
ΙΟΒΕ: Η ύπαρξη κινδύνων εμφανίζεται αυξημένη
• Τα κύρια χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας δεν έχουν μεταβληθεί αισθητά σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο
• Η οικονομία παρουσιάζει εξισορρόπηση.-Είναι εφικτός ένας θετικός ρυθμός ανάπτυξης συνολικά για το τρέχον έτος, κυρίως λόγω: Μείωσης της πτώσης της εγχώριας κατανάλωσης.Αύξησης των εξαγωγών υπηρεσιών.-Ωστόσο, παραμένει πολύ ασθενής η δυναμική τόσο στις επενδύσεις όσο και στις εξαγωγές αγαθών
• Παρά τους κινδύνους, ο δρόμος που ανοίγεται για την ελληνική οικονομία μπορεί να είναι πολύ θετικός, υπό όρους
• Ανάγκη για μια νέα συνεννόηση Ελλάδας και Ε.Ε.
• Η παγκόσμια ανάπτυξη σταθεροποιείται, όμως η ανάκαμψη στην Ευρωζώνη αναθεωρείται προς τα κάτω
Τα κύρια χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας, όπως καταγράφονται στην τρέχουσα έκθεση του ΙΟΒΕ “Η Ελληνική Οικονομία”, δεν διαφέρουν αισθητά από την εικόνα που είχε καταγραφεί και πριν από ένα τρίμηνο, αναφέρει η τριμηνιαία έκθεση του ΙΟΒΕ. Αναλυτικά:
«Η οικονομία βρίσκεται σε εξισορρόπηση και τα βασικά δεδομένα υποδεικνύουν ότι συνολικά για το τρέχον έτος ένας θετικός ρυθμός ανάπτυξης, στην περιοχή της επίσημης πρόβλεψης του κρατικού προϋπολογισμού, είναι εφικτός. Η αντιστροφή της μείωσης του εθνικού προϊόντος, που μπορεί να σηματοδοτήσει το τέλος της βαθιάς και παρατεταμένης ύφεσης, αποδίδεται αφενός στη μείωση της πτώσης της εγχώριας κατανάλωσης, αφετέρου στην αύξηση των εξαγωγών υπηρεσιών, τουριστικών αλλά και άλλων. Τα πρόσφατα δεδομένα επιβεβαιώνουν αυτές τις θετικές τάσεις. Επίσης όμως επιβεβαιώνουν ότι η δυναμική τόσο στις επενδύσεις όσο και στις εξαγωγές αγαθών παραμένει πολύ ασθενής. Η επίδραση της πρόσφατης αναθεώρησης των στοιχείων των εθνικών λογαριασμών, αν και σημαντική και ενδιαφέρουσα, δεν ανατρέπει τη συνολική εικόνα, ενώ το ίδιο μπορεί να παρατηρηθεί για το προσχέδιο του προϋπολογισμού που κατέθεσε η κυβέρνηση.
Έχουμε ήδη παρατηρήσει στις δύο τελευταίες τριμηνιαίες εκθέσεις του ΙΟΒΕ ότι η εξισορρόπηση της οικονομίας, ιδίως όπως αυτή εκφράζεται στο δημοσιονομικό ισοζύγιο και αυτό των τρεχουσών συναλλαγών, είναι εξαιρετικά σημαντική, αποτελεί τη βάση για κάθε περαιτέρω βελτίωση που δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να τεθεί σε κίνδυνο. Επίσης έχει τονισθεί ότι όσο υπάρχουν αναποφασιστικότητα, αμφιθυμία, έλλειψη συναίνεσης και καθυστερήσεις στην εφαρμογή των απαραίτητων δομικών μεταρρυθμίσεων, τόσο θα υπάρχει αδυναμία προσέλκυσης επενδύσεων και αύξησης των εξαγωγών και φυσικά θα υπάρχει αδυναμία επίτευξης σημαντικά υψηλών ρυθμών ανάπτυξης και αδικαιολόγητη καθυστέρηση στη μείωση της ανεργίας.
Όμως, παρά το γεγονός ότι τα βασικά χαρακτηριστικά της οικονομίας δεν έχουν μεταβληθεί τους τελευταίους μήνες, η ύπαρξη κινδύνων εμφανίζεται πλέον σημαντικά αυξημένη. Αυτό συμβαίνει κυρίως για τρεις λόγους. Διεθνώς καταγράφεται μια μικρή αλλά σαφής υποχώρηση των προοπτικών ανάπτυξης και ειδικότερα στην Ευρώπη, όπως και αύξηση των γεωπολιτικών κινδύνων στην περιοχή. Επίσης, κατά τη λογική του προγράμματος προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας, η σταθεροποίηση αποτελεί μόνο ένα ενδιάμεσο στόχο – όσο οι δομικές μεταρρυθμίσεις και η ανάπτυξη θα καθυστερούν, τόσο θα αυξάνεται και ο κίνδυνος ανατροπής της ισορροπίας που έχει επιτευχθεί και θα καθίσταται επισφαλής η τελική επιτυχία της οικονομικής πολιτικής. Τέλος και το κυριότερο, από τις ευρωεκλογές και μετά έχει κυριαρχήσει σταδιακά στον πολιτικό διάλογο η προοπτική αναίρεσης των κύριων χαρακτηριστικών της οικονομικής πολιτικής. Ειδικότερα, δημιουργήθηκε η εικόνα ότι μάλλον δεν υπάρχει η πρόθεση ή η δυνατότητα ουσιαστικής εφαρμογής και εμβάθυνσης των δομικών μεταρρυθμίσεων, ότι στο επίπεδο της δημοσιονομικής ισορροπίας η πίεση για άκριτες μειώσεις φόρων μπορεί να δημιουργήσει μελλοντικούς κινδύνους, ενώ στο επίπεδο της εξωτερικής χρηματοδότησης δόθηκε μεγάλη έμφαση στην άμεση απεμπλοκή από τη συμφωνία με τους επίσημους πιστωτές και εταίρους, ακόμη και αν μια τέτοια εξέλιξη μπορεί να συνοδεύεται από πρόσθετο κόστος και ρίσκο. Θα έλεγε κανείς ότι σε μεγάλο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας κυριάρχησε η επιθυμία επιστροφής στις οικονομικές συμπεριφορές που οδήγησαν στην κρίση. Υπό αυτό το πρίσμα, τόσο η αδυναμία προσέλκυσης επενδύσεων όσο και ειδικότερα η πρόσφατη ακραία πίεση στις αγορές ομολόγων και στην κεφαλαιαγορά είναι ευεξήγητες.
Καθώς αυξάνονται οι κίνδυνοι και η αβεβαιότητα που συνδέονται με την οικονομική πολιτική που θα ακολουθηθεί όπως και με το εξωτερικό περιβάλλον, θα ήταν χρήσιμο να επιχειρηθεί μια καταγραφή των κύριων σχετικών προοπτικών και περιορισμών. Ο δρόμος που ανοίγεται για την ελληνική οικονομία δεν προβλέπεται να είναι ευθύγραμμος αλλά μπορεί να είναι πολύ θετικός, βέβαια υπό όρους και προϋποθέσεις.
Πρώτον, πρέπει να τονισθεί πως μια πολιτική ανάπτυξης μέσω στροφής σε δημοσιονομική χαλάρωση και ελλείμματα δεν είναι εφικτή και ότι αυτό δεν οφείλεται στην τρέχουσα συμφωνία με τους εταίρους. Η δημοσιονομική πειθαρχία απαιτείται για την παραμονή στο κοινό νόμισμα σε κάθε περίπτωση και είναι το απαραίτητο και εύλογο κόστος για τη σταθερότητα που αυτό το νόμισμα προσφέρει. Ακόμη και μετά τη λήξη της ‘μνημονιακής’ συμφωνίας, λοιπόν, η Ελλάδα θα βρίσκεται υπό δημοσιονομική επιτήρηση και συντονισμό με τους εταίρους, όπως άλλωστε και οι άλλες χώρες της ευρωζώνης. Επιπλέον, μελλοντικά, και εκτός προγράμματος επίσημης χρηματοδότησης, η αυστηρότερη επιτήρηση και έλεγχος θα προέρχονται από τους ίδιους τους ιδιώτες επενδυτές, δηλαδή από τις ‘αγορές΄.
Δεύτερον, η επίτευξη υψηλών ρυθμών ανάπτυξης το συντομότερο δυνατό και για τα επόμενα χρόνια, αποτελεί την κομβική προϋπόθεση ώστε να μην εκτροχιασθεί το πρόγραμμα προσαρμογής. Αυτοί οι υψηλοί ρυθμοί απαιτούν σημαντική αύξηση των επενδύσεων και, δεδομένου του ύψους της απαιτούμενης αύξησης, αυτή θα πρέπει να προέρθει από πολλές και διάφορες πηγές. Όπως είναι φυσικό, η προσέλκυση επενδύσεων, προϋποθέτει αφενός ένα ελάχιστο επίπεδο πολιτικής σταθερότητας και συναίνεσης ως προς τους κύριους στόχους της οικονομικής πολιτικής, αφετέρου επιμονή σε μεταρρυθμίσεις που θα αμβλύνουν τα εμπόδια εισόδου στις αγορές. Η μη επίτευξη επαρκώς υψηλών ρυθμών ανάπτυξης ήδη από το επόμενο έτος θα δημιουργούσε σημαντικά προβλήματα στη χρηματοδότηση της χώρας και την εκτέλεση του προϋπολογισμού. Δεν υπάρχει η πολυτέλεια του εφησυχασμού και της καθυστέρησης.
Τρίτον, η συνολική βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους συναρτάται στενά με την επίτευξη υψηλών ρυθμών ανάπτυξης και δεν μπορεί να εξετάζεται σε κανένα άλλο πλαίσιο. Ακόμη και αν επιτυγχανόταν μια πολύ σημαντική εφάπαξ μείωσή του, το χρέος δεν θα ήταν βιώσιμο εάν δεν υπήρχε εμπιστοσύνη για τη χώρα και υψηλά επίπεδα επενδύσεων. Αντίστροφα, μια σχετικά ηπιότερη πορεία συστηματικής απομείωσης της παρούσας πραγματικής αξίας του χρέους θα μπορούσε να εγγυηθεί τη βιωσιμότητά του εάν λειτουργούσε ως μοχλός για προσέλκυση επενδύσεων.
Τέταρτον, η απεμπλοκή από τη ΄μνημονιακή’ συμφωνία αποτέλεσε το κέντρο της πρόσφατης πολιτικής αντιπαράθεσης, αλλά θα είναι το κύριο ζήτημα ενδιαφέροντος και στο προσεχές διάστημα. Εφόσον ο σαφής στόχος είναι η παραμονή στην ευρωζώνη, η απεμπλοκή αυτή είναι εύλογο να γίνει σταδιακά. Σε σύγκριση με εναλλακτικές οδούς, η έως τώρα συμφωνία συνολικά έφερε οφέλη και στην ελληνική οικονομία και στην ευρωπαϊκή, καθώς απέτρεψε την κατάρρευση.
Όμως υπήρξαν και σημαντικά στοιχεία αποτυχίας: οι μεταρρυθμίσεις θα έπρεπε να προωθηθούν με μεγαλύτερη ένταση και καλύτερη στόχευση και η μεταφορά στο νέο παραγωγικό πρότυπο θα έπρεπε να υποστηριχθεί ως επείγουσα προτεραιότητα, ώστε η ύφεση να είναι πολύ μικρότερη και το χρέος ευκολότερα διαχειρίσιμο. Ως ένα επόμενο βήμα, μπορεί να προωθηθεί το συντομότερο μια νέα, αμοιβαία επωφελής, συνεννόηση ανάμεσα στην ελληνική οικονομία και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτή θα πρέπει να έχει ως στόχο τη διόρθωση των αστοχιών που έχουν πλέον παρατηρηθεί και κυρίως την ομαλή σύγκλιση της ελληνικής οικονομίας με το κέντρο της ευρωζώνης. Αξίζει να διερευνηθούν ορισμένα από τα κύρια χαρακτηριστικά που μια τέτοια συνεννόηση πρέπει να έχει, ανεξάρτητα από την ακριβή θεσμική έκφραση που μπορεί να αναζητηθεί για αυτή.
Ρητή βάση για την επόμενη συνεννόηση πρέπει να αποτελεί το νέο αναπτυξιακό πρότυπο της χώρας, με έμφαση στην εξωστρέφεια, την καινοτομία και τις επενδύσεις που θα τις στηρίζουν. Από την ελληνική πλευρά, πρέπει να υπάρξει δέσμευση για τις απαραίτητες δομικές μεταρρυθμίσεις, με προτεραιότητα σε όσες βελτιώνουν το επιχειρηματικό περιβάλλον και την αποτελεσματικότητα του δημόσιου τομέα. Είναι σημαντικό μια συμφωνία για τις μεταρρυθμίσεις να περιγράφει σαφείς και μετρήσιμους στόχους, που όμως θα είναι συνολικοί. Θα πρέπει, δηλαδή, να αποτελέσει αντικείμενο και ευθύνη της ελληνικής πλευράς το πώς ακριβώς θα επιδιώξει την επίτευξη του κάθε στόχου, άλλωστε, η έως τώρα λεπτομερής εποπτεία, συχνά σε επίπεδο περιπτωσιολογίας, αποδείχθηκε μάλλον αναποτελεσματική.
Απαιτείται διατήρηση της δημοσιονομικής ισορροπίας που έχει συμφωνηθεί, χωρίς όμως περαιτέρω προσαρμογή, καθώς μια τέτοια θα λειτουργούσε μάλλον αρνητικά για τις επενδύσεις, τις μεταρρυθμίσεις και τελικά για την ανάπτυξη. Από την πλευρά των πιστωτών και εταίρων, θα πρέπει να διασφαλισθεί ότι το βάρος εξυπηρέτησης του χρέους θα παραμένει επαρκώς χαμηλό για το ορατό μέλλον. Επίσης, θα πρέπει να υπάρχει ποικιλοτρόπως υποβοήθηση κατάλληλων επενδύσεων τόσο για τις απαραίτητες υποδομές όσο και για μακροχρόνιες ιδιωτικές παραγωγικές επενδύσεις.
Συμπληρωματικά, θα πρέπει να εξασφαλισθεί μια δυνητική πιστωτική υποστήριξη, για χρήση στην περίπτωση που, παρά την επίτευξη μεταρρυθμιστικής προόδου, υπάρξει πρόσκαιρη και μη αναμενόμενη δυσχέρεια στη χρηματοδότηση της οικονομίας.
Είναι σαφές ότι η καρδιά μια τέτοιας συνεννόησης είναι οι μεταρρυθμίσεις που θα εκφράζουν το νέο αναπτυξιακό πρότυπο. Βέβαια η έννοια της μεταρρύθμισης έχει απαξιωθεί κατά την τρέχουσα κρίση, σταδιακά και για πληθώρα λόγων που άλλοτε προκύπτουν από συνειδητή και ιδιοτελή άρνηση, και άλλοτε από αστοχίες και αδυναμία εφαρμογής. Η άρνηση όμως των μεταρρυθμίσεων στην ουσία αντιπροσωπεύει το συμβιβασμό με την ιδέα ότι η ελληνική οικονομία έχει χαμηλότερη ανταγωνιστικότητα από τους εταίρους της για εγγενείς λόγους που δήθεν δεν μπορούν να αλλάξουν. Αντιθέτως η αλλαγή είναι όχι μόνο εφικτή αλλά και απαραίτητη και συνολικά επωφελής για τους έλληνες. Άλλωστε, είναι γενικά παραδεκτό ότι συνολικά η ανταγωνιστικότητα της Ευρωπαϊκής οικονομίας πρέπει να αυξηθεί, ώστε οι πολίτες της να διατηρήσουν, παρά τη σχετική δυσμενή δημογραφική δυναμική, το επίπεδο ευημερίας τους. Σε κάθε κράτος-μέλος οι προτεραιότητες μπορεί και πρέπει να είναι διαφορετικές – για την Ελλάδα που η απόσταση που πρέπει να καλύψει είναι σχετικά μεγαλύτερη, ο κύριος στόχος πρέπει να είναι η μείωση των εμποδίων και η αύξηση του ανταγωνισμού στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών και η αλλαγή φύσης και ρόλου της δημόσιας διοίκησης, με δραστική μείωση της πολυνομίας και του διοικητικού βάρους για τους πολίτες και τις επιχειρήσεις.
Εννοείται ότι ο δρόμος μιας νέας, αμοιβαία επωφελούς, συνεννόησης με τους ευρωπαίους εταίρους περνάει μέσα και από την επίτευξη μιας έστω ελάχιστης πολιτικής σταθερότητας και συναίνεσης στη χώρα. Αυτή μπορεί να δράσει καταλυτικά για την τελική έξοδο από την κρίση και την έναρξη ενός θετικού κύκλου ουσιαστικών μεταρρυθμίσεων και διατηρήσιμης ανόδου της οικονομίας. Ο εναλλακτικός δρόμος, μια εμμονή για επιστροφή στους προ κρίσης κανόνες και συμπεριφορές θα οδηγήσει την ελληνική οικονομία σε μια νέα κρίση, πολύ βαθύτερη και από τη σημερινή.»
INFO: Η πλήρης έκθεση εδώ- greek_economy_14_3