Μιχάλης Μασουράκης : «Το προίκισμα μιας χώρας με φυσικά πλεονεκτήματα δεν μετατρέπεται αυτόματα σε εισόδημα και ευημερία, αν οι κάτοικοι της επαφίενται στον προσπορισμό κάποιας προσόδου χωρίς να νοιάζονται, και να επενδύουν, για το μέλλον»
«Για να αυξηθεί η συμμετοχή του τουρισμού στην οικονομία στα επόμενα χρόνια και να αναδειχθεί ο τουρισμός σε κυρίαρχο στόχο του αναπτυξιακού προτύπου, θα πρέπει αφενός οι τοπικές κοινωνίες να συστρατευθούν στην επιδίωξη, και να εναρμονισθούν με τις ανάγκες, ενός πιο εξωστρεφούς τρόπου οργάνωσης και λειτουργίας της οικονομίας, και αφετέρου το κέντρο να αλλάξει φιλοσοφία παραγωγής και προώθησης του τουριστικού προϊόντος»
• «Για να απογαλακτισθούν οι τοπικές κοινωνίες και να αρχίσουν να βλέπουν τις ευκαιρίες στα προβλήματα και όχι το ανάποδο, θα μπορούσαν να αποκτήσουν το δικαίωμα, εντός κάποιων ορίων, να αποφασίζουν οι ίδιες για το είδος του χωροταξικού σχεδιασμού που θα ήθελαν να εφαρμόσουν.Τέτοιου είδους παρεμβάσεις μπορούν ενδεχομένως να απελευθερώσουν τεράστιες δημιουργικές δυνάμεις και να οδηγήσουν σε ρυθμούς ανάπτυξης που δεν τους έχουμε ούτε καν φαντασθεί
• « Ας δοθεί ένα τέλος στον Μεγάλο Αδελφό που από το κέντρο κινεί τα νήματα και ξέρει τι πρέπει, και τι δεν πρέπει, να κτισθεί στις τοπικές κοινωνίες»
• «Η ανάπτυξη του τουρισμού στην Ελλάδα πρέπει να πάψει να επιδιώκεται αυτοτελώς και ανεξαρτήτως από την υπόλοιπη οικονομία, αλλά να διασυνδεθεί με την προσέλκυση άμεσων επενδύσεων, όχι μόνο στον τουρισμό, αλλά σε όλους τους τομείς όπου υπάρχουν ευκαιρίες»
Παραθέτουμε την σημαντική ομιλία του κ. Μιχάλη Μασουράκη, Ανώτερου Διευθυντή Οικονομικών Μελετών της Alpha Bank, υπό τον τίτλο: «Η ολοκληρωμένη ανάπτυξη του τουρισμού: Η Ελλάδα ως ευρωπαϊκός κόμβος υψηλής ποιότητας διαβίωσης και αναψυχής». H ομιλία πραγματοποιήθηκε σήμερα στην Ηµερίδα του ΙΟΒΕ – KAS με θέμα «Το περιεχόµενο της ανάπτυξης ».
«Για δεκαετίες, εμείς οι Έλληνες αντλούμε πρόσοδο εκμεταλλευόμενοι τον ήλιο, την θάλασσα και την Ακρόπολη, όπως ο Αιγύπτιοι εκμεταλλεύονται τις Πυραμίδες και το κανάλι του Σουέζ, που έτυχε να βρίσκονται εκεί που βρίσκονται.
Ο ορισμός της προσόδου είναι το εισόδημα που προσπορίζεται κάποιος χωρίς να δουλεύει, χωρίς να επενδύει, όπως κάποιος που νοικιάζει τα κτήματα του, ή κάποιος μόνιμος δημόσιος υπάλληλος που βρέξει-χιονίσει θα πληρωθεί στο τέλος του μήνα.
Το προίκισμα μιας χώρας με φυσικά πλεονεκτήματα δεν μετατρέπεται αυτόματα σε εισόδημα και ευημερία, αν οι κάτοικοι της επαφίενται στον προσπορισμό κάποιας προσόδου χωρίς να νοιάζονται, και να επενδύουν, για το μέλλον.
Πολλές φορές δε η ενασχόληση μόνον με τον «εύκολο» τουρισμό αποτελεί φραγμό για την ανάπτυξη άλλων σημαντικών κλάδων.
Το ότι δεν έχει εκβιομηχανισθεί η χώρα δεν είναι τυχαίο.
΄Ισως έχει έρθει, λοιπόν, η ώρα να μετατρέψουμε το μεγάλο πλεονέκτημα που έχουμε σε πραγματική πηγή ανάπτυξης, ειδικά σήμερα που αναζητούμε τρόπο για την έξοδο της χώρας από την μεγαλύτερη οικονομική κρίση της ιστορίας μας.
Ο τουρισμός μπορεί κάλλιστα να αναδειχθεί σε κλάδο στρατηγικής σημασίας και να παίξει τον ρόλο της ατμομηχανής που οδηγεί το τρένο της εθνικής οικονομίας προς τα εμπρός.
Κάτι που δεν έγινε στην δεκαετία του 2000.
Ενδεικτικά αναφέρεται ότι το 2000 κατεγράφησαν €10 δισ. εισπράξεις στο ταξιδιωτικό ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών και 13 εκατ. αφίξεις μη κατοίκων (€769 ανά κεφαλή).
Το 2010 είχαμε €9,6 δισ. εισπράξεις και 15 εκατ. αφίξεις.
Οι εισπράξεις έφτασαν στο ανώτατο σημείο (€11,6 δισ.) το 2006 και οι αφίξεις (19 εκατ.) το 2007.
Το 2012 εκτιμάται ότι οι εισπράξεις θα ανέλθουν σε €10,3 δισ. και οι αφίξεις σε 16,1 εκατ. (€640 ανά κεφαλή).
Είναι, λοιπόν, προφανές ότι σε μια από τις πιο δυναμικές δεκαετίες της παγκόσμιας οικονομίας, ο τουρισμός ως κλάδος της ελληνικής οικονομίας χαρακτηρίσθηκε από σχετική στασιμότητα.
Οι προσπάθειες των αρχών τουριστικής πολιτικής δυστυχώς περιορίσθηκαν κυρίως στην διαχείριση διαφημιστικών κονδυλίων στον χώρο του τουρισμού, αν και έγιναν και διάφορες παρεμβάσεις στο θεσμικό πλαίσιο, περιορισμένης όμως επίπτωσης στην ανάπτυξη των δυνατοτήτων μεγέθυνσης του τουριστικού προϊόντος από την πλευρά της προσφοράς.
Η βαριά βιομηχανία της Ελλάδος αποδεικνύεται ότι είναι όχι μόνο βαριά, αλλά και δυσκίνητη, χωρίς δυναμισμό και καινοτομία.
Η επανατοποθέτηση, λοιπόν, του τουριστικού προϊόντος της χώρας σε νέα, και καθοριστική για την ανάπτυξη βάση, δεν συμβαδίζει με δράσεις οριακού χαρακτήρα που αυξάνουν την προστιθέμενη αξία στον τουρισμό grosso modo με τους ίδιους ρυθμούς που επεκτείνεται η υπόλοιπη οικονομία.
Η άμεση και έμμεση επίδραση του τουρισμού στην οικονομία, μετά την έξοδο από την κρίση, μπορεί να επανέλθει στο 17% του ΑΕΠ που ήταν το 2000, από 15% του ΑΕΠ που είναι περίπου σήμερα.
Αυτό δεν είναι, όμως, αρκετό.
Για να αυξηθεί η συμμετοχή του τουρισμού στην οικονομία στα επόμενα χρόνια και να αναδειχθεί ο τουρισμός σε κυρίαρχο στόχο του αναπτυξιακού προτύπου, θα πρέπει αφενός οι τοπικές κοινωνίες να συστρατευθούν στην επιδίωξη, και να εναρμονισθούν με τις ανάγκες, ενός πιο εξωστρεφούς τρόπου οργάνωσης και λειτουργίας της οικονομίας, και αφετέρου το κέντρο να αλλάξει φιλοσοφία παραγωγής και προώθησης του τουριστικού προϊόντος.
΄Εχουμε στα χέρια μας την ανεπανάληπτη ευκαιρία, που παραμένει εν πολλοίς ανεκμετάλλευτη, να αξιοποιήσουμε την γεωγραφική μας θέση και να γίνουμε μια ισχυρή και ευημερούσα οικονομία.
Υπάρχουν, όμως, πολλοί, στις τοπικές κυρίως κοινωνίες, που, φοβούμενοι τον ανταγωνισμό και το μέλλον, επιλέγουν πεισματικά την ασφάλεια της συνήθειας και της ακινησίας, και των δοκιμασμένων, αλλά χαμηλής αποτελεσματικότητας, λύσεων.
Εξασφαλίζουν, έτσι, την διατήρηση του status quo για τους εαυτούς τους, καταδικάζουν, όμως, την Ελλάδα στην στασιμότητα.
Με το να επιλέγουμε να μην γίνουν επενδύσεις π.χ. για να βαθύνει το λιμάνι και να μπορεί να δέχεται κρουαζιερόπλοια (γιατί οι επισκέπτες θα τρώνε μέσα στο πλοίο και όχι στα ξενοδοχεία και τα μαγαζιά της παραλίας), με το να μην επιτρέπουμε να γίνουν έργα σε νέες περιοχές που έχουν προοπτικές ανάπτυξης (γιατί θα μειωθεί η τουριστική κίνηση στις αναπτυγμένες περιοχές), με το να μην αφήνουμε να φτιαχτεί δρόμος, ανεξαρτήτως φόρτου κίνησης, που να περνάει έξω από την πόλη, (για να αγοράζει κάτι όποιος σταματάει περνώντας από εκεί), κ.ο.κ., με όλους αυτούς τους τρόπους κρατάμε πίσω την ανάπτυξη.
Με λίγα λόγια, με το να προστατεύουμε τις προσόδους που απολαμβάνουμε χωρίς να μπορούμε να δούμε τους εαυτούς μας στο κάδρο μιας διευρυμένης ευημερίας στο μέλλον, στην ουσία οδηγούμε τα παιδιά μας και τις επόμενες γενιές σε περιθωριοποίηση, σε έναν κόσμο που συνεχώς μικραίνει και συμπιέζει τις ευκαιρίες των κλειστών κοινωνιών.
Για να μπουν, όμως, στην άκρη τα μικροσυμφέροντα και οι παγιωμένες καταστάσεις και αντιλήψεις, θα πρέπει να πεισθούν όσοι ορθώνουν εμπόδια στον ανταγωνισμό, ότι θα έχουν συμμετοχή στις μελλοντικές αποδόσεις από την αλλαγή του αναπτυξιακού προτύπου, και ότι το τυχόν βραχυπρόθεσμο κόστος προσαρμογής θα αντισταθμισθεί γρήγορα από το μεσομακροπρόθεσμο όφελος της απογείωσης της αναπτυξιακής διαδικασίας.
Λόγω της υπέρμετρης εξάρτησης των τοπικών κοινωνιών από το κέντρο, υπάρχει σήμερα μια διάσπαρτη καχυποψία απέναντι σε τυχόν αποφάσεις του κέντρου που ανατρέπουν τον παραδοσιακό τρόπο λειτουργίας της οικονομίας στο τοπικό επίπεδο.
Για να απογαλακτισθούν, λοιπόν, οι τοπικές κοινωνίες και να αρχίσουν να βλέπουν τις ευκαιρίες στα προβλήματα και όχι το ανάποδο, θα μπορούσαν να αποκτήσουν το δικαίωμα, εντός κάποιων ορίων, να αποφασίζουν οι ίδιες για το είδος του χωροταξικού σχεδιασμού που θα ήθελαν να εφαρμόσουν.
Ας αναλάβουν την ευθύνη για το περιβάλλον στο οποίο θέλουν να ζήσουν και το είδος των οικιστικών και επιχειρηματικών μονάδων που θέλουν να προσελκύσουν στην περιοχή τους.
Ας δοθεί ένα τέλος στον Μεγάλο Αδελφό που από το κέντρο κινεί τα νήματα και ξέρει τι πρέπει, και τι δεν πρέπει, να κτισθεί στις τοπικές κοινωνίες.
Εάν επιλέξουν την στασιμότητα, θα δουν γειτονικές περιοχές να αναπτύσσονται και να προοδεύουν.
Είμαι σίγουρος, λοιπόν, ότι αργά ή γρήγορα θα μπουν όλοι στο ίδιο καράβι των αλλαγών και της προόδου.
Τέτοιου είδους παρεμβάσεις μπορούν ενδεχομένως να απελευθερώσουν τεράστιες δημιουργικές δυνάμεις και να οδηγήσουν σε ρυθμούς ανάπτυξης που δεν τους έχουμε ούτε καν φαντασθεί.
Παραδοσιακά, στην Ελλάδα εστιάζαμε πάντοτε στην προώθηση του τουριστικού μας προϊόντος ως μιας χώρας με ωραίες παραλίες, γαλάζιο ουρανό, καθαρή θάλασσα, φιλόξενους ανθρώπους, αρχαιότητες, κ.λ.π.
Καμία αντίρρηση.
Αλλά είναι σαν να δείχνουμε στον δυνητικό αγοραστή το σπίτι μόνο απέξω, και όχι το εσωτερικό του.
Καλός ο ήλιος και η θάλασσα αλλά πρέπει να υπάρχουν και υποδομές.
Πέραν του κλίματος και της γεωγραφικής θέσης -που τα βρήκαμε, δεν τα φτιάξαμε- πρέπει να υπάρχει και κάτι πιο ουσιαστικό να προσφερθεί που να δελεάζει τον επισκέπτη και να ανταποκρίνεται, με όσο το δυνατόν πιο άρτιο και δημιουργικό τρόπο, στις πολύπλευρες και ιδιαίτερες ανάγκες του για αναψυχή, με την ευρεία έννοια του όρου.
Η Ελλάδα πάνω απ΄όλα θα μπορούσε να γίνει προορισμός υψηλής ζήτησης για την ποιότητα ζωής, διασκέδασης, διαμονής και επαγγελματικής εγκατάστασης, έτσι ώστε να προσελκύσει πρωτίστως ανθρώπους υψηλού εισοδηματικού επιπέδου, επιχειρηματίες, καλλιτέχνες, επιστήμονες, αθλητές κ.ο.κ.
Ίσως έχει έρθει , λοιπόν, η ώρα να κάνουμε την Ελλάδα τον πρώτο τουριστικό προορισμό προτίμησης στην Ευρώπη και τη Μεσόγειο.
Στο πλαίσιο αυτό, η Ελλάδα μπορεί να γίνει όλο τον χρόνο πόλος έλξης ευκατάστατων Ευρωπαίων, αλλά και άλλων κατοίκων της ευρύτερης περιοχής, ως τόπος υψηλού επιπέδου διαβίωσης, μόρφωσης, ψυχαγωγίας, διασκέδασης και αναψυχής.
Είναι απαραίτητο, βεβαίως, να δημιουργηθούν οι υποδομές αεροδρομίων και λιμανιών για να υποδέχονται τα αεροπλάνα των μεγάλων αεροπορικών εταιριών και τα κρουαζιερόπλοια, καθώς και τα υδροπλάνα, τα ιδιωτικά jets και τα σκάφη αναψυχής.
Είναι εξίσου αναγκαίο να βελτιωθούν όλες οι υποδομές παροχής υπηρεσιών συγκοινωνιών, μεταφορών, επικοινωνιών, υγείας, εκπαίδευσης, μεταφορών, άθλησης, πολιτισμικής επικοινωνίας, και διασκέδασης, και να μπορούν ανεμπόδιστα και με ασφάλεια νόμου να κτίζονται και να πωλούνται κατοικίες.
Θα μπορούσαν, τέλος, να οριοθετηθούν χωροταξικά και να πολεοδομηθούν περιοχές κοντά σε αστικά κέντρα, για την εγκατάσταση εταιριών υψηλής τεχνολογίας ή παροχής χρηματοπιστωτικών και άλλων υπηρεσιών, μαζί με πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα, κ.ο.κ.
΄Ολες αυτές οι υποδομές μπορούν να γίνουν είτε με συμπράξεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα είτε αμιγώς από τον ιδιωτικό τομέα, στον βαθμό, βέβαια, που συνδέονται με επενδυτικά σχέδια ευρύτερης εμβέλειας, όπως πάρκα θεματικού τουρισμού, ξενοδοχειακά συγκροτήματα, θέρετρα, τεχνολογικά πάρκα, αστικές και βιομηχανικές αναπτύξεις, κ.ο.κ.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, για να γίνουν επενδύσεις στον τουρισμό στην δύσκολη οικονομική συγκυρία στην οποία βρισκόμαστε, θα πρέπει να αποδομηθεί το περιοριστικό πλαίσιο που επιβάλλει το εθνικό χωροταξικό σχέδιο για τον τουρισμό, σε συνδυασμό με τις ισχύουσες πολεοδομικές ρυθμίσεις.
Είναι πολυτέλεια, αν όχι πρόκληση, στην σημερινή εικόνα κατάρρευσης της οικονομικής δραστηριότητας και της κοινωνικής συνοχής, να τίθενται εμπόδια στις επενδύσεις, πολλές φορές καθαρά για λόγους προστασίας κατεστημένων συμφερόντων.
Η πολιτεία δεν είναι δυνατόν να παίζει τον ρόλο διαχειριστή, προσπαθώντας να εξισορροπεί τα διάφορα οικονομικά συμφέροντα μεταξύ τοπικών τουριστικών και εργολαβικών επιχειρήσεων από την μια μεριά, και μεγάλων ελληνικών ή ξένων κατασκευαστικών ή ξενοδοχειακών ομίλων από την άλλη. διότι αυτή η ατέρμονη διαπάλη συμφερόντων περί του τι θα κτισθεί, πως και που, όπως αποτυπώνεται τελικά στα χωροταξικά και πολεοδομικά σχέδια, καταλήγει να παράγει ελάχιστη προστιθέμενη αξία στην διαμόρφωση του τουριστικού προϊόντος.
Για την αναμόρφωση, λοιπόν, εκ βάθρων του καθοριστικού για την ανάπτυξη του τουρισμού θεσμικού πλαισίου πρέπει πρώτα να ληφθεί η αμετάκλητη απόφαση ότι ο τουρισμός είναι βιομηχανία εθνικής σημασίας, και ως εκ τούτου, τομέας εθνικής αναπτυξιακής στρατηγικής, και όχι διαχείρισης τοπικών μικροσυμφερόντων.
Στο πλαίσιο αυτό, η όποια στήριξη του τουρισμού με επενδυτικά κίνητρα δεν θα πρέπει να αναπαράγει τις δομές ενός προϊόντος που είναι εξαρτώμενο από τον οργανωμένο μαζικό τουρισμό, δηλαδή χαμηλές εισπράξεις, υψηλή εποχικότητα και γεωγραφική συγκέντρωση.
Πέραν, όμως, τούτου, αυτό που πλέον προβάλλει ως επιτακτική ανάγκη διαφοροποίησης είναι η προσέλκυση μεγάλων ελληνικών ή ξένων κεφαλαίων, που θα κάνουν επενδύσεις με ευέλικτο τρόπο, συνδιαμορφώνοντας την επένδυση μαζί με φιλικές προς την επιχειρηματικότητα κρατικές αρχές, χωρίς να αποθαρρύνονται από το ασφυκτικό και πολλές φορές απαγορευτικό, θεσμικό πλαίσιο.
Η αποχώρηση, εν προκειμένω, του Κατάρ από τον διαγωνισμό του Ελληνικού θα πρέπει να μας προβληματίσει.
Απ΄ότι πληροφορίες είδαν το φως της δημοσιότητας, ο ξένος επενδυτής ζητούσε μειωμένους φορολογικούς συντελεστές, μεγαλύτερο συντελεστή δόμησης, και αλλαγές στους όρους χρήσης ώστε να ενισχυθεί η απόδοση της επένδυσης (να μεταφερθούν στον χώρο μακροχρόνιοι εκμισθωτές των κτηρίων όπως π.χ. υπουργεία, να υπάρχει η δυνατότητα πώλησης μέχρι και του 100% της δομημένης επιφάνειας και όχι μόνο το 30% που θα κτισθεί με κατοικίες).
Τέτοιου είδους, ενδεχομένως παράλογες, απαιτήσεις είναι ενδεικτικές της εντύπωσης που έχουν σχηματίσει οι επενδυτές για την Ελλάδα, που, σε τελευταία ανάλυση, να μην είναι και τόσο αδικαιολόγητη, ιδίως εάν αναλογισθούμε το έλλειμμα ασφάλειας νόμου που υπάρχει στην Ελλάδα, όταν τα φορολογικά και τα πολεοδομικά δεδομένα αλλάζουν χωρίς προειδοποίηση και κατά το δοκούν, και με τέτοια μεγάλη συχνότητα που επηρεάζουν αρνητικά την όποια επιχειρηματική εμπιστοσύνη μπορεί να διαθέτει ο κάθε καλοπροαίρετος επενδυτής.
Προτάσεις που βλέπουν το φως της δημοσιότητας για επικείμενες ρυθμίσεις είτε στο χωροταξικό σχέδιο του τουρισμού είτε στο πλαίσιο αναπτυξιακών κινήτρων, είναι ενδεικτικές των φιλότιμων, αλλά μάλλον ατελέσφορων εκ των πραγμάτων, προσπαθειών που καταβάλλονται για να αντιμετωπισθεί η τρέχουσα δυσπραγία στην επίτευξη αποτελέσματος.
Στον μεν υπό διαμόρφωση αναπτυξιακό νόμο φαίνεται ότι θα δοθούν κίνητρα για επενδύσεις ειδικής τουριστικής υποδομής (όπως συνεδριακά κέντρα, κέντρα θαλασσοθεραπείας, κέντρα αποκατάστασης και εν γένει εγκαταστάσεις τουρισμού υγείας, θεματικά πάρκα, τουριστικοί λιμένες σκαφών αναψυχής, γήπεδα γκολφ, ιαματικές πηγές, χιονοδρομικά κέντρα, κέντρα αθλητικού τουρισμού, αυτοκινητοδρόμια, κ.λ.π.).
Στο δε υπό διαμόρφωση ειδικό χωροταξικό πλαίσιο τουρισμού, φαίνεται ότι προωθείται η δυνατότητα δημιουργίας οργανωμένων υποδοχέων τουριστικών δραστηριοτήτων και συνθέτων τουριστικών καταλυμάτων, με διαφοροποιημένες ρυθμίσεις ανά συγκεκριμένο χώρο τουριστικής ανάπτυξης, όπως αναπτυγμένες ή αναπτυσσόμενες περιοχές, περιοχές με περιθώρια ανάπτυξης ειδικού και εναλλακτικού τουρισμού, ορεινές περιοχές και νησιά.
Προωθείται, επίσης, η ανάπτυξη του θαλάσσιου τουρισμού.
Ειδικά, για τα νησιά άνω των 90τ.χλμ. αναμένεται ότι θα επιτρέπονται οργανωμένοι υποδοχείς και σύνθετα καταλύματα με ανώτατο συντελεστή δόμησης 0,05 ενώ ενδεχομένως να καταργηθούν περιορισμοί ως προς την ανώτατη έκταση που μπορούν να καταλάβουν τέτοιες αναπτύξεις σε ένα νησί.
Παράλληλα, για την ενίσχυση της βιωσιμότητας των σύνθετων τουριστικών καταλυμάτων που διαθέτουν γκολφ, αναμένεται να αυξηθεί το ποσοστό των κατοικιών προς πώληση ή εκμίσθωση σε 60% αν ο συντελεστής δόμησης είναι 0,10 και σε 75% εάν ο συντελεστής δόμησης είναι 0,05.
Προβλέπεται, επίσης, η δυνατότητα εγκατάστασης ξενοδοχείων συνιδιοκτησίας (Condo Hotels), όπου η χρήση ιδιωτικών κατοικιών ή διαμερισμάτων ενταγμένων στο ξενοδοχειακό κατάλυμα, θα παραχωρούνται προς ξενοδοχειακή χρήση για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.
Τέλος, δημιουργείται και πλαίσιο για την ενοικίαση τουριστικών επαύλεων.
Όλα αυτά είναι προς την σωστή κατεύθυνση δημιουργίας μεγαλυτέρων τουριστικών εκμεταλλεύσεων.
Αλλά και πάλι έχω την αίσθηση ότι απαιτείται αλλαγή φιλοσοφίας και πλεύσης, πέραν των όποιων αλλαγών επιχειρούνται στο θεσμικό πλαίσιο.
Για παράδειγμα, η ισχύουσα πολεοδομική ρύθμιση για την ελάχιστη απόσταση των 100 μέτρων του ξενοδοχειακού καταλύματος από τον αιγιαλό, σε μια χώρα που διαθέτει 19.000 χλμ. ακτογραμμής, συνιστά μια τεράστια σπατάλη πόρων και ευκαιριών, που η χώρα δεν έχει δυστυχώς την πολυτέλεια να χαραμίζει.
Πρέπει, συνεπώς, να κάνουμε ένα βήμα παραπέρα και να ανοίξουμε τον τομέα του τουρισμού στον διεθνή ανταγωνισμό, αν θέλουμε να ανταγωνιστούμε επί ίσοις όροις τους μεγάλους τουριστικούς προορισμούς.
Μόνον, έτσι, θα δοθεί η ευκαιρία και στις εγκατεστημένες επιχειρήσεις να αναπτυχθούν δυναμικά και να διαπρέψουν σε ένα μεγαλύτερο και πιοκερδοφόρο παιχνίδι, που θα περιλαμβάνει και τα μεγάλα ονόματα του κλάδου διεθνώς.
Στο πλαίσιο αυτό, η ανάπτυξη του τουρισμού στην Ελλάδα πρέπει να πάψει να επιδιώκεται αυτοτελώς και ανεξαρτήτως από την υπόλοιπη οικονομία, αλλά να διασυνδεθεί με την προσέλκυση άμεσων επενδύσεων, όχι μόνο στον τουρισμό, αλλά σε όλους τους τομείς όπου υπάρχουν ευκαιρίες.
Πρέπει, επίσης, η ανάπτυξη του τουρισμού να επιδιώκεται παραλλήλως και σε αρμονία με τις αποκρατικοποιήσεις, την παραχώρηση δημοσίων υποδομών στον ιδιωτικό τομέα προς εκμετάλλευση και την αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας του δημοσίου τομέα.
Μόνον μια τέτοια ολοκληρωμένη μακροχρόνια στρατηγική για την προσέλκυση επενδύσεων και την ανάπτυξη του τουρισμού, μπορεί να δημιουργήσει μια αλληλοτροφοδοτούμενη αλυσίδα συνεργειών, όπου για παράδειγμα, η εισροή κεφαλαίων στην χώρα για επενδύσεις δημιουργεί υποδομές και ανάπτυξη και βελτιώνει το επίπεδο διαβίωσης, που δημιουργούν με την σειρά τους μεγαλύτερη επισκεψιμότητα όχι μόνο τουριστών αλλά και επαγγελματιών, ακόμη και εν δυνάμει μονίμων κατοίκων, που με την σειρά του δρα ως μαγνήτης και την προσέλκυση νέων επενδύσεων και επαγγγελματικών εξειδικεύσεων καθώς μεγαλώνει η αγορά και αυξάνει το επίπεδο ευημερίας κ.ο.κ..
Οι συνέργειες είναι, επίσης, μεγάλες μεταξύ της υποδομής μεταφορών -και ιδίως της ανάπτυξης των λιμανιών και των αεροδρομίων- ώστε η Ελλάδα να γίνει κόμβος διαμετακομιστικού εμπορίου και, από την άλλη μεριά, της υποδομής συγκοινωνιών που χρειάζεται η τουριστική βιομηχανία για να απογειωθεί.
Ειδικότερα για την προσέλκυση προσώπων, η άδεια παραμονής θα πρέπει να χορηγείται σε όσους αποκτούν μόνιμη κατοικία ή κάνουν επενδύσεις στην Ελλάδα.
Το ίδιο θα πρέπει να προβλέπεται για όσους επιθυμούν να εγκατασταθούν στηνΕλλάδα στο πλαίσιο μιας ευέλικτης και έξυπνης μεταναστευτικής πολιτικής που αξιοποιεί τις ευκαιρίες να εμπλουτισθεί η αγορά με νέες εξειδικεύσεις που έχουν σημαντική προστιθέμενη αξία και βελτιώνουν την αναπτυξιακή δυναμικότητα της χώρας.
Για την προσέλκυση κεφαλαίων και ανθρώπων στην Ελλάδα, η εικόνα της χώρας στο εξωτερικό θα μπορούσε ενδεχομένως να ενισχυθεί από landmark developments, την κατασκευή δηλαδή κτιριακών εγκαταστάσεων αναφοράς, μοναδικού και ιδιόμορφου αρχιτεκτονικού ρυθμού και κάλλους, που να συνδεθούν στο υποσυνείδητο με συγκεκριμένες περιοχές προσδίδοντας τους αίγλη η αναπτυξιακή δυναμική, και που μπορούν να καταστήσουν την χώρα γνωστή παγκοσμίως.
Τέτοιες είναι, για παράδειγμα, το Μουσείο Guggenheim στο Bilbao της Ισπανίας ή το ξενοδοχείο 7 αστέρων Burj Al Arab Hotel στην μορφή ιστιοφόρου στο Dubai.
Βεβαίως, και εδώ χρειάζεται πολεοδομική ευελιξία.
΄Εχω την αίσθηση ότι, πολεοδομικά, είναι αδύνατον, σήμερα τουλάχιστον, να κτισθεί στην Ελλάδα κάτι σαν το μουσείο σύγχρονης τέχνης στο Bilbao!
Χρειαζόμαστε επίσης την καθιέρωση διεξαγωγής υψηλής ποιότητας καλλιτεχνικών φεστιβάλ και αθλητικών αγώνων διεθνούς αναγνωρισιμότητας και κύρους, φεστιβάλ γαστρονομίας και άλλες στοχευμένες below-the-line ενέργειες marketing, όπως αποκαλούνται.
Θα μπορούσαν να διοργανωθούν, για παράδειγμα, Ολυμπιάδες Μουσικής, Θεάτρου και Χορού όπου συμμετέχουν καλλιτεχνικές ομάδες ή άτομα, καθώς και διεθνείς ιστιοπλοϊκούς αγώνες ή αγώνες θαλασσίων σπορ εν γένει (wind surfing, kite surfing κ.λ.π.) σε όλο το πλάτος και μήκος των ελληνικών θαλασσών, από το Ιόνιο στο Αιγαίο, και ενδεχομένως όχι μόνο.
Παράλληλα, μπορούν να οργανωθούν με επιτυχία τουρνουά τένις, γκολφ, ιππικής τέχνης και ιπποδρομιών, αγώνες αυτοκινήτων-μοτοσυκλετών-ποδηλάτων, sky jumping κ.ο,κ., σε ένα περιβάλλον απαράμιλλης φυσικής ομορφιάς, όπως είναι αυτό του ελληνικού τοπίου.
Σε κάθε περίπτωση, αυτό το οποίο θα προσελκύσει το ενδιαφέρον της παγκόσμιας κοινότητας είναι η ποιότητα του ανταγωνισμού και τα χρηματικά ή μη βραβεία σημαντικού ύψους και γοήτρου που θα προσφέρουν οι χορηγοί των αγώνων.
Αρκεί όλα να γίνουν με ιδιωτικούς πόρους, με διαφάνεια διαδικασιών και με στόχο την διαμόρφωση win-win καταστάσεων όλων των εμπλεκομένων συμφερόντων, συμπεριλαμβανομένων των τοπικών κοινωνιών.
Τίποτα απ΄αυτά δεν μπορεί να γίνει από το κράτος ή από αμιγώς δημόσιους πόρους, που ούτως ή άλλως, δεν υπάρχουν.
Κάποτε στον αρχαίο κόσμο, η Δήλος ήταν πόλος έλξης των εμπόρων που με τα πλοία τους διέσχιζαν όλη την Μεσόγειο και σταματούσαν στην Δήλο όχι μόνο για δουλειές, αλλά και για……τουρισμό.
Εντευκτήρια, εμπορικά επιμελητήρια, αγορές, θέατρα, ξενοδοχεία, ιππόδρομος, όλα υπήρχαν στην Δήλο.
Υποθέτω ανάλογες καταστάσεις θεματικού, θα έλεγε κανείς σήμερα, τουρισμού είχαν διαμορφωθεί στην Επίδαυρο, στην Ολυμπία, στην Κω κ.λ.π.
Δεν μας εμποδίζει τίποτε, εκτός από τους κακούς εαυτούς μας εννοείται, να αναβιώσουμε την αρχαία αυτή παράδοση τουρισμού σε μια σύγχρονη εκδοχή όπου το πεδίο δράσης είναι οι πανέμορφες θάλασσες και τα νησιά μας, καθώς και τα βουνά και τα ηπειρωτικά μας εδάφη, και οι εκλεκτοί προσκεκλημένοι είναι όσοι θέλουν, και μπορούν οικονομικά, να κάνουν την Ελλάδα, μια από τις φυσικά πιο προικισμένες και πολιτισμικά πιο φορτισμένες περιοχές του κόσμου, το τόπο διαμονής που ζουν, μορφώνονται, δουλεύουν και διασκεδάζουν.
Το γεγονός δε ότι η Ελλάδα είναι σήμερα σε διαδικασία μετασχηματισμού σε μια δυναμική και οικονομικά σταθερή οικονομία μπορεί να γίνει το δέλεαρ για την προσέλκυση του ενδιαφέροντος των ντόπιων και ξένων επενδυτών, στο πλαίσιο και του επαναπροσδιορισμού του αναπτυξιακού προτύπου στον τομέα του τουρισμού.
Και ας μην ξεχνάμε ότι τεράστια κεφάλαια προερχόμενα από την ελληνική ναυτιλία θα μπορούσαν να κινητοποιηθούν για επενδύσεις στην νέα Ελλάδα.
Ας αξιοποιήσουμε, λοιπόν, το οικοπεδάκι που μας παραχώρησε ο Δημιουργός όταν έφτιαχνε τον κόσμο που, σύμφωνα με μια πολύ ωραία ιστορία αυτοθαυμασμού, ενώ το είχε κρατήσει για τα γεράματα του, ο Δημιουργός τελικά πείσθηκε να μας το δώσει, όταν εμείς οι ΄Ελληνες φτάσαμε στην μοιρασιά του κόσμου την τελευταία στιγμή (γιατί άραγε;), και παρακαλούσαμε να μας δοθεί ένα τόπος για να τον κάνουμε δικό μας, όπως όλοι οι άλλοι.
Και, ας ξαναδούμε το marketing της Ελλάδος ως τουριστικού προορισμού.
Με την προϋπόθεση ότι ξεκινάμε να προωθούμε την Ελλάδα ως πρωτεύοντα τόπο αναψυχής, περιστασιακής ή μόνιμης διαμονής, εγκατάστασης νέων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων και προσέλκυσης νέων επαγγελματικών εξειδικεύσεων, οι διαφημίσεις θα πρέπει να αναβαθμισθούν με νέα μηνύματα που να αντανακλούν τις νέες αυτές κατευθύνσεις.
Τα flashmobs στο Λονδίνο και τα έξυπνα διαφημιστικά μηνύματα, αν και απαραίτητα, δεν αρκούν, όταν περιορίζονται στις φυσικές καλλονές και στα μνημεία του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού.
Στο πλαίσιο αυτό, το εγχείρημα προβολής της Ελλάδος μέσω του Marketing Greece, μιας νέας προσπάθειας από την πλευρά των τουριστικών και διαφημιστικών επιχειρήσεων σε συνεργασία με τους κρατικούς φορείς του τουρισμού, αναμένεται να αναδείξει ποικιλοτρόπως το brand Ελλάδα και να συμβάλει στην προώθηση του ποιοτικού ελληνικού τουριστικού προϊόντος.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, πρέπει πλέον να διαφημίζουμε την Ελλάδα ως προορισμό υψηλής ποιότητας διαβίωσης και αναψυχής, με στόχο τα υψηλά εισοδηματικά στρώματα διεθνώς.»
www.mywaypress.gr