
Η χαμένη τέχνη της βαρεμάρας: Γιατί πρέπει να την ανακτήσουμε στην ψηφιακή εποχή
Σε έναν κόσμο που στροβιλίζεται σε υπερβολική ταχύτητα, όπου η πληροφορία ρέει αδιάκοπα και η άμεση ικανοποίηση είναι το ζητούμενο, έχουμε χάσει κάτι πολύτιμο: την ικανότητα να βαριόμαστε. Αυτή η φαινομενικά αρνητική κατάσταση, η βαρεμάρα, μετατράπηκε από μια παιδική απόλαυση σε έναν φόβο που προσπαθούμε να αποφύγουμε με κάθε τρόπο, συνήθως καταφεύγοντας στις οθόνες μας. Όμως, όπως υποστηρίζει η συγγραφέας του κειμένου “We’re Not Bored Anymore, and We Should Be”, η βαρεμάρα δεν είναι κενό, αλλά ένας λευκός καμβάς για τη δημιουργικότητα, τη σκέψη και την αυτογνωσία.
Η μεταμόρφωση της βαρεμάρας: Από απόλαυση σε φόβο
Η συγγραφέας ανατρέχει στην παιδική της ηλικία στο Λονδίνο, όπου η αναμονή της ανατολής του ήλιου, η παρατήρηση του κόσμου να ζωντανεύει σιγά σιγά, αποτελούσε μια βαθιά προσωπική εμπειρία ηρεμίας και απόλαυσης. Αυτές οι στιγμές απομόνωσης και σιωπής ήταν, για την ίδια, «μεταμορφωτικές», σχεδόν μια «ανταμοιβή». Η βαρεμάρα, μια “επίκτητη γεύση”, ήταν κάτι που απολάμβανε βαθιά. Ωστόσο, η έλευση του smartphone στην ηλικία των δεκατριών ετών σηματοδότησε την εξάτμιση αυτής της «γοητείας» και της «οριακής εμμονής» με τη βαρεμάρα.
Η γενιά της συγγραφέως (Early Gen-Z, γεννημένη το 2000) βρίσκεται στο μεταίχμιο του αναλογικού και του ψηφιακού κόσμου. 8Θυμάται την εποχή που το διαδίκτυο περιοριζόταν σε έναν σταθερό υπολογιστή και οι online εμπειρίες μπορούσαν εύκολα να αφεθούν πίσω με το κλείσιμο της συσκευής. Αντιθέτως, για τη μικρότερη αδερφή της, ο ψηφιακός κόσμος είναι η μόνη πραγματικότητα που έχει γνωρίσει. Αυτή η αναπόφευκτη ενσωμάτωση του διαδικτύου, και ειδικά των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, στη ζωή μας, έχει δημιουργήσει μια νέα πραγματικότητα όπου η αποσύνδεση φαντάζει ατελέσφορη.
Το κόστος της συνεχούς συνδεσιμότητας
Παρά το γεγονός ότι η συγγραφέας διατηρούσε ανέκαθεν μια υγιή σχέση με την ψηφιακή της παρουσία, η πρόσβαση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μέσω εφαρμογών στο τηλέφωνο έχει μετατρέψει τη συσκευή σε μια “προέκταση” του εαυτού της. Αυτό οδήγησε σε μια πρωτόγνωρη νευρικότητα – η σκέψη να μην κρατά το τηλέφωνο ανά πάσα στιγμή προκαλεί άγχος, ακόμη και σωματικά συμπτώματα όπως πόνο στον καρπό από την παρατεταμένη κύλιση. Η συνειδητοποίηση ότι μπορεί να είναι “χρόνια συνδεδεμένη” και να έχει “εθισμό στο τηλέφωνό της” ήταν μια «τρομερή αποκάλυψη».
Η συνεχής διέγερση από τις οθόνες έχει ως αποτέλεσμα τη συρρίκνωση της προσοχής μας. Ξυπνώντας στις 4 π.μ., το πρώτο πράγμα που κάνει η συγγραφέας είναι να πιάσει το τηλέφωνό της, επιβεβαιώνοντας τον φόβο της βαρεμάρας. Η ιδέα του να μείνει να κοιτάζει το ταβάνι, βαριεστημένη, είναι πλέον τρομακτική.
Η “οικολογική βαρεμάρα” και η απώλεια του δέους
Η συγγραφέας αναφέρεται στην έννοια της “οικολογικής βαρεμάρας”, όπου, λόγω του “βομβαρδισμού με αυξανόμενες δόσεις λάμψης, φανταχτερότητας, θορύβου, διασημοτήτων, διαφημίσεων και ενθουσιασμού”, βρίσκουμε τον φυσικό κόσμο “κοινότυπο”. Αυτή η υπερδιέγερση, με τα δεκάλεπτα βίντεο και την ατελείωτη κύλιση σε χιλιάδες σκέψεις άλλων ανθρώπων, μας έχει στερήσει την ικανότητα να νιώθουμε δέος – ένα από τα σημαντικότερα συναισθήματα που μπορούμε να έχουμε.
Η βαρεμάρα, αντί να είναι ένα κενό, είναι ένας “λευκός καμβάς” που μπορεί να οδηγήσει σε κάτι νέο και δημιουργικό. Σε ένα περιβάλλον χωρίς περισπασμούς, μπορούμε να σκεφτούμε σε βάθος, να δημιουργήσουμε πιο ελεύθερα και να διαμορφώσουμε τις δικές μας, καθαρές απόψεις. Ωστόσο, ο εθισμός στην άμεση ικανοποίηση μας έχει κάνει να φοβόμαστε τη σιωπή και τις δικές μας σκέψεις. Αυτό έχει οδηγήσει σε απρόσμενες παρενέργειες, όπως η απροθυμία για περπάτημα και η ήπια παράλυση αποφάσεων.
Η επείγουσα ανάγκη να ξαναμάθουμε να βαριόμαστε
Το να μάθουμε να βαριόμαστε ξανά είναι μια επίπονη διαδικασία “αποτοξίνωσης” από τον εθισμό της αποφυγής της βαρεμάρας με κάθε κόστος. Είναι μια “επώδυνη” προσπάθεια να επαναπρογραμματίσουμε τον εγκέφαλό μας να βλέπει τη βαρεμάρα ως μια θετική ιδιότητα. Το πιο τρομακτικό σενάριο είναι η αυτο-φαρμακευτική αγωγή με «αναλγητικά μέσα» που θα μας καταστήσει ανίκανους να διαμορφώσουμε τις δικές μας απόψεις και να διακρίνουμε τι είναι σημαντικό στη ζωή.
Η τέχνη του να αφήνουμε τα πράγματα να «λιμνάζουν» έχει γίνει αρχαϊκή σε έναν κόσμο που κινείται με «υπερβολική ταχύτητα». Η συγγραφέας παρομοιάζει αυτή την ταχύτητα με την απερίσκεπτη υπέρβαση του ορίου ταχύτητας από μια κοινωνία που περιμένει το αναπόφευκτο «κραχ».
Προτάσεις για την ανάκτηση της βαρεμάρας
Προκειμένου να ανακτήσουμε αυτή τη χαμένη τέχνη, η συγγραφέας προτείνει μια σειρά από δραστηριότητες που μπορούμε να κάνουμε χωρίς να χρησιμοποιούμε το τηλέφωνο ή κάποια ψηφιακή οθόνη:
- Μαγειρέψτε ή ψήστε μια αγαπημένη συνταγή.
- Διαλογιστείτε.
- Γράψτε μερικές σελίδες σε ένα ημερολόγιο.
- Διαβάστε ένα σύντομο βιβλίο.
- Πηγαίνετε μια βόλτα.
- Ζωγραφίστε.
- Καθαρίστε το δωμάτιό σας.
- Μάθετε να πλέκετε ή να κάνετε κροσέ.
- Φτιάξτε κάτι από πηλό που στεγνώνει στον αέρα.
- Γράψτε ένα γράμμα σε κάποιον.
- Κάντε ένα παζλ.
- Πηγαίνετε για τρέξιμο.
- Βάψτε τα νύχια σας.
- Μάθετε origami (διπλώστε έναν χάρτινο γερανό!).
- Γεμίστε ένα βιβλίο ζωγραφικής.
- Πηγαίνετε σε μια λαϊκή αγορά.
- Κάντε scrapbooking.
- Κάντε μπάνιο.
Ή, απλά, επιτρέψτε στον εαυτό σας να βαρεθεί για ένα δευτερόλεπτο.
Σε τελική ανάλυση, η έκκληση της συγγραφέως είναι μια έκκληση για συνειδητή επιβράδυνση. Σε μια εποχή που η άμεση ικανοποίηση κυριαρχεί, η επανεκτίμηση της βαρεμάρας ως καταλύτη για την προσωπική ανάπτυξη και τη δημιουργικότητα είναι πιο αναγκαία από ποτέ. Η βαρεμάρα δεν είναι απλώς η απουσία δραστηριότητας, αλλά μια ευκαιρία για εσωτερική αναζήτηση, για τη διαμόρφωση των δικών μας σκέψεων και για την ανάκτηση της χαμένης μας ικανότητας να νιώθουμε δέος για τον κόσμο γύρω μας. Η πρόκληση είναι να αντισταθούμε στην παρόρμηση να γεμίσουμε κάθε κενό με ψηφιακή διέγερση και να αγκαλιάσουμε εκ νέου την ηρεμία και τη σιωπή που κάποτε μας καθόριζε.
mywaypress.gr – Για προσεκτικούς αναγνώστες