες. Εκτιμάται δε ότι θα ενισχυθεί με ταχύτερο ρυθμό το 2020 (3,4%) η οποία θα επιταχυνθεί έτι περαιτέρω την περίοδο 2021-24. Επιπροσθέτως, η οικονομική ανάπτυξη επηρεάζεται αρνητικά από ειδικούς παράγοντες σε πολλές αναδυόμενες οικονομίες, αλλά και από διαρθρωτικούς παράγοντες, όπως η χαμηλή αύξηση της παραγωγικότητας και η δημογραφική γήρανση, στις προηγμένες οικονομίες.

Αξίζει να επισημανθεί ότι, σε αντίθεση με τη συγχρονισμένη οικονομική επιβράδυνση, η ανάκαμψη δεν θα λάβει χώρα παράλληλα σε όλες τις περιοχές της υδρογείου και παραμένει επισφαλής. Η αδυναμία της ανάπτυξης οφείλεται στην απότομη επιδείνωση της μεταποιητικής δραστηριότητας και του παγκόσμιου εμπορίου, εξαιτίας των υψηλών δασμών και της παρατεταμένης αβεβαιότητας στην εμπορική πολιτική η οποία επιδρά αρνητικά στις επενδύσεις και στη ζήτηση για κεφαλαιουχικά αγαθά. Επιπρόσθετα, η πτώση της παραγωγής της αυτοκινητοβιομηχανίας αντανακλά τόσο τα προβλήματα στις αλυσίδες εφοδιασμού, όσο και τις επιδράσεις στη ζήτηση – η λήξη των φορολογικών κινήτρων στην Κίνα, η προσαρμογή στα νέα πρότυπα εκπομπών στη Ζώνη του Ευρώ – καθώς και πιθανές αλλαγές στα καταναλωτικά πρότυπα.

Συνολικά, η αύξηση του όγκου του εμπορίου κατά το πρώτο εξάμηνο του 2019 μειώθηκε κατά 1%, ήτοι το ασθενέστερο επίπεδο από το 2012.

Σε αντίθεση με την εξαιρετικά αδύναμη παραγωγή και το εμπόριο, ο τομέας των υπηρεσιών συνεχίζει να αναπτύσσεται σχεδόν σε ολόκληρο τον κόσμο, συμβάλλοντας στην ενίσχυση της απασχόλησης, καθώς και στην αύξηση των μισθών και της κατανάλωσης στις προηγμένες οικονομίες. Ωστόσο, αξίζει να επισημανθεί ότι υπάρχουν ενδείξεις στις Ηνωμένες Πολιτείες και στη Ζώνη του Ευρώ ότι ο τομέας των υπηρεσιών αρχίζει να εξασθενεί.

Η νομισματική πολιτική διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη στήριξη της αναπτυξιακής διαδικασίας. Λόγω της έλλειψης πληθωριστικών πιέσεων και της αποδυνάμωσης της οικονομικής δραστηριότητας, οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες ενήργησαν κατάλληλα για το μετριασμό των κινδύνων μείωσης της ανάπτυξης. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, ελλείψει τέτοιων νομισματικών κινήσεων, η παγκόσμια ανάπτυξη θα ήταν χαμηλότερη κατά 0,5 εκατοστιαίες μονάδες τόσο στο 2019, όσο και στο 2020.

Στις προηγμένες οικονομίες, ο ρυθμός μεγέθυνσης αναθεωρήθηκε προς τα κάτω, σε 1,7% για το 2019 (έναντι 2,3% το 2018), ενώ αναμένεται να παραμείνει σε αυτό το επίπεδο και το 2020. Το ευνοϊκό κλίμα στις αγορές εργασίας και οι αναπτυξιακές πολιτικές συμβάλλουν στην αντιστάθμιση των αρνητικών επιπτώσεων από την ασθενέστερη εξωτερική ζήτηση σε αυτές τις οικονομίες.

Η ανάπτυξη στις αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες οικονομίες αναθεωρήθηκε επίσης, στο 3,9% για το 2019 (σε σύγκριση με 4,5% το 2018), εξαιτίας της αβεβαιότητας για το εμπόριο, τις ακολουθούμενες εσωτερικές πολιτικές και τις διαρθρωτικές αδυναμίες στην Κίνα.

Η βελτίωση της παγκόσμιας ανάπτυξης, το 2020, οφείλεται κατά κύριο λόγο στις αναδυόμενες και στις αναπτυσσόμενες οικονομίες, οι οποίες σύμφωνα με το ΔΝΤ θα σημειώσουν ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας στο 4,6%. Περίπου το ήμισυ αυτής της ανάκαμψης σχετίζεται με την οικονομική επίδοση στις αναδυόμενες οικονομίες, όπως η Αργεντινή, το Ιράν και η Τουρκία, ενώ το υπόλοιπο της ανάκαμψης αποδίδεται στις χώρες όπου η ανάπτυξη επιβραδύνθηκε σημαντικά το 2019 σε σχέση με το 2018, όπως η Βραζιλία, η Ρωσία και η Σαουδική Αραβία. Ωστόσο, η αβεβαιότητα γύρω από τη δυνατότητα ανάπτυξης των αναδυομένων και ανεπτυγμένων οικονομιών παραμένει, όταν μεγάλες οικονομίες, όπως των Ηνωμένων Πολιτειών, της Ιαπωνίας και της Κίνας, αναμένεται να επιβραδυνθούν περαιτέρω το 2020.

 
Η κλιμάκωση των κινδύνων

Ωστόσο δεν εκλείπουν οι κίνδυνοι για την ανάπτυξη. Οι αυξημένες εμπορικές και γεωπολιτικές εντάσεις, συμπεριλαμβανομένων των κινδύνων που συνδέονται με το Brexit, θα μπορούσαν να διαταράξουν περαιτέρω την οικονομική δραστηριότητα και να εκτροχιάσουν την ήδη εύθραυστη ανάκαμψη στις αναδυόμενες οικονομίες και στη Ζώνη του Ευρώ. Στην περίπτωση αυτή, θα μπορούσαμε να οδηγηθούμε σε μια απότομη αλλαγή του επιπέδου του επενδυτικού κινδύνου, στην εμφάνιση χρηματοπιστωτικών διαταραχών και στην αναστροφή των ροών κεφαλαίων προς τις αναδυόμενες οικονομίες. Στις προηγμένες οικονομίες, ο χαμηλός πληθωρισμός θα μπορούσε να εδραιωθεί και να περιορίσει περαιτέρω τον τρόπο άσκησης της νομισματικής πολιτικής στο μέλλον, επηρεάζοντας την αποτελεσματικότητά της.

 
Προτάσεις πολιτικής από το ΔΝΤ για την αναζωογόνηση της οικονομικής ανάπτυξης

Οι υπεύθυνοι χάραξης των εθνικών πολιτικών, προκειμένου να τονώσουν την οικονομική ανάπτυξη, πρέπει να περιορίσουν τους εμπορικούς δασμούς και τις γεωπολιτικές εντάσεις. Αυτού του είδους οι ενέργειες μπορούν να συμβάλουν στην τόνωση της εμπιστοσύνης και στην αναζωογόνηση των επενδύσεων, της μεταποίησης και του εμπορίου.

Στοχεύοντας στην αντιμετώπιση των κινδύνων για την ανάπτυξη και την αύξηση του δυνητικού προϊόντος, η οικονομική πολιτική θα πρέπει να στηρίζει την οικονομική δραστηριότητα με έναν ισορροπημένο τρόπο. Η νομισματική πολιτική θα πρέπει να τυγχάνει δημοσιονομικής στήριξης, όπου υπάρχει διαθέσιμος δημοσιονομικός χώρος. Χώρες όπως η Γερμανία και η Ολλανδία θα πρέπει να επωφεληθούν από τα χαμηλά επιτόκια δανεισμού για επενδύσεις σε κοινωνικά κεφάλαια και κεφάλαια υποδομής. Ωστόσο, στην περίπτωση που η ανάπτυξη επιδεινωθεί σε σημαντικό βαθμό, μπορεί να απαιτηθεί μια διεθνώς συντονισμένη δημοσιονομική αντιμετώπιση, προσαρμοσμένη στις συνθήκες της εκάστοτε χώρας.

Η Έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου προτείνει οι χώρες να προβούν σε διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για την αύξηση της παραγωγικότητας, τη βελτίωση της ανθεκτικότητας και τη μείωση των ανισοτήτων. Οι χώρες πρέπει να συνεργαστούν για την αντιμετώπιση σημαντικών ζητημάτων, όπως οι κίνδυνοι από την κλιματική αλλαγή, οι κίνδυνοι στον κυβερνοχώρο, η φοροαποφυγή και η φοροδιαφυγή, καθώς και οι ευκαιρίες και οι προκλήσεις των αναδυόμενων χρηματοπιστωτικών τεχνολογιών.

Πηγή: Εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων της Διευθύνσεως Οικονομικών Μελετών της Alpha Bank.

Σχετικά Άρθρα