Η εισοδηματική ανισότητα αποτελεί μια από τις σημαντικότερες προκλήσεις για την παγκόσμια οικονομία

Ετερογένειες στην εισοδηματική ανισότητα σε παγκόσμιο επίπεδο

 
Κατά την τελευταία δεκαετία, η εισοδηματική ανισότητα έχει καταστεί μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις για την παγκόσμια οικονομία, παρά την καταγραφείσα αύξηση της απασχόλησης και τη μείωση της ανεργίας. Το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών έχει διευρυνθεί σε ορισμένες χώρες, με τα οφέλη της οικονομικής ανάπτυξης να διαχέονται δυσανάλογα μεταξύ των ομάδων υψηλού εισοδήματος και των νοικοκυριών με χαμηλό εισόδημα. Σύμφωνα με το CreditSuisseResearchInstitute, το 1% του παγκόσμιου πληθυσμού κατέχει περίπου το 50% του παγκόσμιου πλούτου. Η μακροχρόνια ανεργία και οι μικροί ρυθμοί ανόδου των μισθών, κατά τη  δεκαετία που ακολούθησε την οικονομική κρίση του 2008, επηρέασαν καταλυτικά την οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών χαμηλού εισοδήματος.

Η εισοδηματική ανισότητα, ωστόσο, δεν βρίσκεται σε αυξητική τάση σε όλες τις χώρες. Όπως υποδεικνύουν τα διαθέσιμα στοιχεία, τα τελευταία 25 χρόνια, η ανισότητα έχει αυξηθεί σε πολλές χώρες, ενώ έχει υποχωρήσει σε πολλές άλλες. Ερευνητικές μελέτες του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), που έχουν πραγματοποιηθεί σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, αποκαλύπτουν τις μεγάλες ετερογένειες που υπάρχουν σε παγκόσμιο επίπεδο, τόσο μεταξύ χωρών, όσο και γεωγραφικών περιοχών. Ωστόσο, αν και η εισοδηματική ανισότητα μεταξύ των χωρών μπορεί να έχει περιοριστεί, εντός των χωρών ενδεχομένως να έχει διευρυνθεί.

Ειδικότερα, η έρευνα του ΔΝΤ με τον τίτλο (IMFFiscalMonitor: TacklingInequality,October 2017) διαπιστώνει ότι, σε παγκόσμιο επίπεδο, η εισοδηματική ανισότητα μειώθηκε τα τελευταία χρόνια, καθώς ο δείκτης Gini (ακολουθεί επεξήγηση), ο οποίος αποτελεί ένα στατιστικό μέτρο κατανομής του εισοδήματος, υποχώρησε, από 68 το 1988, σε 62 το 2013, αντανακλώντας τη σχετικά ισχυρή ανάπτυξη πολλών αναδυόμενων και αναπτυσσόμενων οικονομιών, ιδίως της Κίνας και της Ινδίας. Ωστόσο, η εισοδηματική ανισότητα εμφανίζει ανοδική τάση, κυρίως στις προηγμένες οικονομίες, εγείροντας κοινωνικές και πολιτικές εντάσεις.

 
Πώς μετράται η εισοδηματική ανισότητα;                                                      Σε πρώτο στάδιο θα πρέπει να οριστεί η έννοια του εισοδήματος. Το εισόδημα ορίζεται ως το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, σε ένα συγκεκριμένο έτος, ενώ, σε επίπεδο νοικοκυριού, υπολογίζεται προσθέτοντας το εισόδημα όλων των μελών του νοικοκυριού, σταθμισμένο ως προς τον αριθμό των μελών του και την ηλικία τους. Ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) χρησιμοποιεί μια κλίμακα ισοδυναμίας στην οποία ο επικεφαλής του νοικοκυριού σταθμίζεται με 1, ενώ κάθε επιπλέον ενήλικας με 0,5 και κάθε παιδί με 0,3.

Η εισοδηματική ανισότητα μεταξύ των ατόμων αποτυπώνεται με διάφορους δείκτες που μετρούν την απόκλιση από το μέσο όρο. Ωστόσο, επειδή οι δείκτες σταθμίζουν διαφορετικά τις αποκλίσεις, αυτό σημαίνει ότι η μέτρηση της ανισότητας είναι υποκειμενική, αφού η επιλογή του δείκτη είναι αυθαίρετη. Οι περισσότερο δημοφιλείς δείκτες μέτρησης είναι οι εξής:

-Ο συντελεστής Gini, ο οποίος βασίζεται στη σύγκριση της εισοδηματικής κατάστασης κάθε νοικοκυριού με την αντίστοιχη όλων των άλλων. Ο βασικός λόγος για τη χρήση του δείκτη Gini σχετίζεται με το ευρύ φάσμα χωρών για τις οποίες είναι διαθέσιμος. Ο δείκτης κυμαίνεται μεταξύ 0, στην περίπτωση της τέλειας ισότητας και 100, στην περίπτωση της τέλειας ανισότητας.

-Ο λόγος S80/S20, ο οποίος μετρά το ετήσιο εισόδημα του 20% των πλουσιότερων νοικοκυριών σε σχέση με το 20% του πληθυσμού με το χαμηλότερο εισόδημα. Ένας υψηλός δείκτης S80/S20 ισοδυναμεί με μεγάλη εισοδηματική ανισότητα, ενώ ένας χαμηλός με μικρότερη ανισότητα.

-Ο δείκτης Palma, ο οποίος μετρά το μερίδιο των εισοδημάτων που εισπράττει το 10% του πληθυσμού, με το υψηλότερο διαθέσιμο εισόδημα, σε σχέση με το μερίδιο των εισοδημάτων που εισπράττει το 40% του πληθυσμού, με το χαμηλότερο διαθέσιμο εισόδημα.

 
Η εισοδηματική ανισότητα στις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ένωση 

Τα εισοδήματα στις ΗΠΑ αυξήθηκαν με ταχύτερο ρυθμό, έναντι των αντιστοίχων στην Ευρώπη, τα τελευταία 40 χρόνια. Ειδικότερα, το διάστημα 1980-2017, το μέσο εθνικό εισόδημα ανά ενήλικα αυξήθηκε κατά 65% στις ΗΠΑ, έναντι 51% στην Ευρώπη αντικατοπτρίζοντας σε ένα βαθμό την αδυναμία της ΕΕ να εφαρμόσει ένα οικονομικό σχέδιο μετά την κρίση του 2008.

Ωστόσο, οι μέσοι ρυθμοί αύξησης του εισοδήματος αποκρύπτουν το μέγεθος της εισοδηματικής ανισότητας που επικρατεί τόσο στις Ηνωμένες Πολιτείες, όσο και στην ΕΕ. Θα πρέπει να αναφερθεί ότι οι διαφορές των συστημάτων φορολόγησης στις ΗΠΑ και την Ευρώπη δεν τροποποιούν σημαντικά τη συνολική εικόνα. Οι οικονομολόγοι αποδίδουν συχνά τις αποκλίνουσες τάσεις της εισοδηματικής ανισότητας στις τεχνολογικές αλλαγές και στην ανάπτυξη του διεθνούς εμπορίου, παρά το γεγονός ότι τόσο οι ΗΠΑ, όσο και η Ευρώπη αντιμετώπισαν παρόμοια τεχνολογικά προβλήματα και ήταν εξίσου ευάλωτες στον ανταγωνισμό των αναπτυσσόμενων χωρών.

 
Μπορεί να αντιμετωπιστεί η εισοδηματική ανισότητα; 

Η αυξανόμενη εισοδηματική ανισότητα δεν είναι απλώς ένα αναπόφευκτο αποτέλεσμα των οικονομικών δυνάμεων. Η υιοθέτηση συγκεκριμένων πολιτικών, σε επίπεδο χωρών, μπορεί να συμβάλει στην τροποποίηση της υφιστάμενης κατάστασης και να διαδραματίσει ένα σημαντικό ρόλο στη διανομή του εισοδήματος. Η ανάδειξη των εισοδηματικών διαφορών μεταξύ χωρών αποτελεί το πρώτο σημαντικό βήμα για να κατανοήσουμε τον τρόπο με τον οποίο μπορούν να περιοριστούν οι ανισότητες. Όπως αποδεικνύεται από τις πρακτικές που υιοθέτησαν διεθνείς φορείς (ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα) στο παρελθόν, υπάρχουν τα κατάλληλα εργαλεία για την αντιμετώπιση των συγκεκριμένων προβλημάτων, ωστόσο, αποτελεί βασική προϋπόθεση η επιθυμία για την επίλυσή τους.

Θα πρέπει να επισημανθεί ότι οι έρευνες που έρχονται στη δημοσιότητα για την εισοδηματική ανισότητα, σε τακτά χρονικά διαστήματα, αφορούν ένα ετερογενές μίγμα μεθοδολογιών και σχετίζονται άλλοτε με το εισόδημα και άλλοτε με την κατανάλωση των νοικοκυριών. Έχει παρατηρηθεί ότι τα εισοδήματα διανέμονται περισσότερο άνισα βάσει των καταναλωτικών δαπανών και κατά συνέπεια οι εκτιμήσεις του δείκτη Gini δεν είναι απολύτως συγκρίσιμες. Για παράδειγμα, οι χώρες της Λατινικής Αμερικής και της Καραϊβικής χρησιμοποιούν περισσότερο τις έρευνες που σχετίζονται με το εισόδημα, ενώ στις χώρες της υποσαχάριας Αφρικής οι έρευνες εστιάζουν στην κατανάλωση.

Ενδεχομένως, χρονικά, να είναι η κατάλληλη στιγμή για να ενισχυθεί η παγκόσμια συνεργασία για την αντιμετώπιση της εισοδηματικής ανισότητας. Οπως επισήμανε η επικεφαλής του ΔΝΤ σε πρόσφατη ομιλία της στο Peterson Institute (The Financial Sector in the 2020s: Building a More Inclusive System in the New Decade) η κοινή δράση, μπορεί να αποτρέψει την επανάληψη των λαθών της δεκαετίας του 1920. Οι διαμορφωτές των εθνικών πολιτικών θα πρέπει να στοχεύσουν, ώστε η αναδιανομή του πλούτου να επιφέρει τις προϋποθέσεις εκείνες που θα επιτρέψουν μία μελλοντικά ισορροπημένη κατανομή του εισοδήματος. Οι πολιτικές που αφορούν τις κοινωνικές δαπάνες είναι σημαντικές στην άμβλυνση της εισοδηματικής ανισότητας και των επιζήμιων επιπτώσεών της στην κοινωνική συνοχή. Στην κατεύθυνση αυτή, το ΔΝΤ εκτιμά ότι θα ήταν σκόπιμο να υπάρξουν δράσεις που θα τονώσουν τις επενδύσεις στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης και της εκπαίδευσης, αλλά και στη θεσμοθέτηση κανονισμών στην αγορά εργασίας.

Ειδικότερα, στους τομείς της υγείας, της εκπαίδευσης και των υποδομών προτεραιότητας, το ΔΝΤ εκτιμά ότι οι αναδυόμενες οικονομίες θα χρειασθούν πρόσθετες δαπάνες, οι οποίες θα ανέλθουν περί το 4% του ΑΕΠ το 2030, ενώ οι πολιτικές δράσης στην αγορά εργασίας θα αυξήσουν τις δεξιότητες των εργαζομένων, επιδρώντας θετικά στην απασχόληση. Επιπροσθέτως, η επικεφαλής του ΔΝΤ παροτρύνει τις εθνικές κυβερνήσεις να δώσουν έμφαση στην αναδιανομή του πλούτου και στον περιορισμό των ανισοτήτων, μέσω της υιοθέτησης μιας προοδευτικής φορολογίας, στην οποία οι φορολογούμενοι υψηλού εισοδήματος να πληρώνουν μεγαλύτερο ποσοστό του εισοδήματος τους ως φόρο, συγκριτικά με τους φορολογούμενους με χαμηλό εισόδημα. Η αύξηση του φόρου εισοδήματος των πλουσίων θα συμβάλει στην εξάλειψη του αυξανόμενου χάσματος μεταξύ πλουσίων και φτωχών, χωρίς να επηρεάσει την οικονομική ανάπτυξη.

Επισημαίνεται ότι στις ΗΠΑ ο ανώτατος συντελεστής του ομοσπονδιακού φόρου για τα υψηλά εισοδήματα ΗΠΑ μειώθηκε από έναν μέσο όρο 80%, το διάστημα 1950-1980, στο 37%, σήμερα, ενώ ο εταιρικός φορολογικός συντελεστής μειώθηκε, από το 35%, στο 21% το 2017. Σε αντίθεση, οι εταιρικοί φορολογικοί συντελεστές στην Ευρώπη μειώθηκαν, από το μέσο όρο του 50% το 1980, στο 25% σήμερα. Επιπροσθέτως, οι φόροι κατανάλωσης, οι οποίοι επιβαρύνουν αναλογικά περισσότερο τα χαμηλά εισοδήματα, αυξήθηκαν σημαντικά στην Ευρώπη κατά την ίδια περίοδο. Οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές στα μεγάλα εισοδήματα μπορούν να συμβάλουν στον περιορισμό της άνισης συσσώρευσης κεφαλαίου και να καταστήσουν δικαιότερες τις μελλοντικές ροές εισοδήματος. Ας μη λησμονούμε ότι οι διαμαρτυρίες των «κίτρινων γιλέκων» που ξεκίνησαν στη Γαλλία τον περασμένο Νοέμβριο, είχαν ως αφετηρία το αίσθημα της φορολογικής αδικίας.

Πηγή:  Εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων της Διευθύνσεως Οικονομικών Μελετών της Alpha Bank.

Σχετικά Άρθρα