«Το Μνημόνιο και η Διάσωση της Ελληνικής Οικονομίας: Αστοχίες Σχεδιασμού και Εφαρμογής»

«Η Ελλάδα  διαθέτει και συγκριτικά πλεονεκτήματα και αναπτυξιακές δυνατότητες»

 

 

Το σημερινό Οικονομικό Δελτίο της Διευθύνσεως Οικονομικών Μελετών της Alpha Bank, περιέχει μια εκτεταμένη ανάλυση στο Μνημόνιο, συνεισφέροντας με την τεχνογνωσία των στελεχών της σε επίκαιρους οικονομικούς προβληματισμούς.

 

 

Στην πρώτη αυτή ενότητα, γίνεται μία καταγραφή της προσπάθειας διάσωσης και ανόρθωσης της ελληνικής οικονομίας από τον Μάιο του 2010 και το πρώτο Μνημόνιο μέχρι το PSI και PSI Plus.

 

Η ανάλυση επικεντρώνεται στους λόγους που οδήγησαν σε αυτές τις εξελίξεις ώστε να γίνουν κατανοητά οι δυνατότητες και τα όρια της προσαρμογής και οι συντελεστές επιτυχίας ή αποτυχίας του Προγράμματος.

 

 

 

Το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής, μοναδική ευκαιρία για την δημιουργία μίας ισχυρής ανταγωνιστικής οικονομίας στην Ελλάδα.

« Η Ελλάδα τα τελευταία δύο χρόνια καταβάλλει μία γιγαντιαία προσπάθεια αναδιατάξεως της οικονομίας της μέσω ενός μακροχρόνιου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, κάτω από την εποπτεία και με την χρηματοδότηση της Τρόικας, δηλαδή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.

 

Σημειώνονται, ωστόσο σημαντικές καθυστερήσεις σε πολλούς τομείς και αδυναμίες εφαρμογής κρίσιμων πολιτικών, όπως, π.χ., η αδυναμία αποτελεσματικής μεταρρυθμίσεως του φορολογικού συστήματος της χώρας και ανασυγκροτήσεως των δημοσίων υπηρεσιών, βεβαιώσεως και εισπράξεως των φόρων, η μη έγκαιρη προώθηση των ιδιωτικοποιήσεων και των δράσεων αξιοποιήσεως της δημόσιας περιουσίας, η μη έγκαιρη ενεργοποίηση των πολιτικών προωθήσεως των επενδύσεων που εξαρτώνται από το κράτος και εκείνων που συγχρηματοδοτούνται από την Ευρωπαϊκή Ένωση, η αδυναμία αντιμετωπίσεως ισχυρών ομάδων συμφερόντων για αποκατάσταση συνθηκών ισονομίας και ανταγωνισμού σε πολλούς κλάδους παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών, κ.ά.

 

Ως αποτέλεσμα, η σημαντική προσαρμογή που έχει επιτευχθεί έως σήμερα έχει συντελεσθεί με πολύ μεγάλο κόστος στην οικονομία της χώρας η οποία έχει βυθισθεί σε μία πρωτοφανούς σε έκταση και σε χρονική διάρκεια ύφεση, που αποτελεί από μόνη της σοβαρό εμπόδιο στην επιδιωκόμενη προσαρμογή.

 

Τα ανωτέρω ήταν αποτέλεσμα του τρόπου που σχεδιάσθηκε, αναθεωρήθηκε πολλάκις και εφαρμόσθηκε το πρόγραμμα ομού από την Τρόικα και την ελληνική κυβέρνηση.

 
Είναι γεγονός ότι η ελληνική κυβέρνηση που ανέλαβε να διαχειρισθεί την δημοσιονομική κρίση τον Οκτώβριο του 2009 και την κρίση δημοσίου χρέους μετά το πρώτο τρίμηνο του 2010, αλλά και το πολιτικό σύστημα στο σύνολό του, ουδέποτε θεώρησαν το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής και μεταρρυθμίσεων ως μία μοναδική ευκαιρία για την εκλογίκευση της λειτουργίας του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα και για την δημιουργία μίας ισχυρής ανταγωνιστικής οικονομίας στην Ελλάδα.

 

Το θεώρησαν ως υποχρέωση που μας επιβλήθηκε αρχικά από τις αγορές και στη συνέχεια από την Τρόικα.

 

Έτσι, χάθηκε πολύτιμος χρόνος, τόσο στην περίοδο από τον Οκτώβριο του 2009 έως τον Μάιο του 2010 όσο και στην μετέπειτα περίοδο που συνέβαλε στη συνεχή επιδείνωση της κρίσεως και κατέληξε στην εκτεταμένη αναδιάρθρωση του ελληνικού δημοσίου χρέους.

 

 

Oι εκτός πραγματικότητας προεκλογικές διακηρύξεις

 

Στην αρχή υπήρχαν οι εκτός πραγματικότητας προεκλογικές διακηρύξεις και υποσχέσεις υπό τον μανδύα του «λεφτά υπάρχουν».

 

Στη συνέχεια υπήρξαν οι μετεκλογικές πρακτικές των «επιδομάτων αλληλεγγύης» από τη μία μεριά (το 3ο επίδομα μέσα στο 2009 δόθηκε στο τέλος του έτους) και από την άλλη μεριά των αλλεπάλληλων «έκτακτων εισφορών» στις μεγάλες επιχειρήσεις (τον πιο παραγωγικό και συνεπή φορολογικά τομέα της οικονομίας), της μειώσεως των φορολογικών συντελεστών και σημαντικής αυξήσεως του αφορολογήτου ορίου εισοδήματος για την συντριπτική πλειοψηφία των φορολογουμένων που δήλωναν εισοδήματα έως € 40.000, των ατελέσφορων «φόρων πολυτελείας και μεγάλης ακίνητης περιουσίας» (που επιβάρυναν δυσανάλογα αποκλειστικά στους συνεπείς φορολογούμενους, ενώ οι συνολικές εισπράξεις ήταν ελάχιστες λόγο της φοροδιαφυγής), «των φόρων στα μερίσματα και στις υπεραξίες» (όταν οι τιμές των μετοχών και τα μερίσματα καταποντίζονταν στο ελληνικό χρηματιστήριο), κ.ά.

 

Κατά την κατάρτιση του Προϋπολογισμού του 2010, εφαρμόσθηκαν όλες εν γένει οι πολιτικά αβανταδόρικες «λύσεις», που υποτίθεται ότι θα έδιναν λύση στις πρωτοφανείς δημοσιονομικές δυσχέρειες που αντιμετώπιζε η χώρα στα τέλη του 2009.

 
Τα ανωτέρω μέτρα και πολιτικές, που ουσιαστικά δεν έθιγαν τις βασικές συνιστώσες της πολιτικής που είχε οδηγήσει στη δημοσιονομική κρίση, ενώ αντίθετα συνιστούσαν νέες σημαντικές επιβαρύνσεις στην επιχειρηματικότητα και στις επενδύσεις σε περιουσιακά στοιχεία στην Ελλάδα δείχνοντας στο επενδυτικό κεφάλαιο την θύρα εξόδου από την Ελλάδα, δεν καθησύχασαν τις αγορές.

 

Έτσι, παρά την ψήφιση της εξαιρετικά σημαντικής μεταρρυθμίσεως του συστήματος κοινωνικών ασφαλίσεων τον Απρίλιο του 2010, που ουσιαστικά αποκαθιστούσε την ισορροπία των δημοσιονομικών προοπτικών της χώρας στη μεσο-μακροπρόθεσμη περίοδο, η Ελλάδα βρέθηκε να αντιμετωπίζει πλήρη και οδυνηρή απώλεια προσβάσεως στις αγορές, γεγονός που οδήγησε στην προσφυγή της Ελλάδος στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο τον Μάιο του 2010 και την έγκριση του 1ου Πακέτου Χρηματοδοτικής Ενισχύσεως (ΠΧΕ Ι) της χώρας, ύψους € 110 δισ., που δεν είχε προηγούμενο στην ιστορία.

 

Το πακέτο αυτό εγκρίθηκε υπό την προϋπόθεση της αυστηρής εφαρμογής από την Ελλάδα του 1ου Μνημονίου Οικονομικής Πολιτικής (1ο ΜΟΠ) που περιελάμβανε ένα εξαιρετικά φιλόδοξο πρόγραμμα μέτρων δημοσιονομικής προσαρμογής και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων για δραστική μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και έγκαιρη επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων και για αποκατάσταση της αναπτυξιακής δυναμικής της ελληνικής οικονομίας μέσω των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.

 

Τα μέτρα που θα έπρεπε να είχαν αρχίσει να λαμβάνονται από τον Οκτώβριο του 2009 για να αποφευχθεί η κρίση χρέους, ελήφθησαν τελικά υπό την πίεση της Τρόικας τον Μάιο του 2010, όταν πια η Ελλάδα ήταν εκτός αγορών.

 

Oι δύο σημαντικές παραλείψεις και οι εξαιρετικά οδυνηρές επιπτώσεις

 

Η ελληνική κυβέρνηση θεσμοθέτησε έγκαιρα τα μέτρα που επιβάλλονταν με το 1ο ΜΟΠ και τα αποτελέσματα από την εφαρμογή αυτών των μέτρων ήταν θετικά έως τον Φεβρουάριο του 2011.

 

Άλλωστε και η πτώση του ΑΕΠ το 2010 ήταν τελικά μικρότερη, στο -3,5%, από τις προβλέψεις της Τρόικας.

 

Ωστόσο, το 1ο ΜΟΠ επιβαρυνόταν από δύο σημαντικές παραλείψεις:

 

Πρώτον, δεν επέβαλε στην ελληνική κυβέρνηση την δραστική μεταρρύθμιση του φορολογικού νόμου που είχε ψηφισθεί τον Απρίλιο του 2010, που όπως ήδη τονίστηκε συνεπαγόταν μεγάλη απώλεια εσόδων ιδιαίτερα, από τις αρχές του 2011 και συνιστούσε ουσιαστικό αντικίνητρο για την επιχειρηματικότητα και τις επενδύσεις στην Ελλάδα, ενώ επεδίωξε αύξηση των εσόδων της γενικής κυβερνήσεως με υπέρμετρη αύξηση των συντελεστών του ΦΠΑ (κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες) καθώς και των συντελεστών άλλων έμμεσων φόρων.

 

Δεύτερον, δεν προέβλεπε ουσιαστικά τίποτα για ιδιωτικοποιήσεις και αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας.

 

Επιπλέον, τον Νοέμβριο του 2010 εντάχθηκαν στη γενική κυβέρνηση 17 ΔΕΚΟ και έγιναν διάφορες επανεκτιμήσεις ελλειμμάτων και υποχρεώσεων φορέων της γενικής κυβερνήσεως (αγνοώντας πλήρως τα περιουσιακά στοιχεία των φορέων αυτών), με αποτέλεσμα την περαιτέρω διόγκωση του ελλείμματος και του χρέους της γενικής κυβερνήσεως το 2009 και το 2010.

 
Οι ανωτέρω κρίσιμες εξελίξεις οδήγησαν στην υπέρμετρη υποβάθμιση της ελληνικής οικονομίας από τις εταιρίες πιστοληπτικής αξιολογήσεως, σε μεγάλη υστέρηση των εσόδων της γενικής κυβερνήσεως στο 1ο εξάμηνο του 2011, στις αλλεπάλληλες αναθεωρήσεις του προγράμματος προσαρμογής και στη λήψη συνεχώς νέων επώδυνων μέτρων με εξαιρετικά οδυνηρές επιπτώσεις στο οικονομικό κλίμα και στην οικονομική δραστηριότητα της χώρας.

 

Δεν χρεώθηκε την ιδιοκτησία του προγράμματος

Γενικά, μετά τον Μάρτιο του 2011 η ελληνική κυβέρνηση έχασε πλήρως την πρωτοβουλία στον σχεδιασμό της στρατηγικής εξόδου από την κρίση με το χαμηλότερο δυνατό κόστος στην ανάπτυξη, και έγινε εμφανές ότι προχωρούσε μόνο στην υποχρεωτική εφαρμογή των όσων δραστικών μέτρων πολιτικής προτείνονταν από την Τρόικα.

 

Είναι χαρακτηριστικό ότι ξαφνικά, τον Φεβρουάριο του 2011, η Τρόικα ανακοίνωσε για πρώτη φορά την συμπερίληψη στο πρόγραμμα προσαρμογής του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων και αξιοποιήσεως της ακίνητης περιουσίας του Δημοσίου από το οποίο απαιτούσε έσοδα ύψους € 50 δισ. έως το 2015.

 

Η ελληνική κυβέρνηση, αντί να ανακτήσει την πλήρη ευθύνη και την ιδιοκτησία του προγράμματος αυτού και να διακηρύξει την αποφασιστικότητά της για την έγκαιρη και αποτελεσματική υλοποίησή του αλλά και τις ευνοϊκές επιπτώσεις του στην προσπάθεια εξόδου της ελληνικής οικονομίας από την κρίση, παρουσιάσθηκε αμήχανη και αναποφάσιστη στέλνοντας λανθασμένα μηνύματα στην παγκόσμια επενδυτική κοινότητα.

 

Στη συνέχεια, το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων απετέλεσε βασική συνιστώσα του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2011-2025 και η κυβέρνηση διαβεβαιώνει την αποφασιστικότητά της για την πλήρη υλοποίησή του, αν και μέχρι σήμερα δεν έχει ολοκληρωθεί ούτε μία ιδιωτικοποίηση.

 

Έχει, βεβαίως, σημειωθεί σημαντική πρόοδος όσον αφορά στις απαραίτητες προπαρασκευαστικές ενέργειες για την υλοποίηση του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων, παρά τις εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες και την εξαιρετικά αυξημένη αβεβαιότητα που δημιούργησαν οι εξελίξεις έως την τελική έγκριση του 2ου ΠΧΕ της Ελλάδος τον Μάρτιο του 2012.

 

Διστακτικότητα και αδυναμία, δυσλειτουργίες και ασυνεννοησία

Επιπλέον των ανωτέρω, η διστακτικότητα της κυβερνήσεως να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τις έντονες αντιδράσεις σημαντικών ομάδων συμφερόντων σε προστατευμένους τομείς της οικονομίας (οι οποίες στις περισσότερες περιπτώσεις υποθάλπονταν από αυτά τα ίδια τα πολιτικά κόμματα) είχε ως αποτέλεσμα την συσσώρευση σημαντικών εκκρεμοτήτων όσον αφορά στο πρόγραμμα διαρθρωτικών αλλαγών.

 

Επίσης, η αδυναμία της κυβερνήσεως να προχωρήσει σε ουσιαστική αναδιάρθρωση και σταδιακή μείωση του προσωπικού του ευρύτερου δημοσίου τομέα με ταυτόχρονη αύξηση της παραγωγικότητάς του, οδήγησε στο τέταρτο τρίμηνο του 2011 στην πολιτική της επιβολής εξόδου από την υπηρεσία ενός μέρους του προσωπικού μόνο με ηλικιακά κριτήρια με συνέπεια την περαιτέρω απορρύθμιση και υποβάθμιση του έργου αυτών των υπηρεσιών, που σε πολλές περιπτώσεις (π.χ. στις υπηρεσίες βεβαιώσεως και εισπράξεως των εσόδων του Δημοσίου) ήταν εξαιρετικά μεγάλης σημασίας για την επιτυχία της πολιτικής δημοσιονομικής προσαρμογής.

 

Στο 2ο εξάμηνο του 2011, σημειώθηκαν επίσης σημαντικές κυβερνητικές δυσλειτουργίες, ασυνεννοησία υπουργών, με επιστέγασμα όλων την πρόταση του Πρωθυπουργού για την διενέργεια δημοψηφίσματος περί παραμονής της χώρας στην Ζώνη του Ευρώ, σε μία συγκυρία όπου το Ευρώ υφίστατο την απειλή της κρίσεως στην Ιταλία.

 

Το δημοψήφισμα ουδέποτε πραγματοποιήθηκε, ενώ η προκληθείσα κυβερνητική κρίση οδήγησε σε παραίτηση του Πρωθυπουργού και στη δημιουργία της κυβερνήσεως συνεργασίας στα τέλη Νοεμβρίου 2011, με σκοπό την υλοποίηση των δεσμεύσεων που είχαν αναληφθεί από την Ελλάδα στο Συμβούλιο Κορυφής της 27ης Οκτωβρίου 2011 και, κυρίως, την διενέργεια του PSI Plus.

 

Η κατάσταση άρχισε τότε να σταθεροποιείται σταδιακά, υπεγράφη το 2ο Μνημόνιο και η χώρα οδηγήθηκε σε εκλογές στις 6 Μαΐου 2012.

 

Σε συνδυασμό με σημαντικά μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής που συμπεριλαμβάνουν σημαντικές περικοπές στους μισθούς και τις συντάξεις, υπέρμετρη αύξηση του φορολογικού βάρους των συνεπών φορολογουμένων, η μείωση των απασχολουμένων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα κατά 150 χιλ. άτομα στο τέλος του 2011 έναντι του 2009, η αυξανόμενη αβεβαιότητα για τις εξελίξεις στην Ελλάδα μετά τον Φεβρουάριο του 2011 οδήγησε την ελληνική οικονομία στην βαθύτερη ύφεση της σύγχρονης ιστορίας της, με την ανεργία να τριπλασιάζεται μέσα σε τρία χρόνια, οδηγώντας σε υστερήσεις όσον αφορά στους στόχους δημοσιονομικής προσαρμογής και όλο και περισσότερα μέτρα, επιδεινώνοντας περαιτέρω την ύφεση.

 

Αντιμέτωπη με τον φαύλο αυτό κύκλο, η Τρόικα επέλεξε να επιβάλει στην Ελλάδα την υποχρέωση να προχωρήσει σε αναδιάρθρωση του δημοσίου χρέους της που διακρατείται από τον ιδιωτικό τομέα, με απομείωση του 53,5% της ονομαστικής του αξίας, καθώς, από τον Οκτώβριο του 2011, θεωρεί ότι έπρεπε να δοθεί περισσότερος χρόνος για την επιδιωκόμενη προσαρμογή μέσω της ελαφρύνσεως του διογκωμένου χρέους της χώρας και του κόστους εξυπηρετήσεως του.

 

Αναποτελεσματική διαχείριση των προσδοκιών εκ μέρους της Τρόικας

Στην πορεία, οι ελληνικές τράπεζες οδηγήθηκαν σε απομείωση των κρατικών ομολόγων, αλλά και άλλων εγγυημένων από το Δημόσιο ομολόγων ΔΕΚΟ σε μία προσπάθεια εξομαλύνσεως των ζημιών μεταξύ τραπεζών που είχαν διαφορετική έκθεση σε κρατικά ομόλογα και σε ομόλογα ΔΕΚΟ.

 

Σε κάθε περίπτωση, το αποτέλεσμα ήταν η καταγραφή ζημιών ύψους € 28 δισ. το 2011 από τις τέσσερεις μεγαλύτερες τράπεζες.

 

Στη συμφωνία για την αναδιάρθρωση του δημοσίου χρέους υπάρχει πρόβλεψη, και κεφάλαια ύψους € 50 δισ. από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ), για την ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών.

 

Ήδη, έχει καθορισθεί ένα ποσό € 18 δισ. σε ομόλογα Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΕΤΧΣ) για την προσωρινή ενίσχυση της κεφαλαιακής επάρκειας των τεσσάρων τραπεζών σε επίπεδο ικανό ώστε να συνεχισθεί η χρηματοδότησή τους από την ΕΚΤ και την Τράπεζα της Ελλάδος.

 

Η ανακεφαλαιοποίηση αναμένεται να πραγματοποιηθεί εντός του 2012 με συνδυασμό πόρων από ιδιώτες και το ΤΧΣ, λαμβάνοντας υπ όψει όχι μόνο τις απώλειες κεφαλαίων από το PSI Plus αλλά και την επίπτωση από την διαγνωστική μελέτη της Blackrock για να καλυφθούν δυνητικές απώλειες κεφαλαίων από μία μεγαλύτερη του αναμενομένου ύφεση την επόμενη τριετία.

 

Ο συνδυασμός του PSI Plus και της ασκήσεως της Blackrock έχει φέρει τις τράπεζες στα όρια των δυνατοτήτων τους για την αντιμετώπιση της δυσμενούς συγκυρίας, με την διαμορφούμενη πολιτική κατάσταση να επιτείνει την αβεβαιότητα.

 

Στο κείμενο που ακολουθεί επιχειρηματολογείτε ότι, πέραν των καθυστερήσεων, αστοχιών, ατολμίας και παλινωδιών της ελληνικής κυβερνήσεως, η εφαρμογή του προγράμματος συνοδεύθηκε από μία αναποτελεσματική διαχείριση των προσδοκιών όσον αφορά στις αναπτυξιακές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας με συνεχείς αρνητικές δηλώσεις και διαπιστώσεις εκ μέρους της Τρόικας, με αποτέλεσμα να παρατείνεται η ύφεση, να εμποδίζεται η επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων και να επιδιώκονται επιλογές χωρίς εξασφαλισμένες πιθανότητες επιτυχίας.

 

Κλασσική ένδειξη των αδιεξόδων που δημιουργούνται είναι η απαίτηση του Μνημονίου να εξειδικευθούν μέτρα περικοπής δαπανών € 11,5 δισ. περίπου μέχρι το τέλος Ιουνίου 2012 για την επίτευξη του δημοσιονομικού στόχου του 2014 για πρωτογενές πλεόνασμα 4,5 ποσοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ.

 

Ενδεχόμενη αστοχία στην συμμόρφωση της ελληνικής κυβερνήσεως με τον στόχο αυτό μπορεί να δημιουργήσει προϋποθέσεις πρόωρης απογοητεύσεως όσον αφορά στην υλοποίηση του προγράμματος, με καταλυτικές επιπτώσεις για την σταθερότητα και την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.
[accordions event=”click” clearstyle=”true” active=none]
[accordion title=”Το Πακέτο των € 110 δισ. και το «Μνημόνιο Ι»”]

 

Από τις αρχές του 2010 η Ελλάδα υφίσταται τις εξαιρετικά οδυνηρές επιπτώσεις από τη βαθειά κρίση δημοσίου χρέους στην οποία περιήλθε εξαιτίας της δημοσιονομικής εκτροπής, που ώθησε το έλλειμμα και το χρέος της γενικής κυβερνήσεως (ΓΚ) στο 15,8% και στο 128,9% του ΑΕΠ αντιστοίχως και τον ετήσιο κρατικό δανεισμό σε άνω των € 100 δισ. το 2009.

 

Εξαιτίας αυτής της κρίσεως η Ελλάδα έχει αποκλεισθεί από τις αγορές ομολόγων από τον Μάϊο του 2010 και αναγκάσθηκε να ζητήσει εσπευσμένα χρηματοδοτική Ενίσχυση από την Ζώνη του Ευρώ (ΖτΕ) και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) προκειμένου να συνεχίσει απρόσκοπτα την αναχρηματοδότηση του δημοσίου χρέους και τη χρηματοδότηση των ελλειμμάτων της ΓΚ που συνέχιζαν να δημιουργούνται το 2010 και το 2011.

 

Η ΖτΕ και το ΔΝΤ συμφώνησαν στη σύναψη ενός τριετούς Προγράμματος Χρηματοδοτικής Ενισχύσεως για την Ελλάδα ύψους € 110 δισ. (ΠΧΕ Ι) 3ετούς διάρκειας, με χρηματοδοτικές δόσεις ύψους € 38 δισ. το 2010, € 40 δισ. το 2011, € 24 δισ. το 2012 και € 8 δισ. το 2013, υπό την προϋπόθεση της πιστής εφαρμογής από την Ελλάδα του συμφωνηθέντος Μνημονίου, δηλαδή του Προγράμματος Δημοσιονομικής Προσαρμογής και Διαρθρωτικών Μεταρρυθμίσεων (ΠΔΠ&ΔΜ) που συμφωνήθηκε μεταξύ της ελληνικής κυβερνήσεως και της Τρόικας (των εκπροσώπων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του ΔΝΤ), τον Μάϊο του 2010.

 

Η πιστή εφαρμογή του ΠΔΠ&ΔΜ επεδίωκε αφενός τη δραστική μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων σε επίπεδα κάτω του 3,0% του ΑΕΠ το 2014, από 15,8% το 2009 και αφετέρου την εκλογίκευση της λειτουργίας του κράτους και την προώθηση δραστικών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων για ουσιαστική βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και της αναπτυξιακής δυναμικής της ελληνικής οικονομίας.

 

Η κατακόρυφη πτώση του καθαρού δανεισμού της χώρας από το εξωτερικό και η αναγκαία ταχεία δημοσιονομική προσαρμογή, καθώς και οι εκ βάθρων διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις αναμενόταν ότι θα οδηγούσε σε μεγάλη μείωση της εγχώριας ζητήσεως και της απασχολήσεως και σε βαθειά ύφεση στην εγχώρια οικονομία.

 

Η αρχική πρόβλεψη της Τρόικας ήταν για πτώση του ΑΕΠ κατά -4,0% το 2010 και κατά -2,6% το 2011, ενώ για το 2012 προβλεπόταν αύξηση του ΑΕΠ κατά 1,1% και επιστροφή σε υψηλότερους ρυθμούς αναπτύξεως της οικονομίας από το 2013 (2,1%), 2014 (2,1%), 2015-2020 (2,7%).

 

Γενικά, το ΠΧΕ Ι απαιτούσε την αποκατάσταση της δυνατότητας δανεισμού της Ελλάδος από τις αγορές ήδη από τα μέσα του 2012, ενώ η χρηματοδότηση από το ΠΧΕ Ι έληγε στις αρχές του 2013 και από το ίδιο έτος είχε προγραμματισθεί και η έναρξη της αποπληρωμής των δόσεων των δανείων που θα είχαν δοθεί από το 2010.

 

Ειδικότερα, σύμφωνα με την αρχική συμφωνία η Ελλάδα θα έπρεπε να αποπληρώσει δάνεια ύψους € 6,1 δισ. το 2013, € 28,6 δισ. το 2014, € 38,9 δισ. το 2015 και τα υπόλοιπα στα επόμενα έτη.

 

Έτσι, ακόμη και με πλήρη εφαρμογή του ΠΔΠ&ΔΜ για μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων οι δανειακές ανάγκες της Ελλάδος από τις αγορές θα ανέρχονταν σε περίπου € 50 δισ. το 2012, € 50 δισ. το 2013 και άνω των € 65 δισ. από το 2014 και στα επόμενα έτη.

 

Οι δυνατότητες επανόδου της Ελλάδος στις αγορές με αυτό το πρόγραμμα ήταν έτσι κι αλλιώς εξ αρχής σημαντικά περιορισμένες, πράγμα που ελήφθη σοβαρά υπ’ όψιν στη συνέχεια κατά την εφαρμογή πολύ πιο ρεαλιστικών προγραμμάτων διασώσεως για την Ιρλανδία και την Πορτογαλία.

 

Ωστόσο, οι δυνατότητες αυτές περιορίσθηκαν περαιτέρω και τελικά εξαφανίσθηκαν πλήρως, ως αποτέλεσμα των καθυστερήσεων και των παλινωδιών στην εφαρμογή του ΠΔΠ&ΔΜ από την Ελλάδα και της αντιοικονομικής διαχειρίσεως των προσδοκιών (των επενδυτών παγκοσμίως και των οικονομικών μονάδων στην Ελλάδα) για τις μελλοντικές εξελίξεις στην ελληνική οικονομία από τους ίδιους τους επίσημους δανειστές της και από την Τρόικα.[/accordion]
[accordion title=”Παράγοντες που λειτούργησαν αρνητικά στην έξοδο από την κρίση”]

 

Η δυνατότητα εφαρμογής του ΠΔΠ&ΔΜ του Μαΐου 2010 από την Ελλάδα και, ειδικότερα, το εγχείρημα της αποκαταστάσεως της διαταραχθείσης εμπιστοσύνης των αγορών για επάνοδο της Ελλάδος στις αγορές από το 2012, απαιτούσε:

 

Πρώτον, την εξασφάλιση της αποτελεσματικής εφαρμογής των μέτρων αυξήσεως των δημοσίων εσόδων και μειώσεως των δημοσίων δαπανών έτσι ώστε από το 2010 να γίνει εμφανής μία σαφής βελτίωση της δημοσιονομικής καταστάσεως της χώρας.

 

Δεύτερον, την εξασφάλιση του περιορισμού κατά το δυνατό των υφεσιακών επιπτώσεων στην οικονομία στην περίοδο 2010-2011, και τη λήψη των αναγκαίων μέτρων για την έγκαιρη ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας από το 2012. Διότι χωρίς τον περιορισμό της υφέσεως και την έγκαιρη ανάκαμψη της οικονομίας το ΠΧΕ Ι δεν είχε καμία δυνατότητα να επιτύχει και η δημοσιονομική προσαρμογή στην Ελλάδα δεν θα ήταν δυνατή.

 

Τρίτον, και σπουδαιότερο, την ανάληψη πρωτοβουλιών για την αποτροπή της δημιουργίας στην Ελλάδα μίας καταστάσεως πανικού, δηλαδή πλήρους αποθαρρύνσεως και απογοητεύσεως των εγχώριων οικονομικών μονάδων, που θα οδηγούσε αναπόφευκτα σε βαθύτερη ύφεση στην οικονομία και σε πλήρη αδυναμία εφαρμογής των ανωτέρω προγραμμάτων.

 
Σε κάθε περίπτωση, η ελληνική κυβέρνηση δεν είναι άμοιρη ευθυνών που θέσπιζε μέτρα και στην συνέχεια δεν επεδίωκε την αποτελεσματική τους υλοποίηση, με αποτέλεσμα οι μεταρρυθμίσεις να παραμένουν στα χαρτιά, παρά την πρόοδο που σημειώθηκε σε πολλούς τομείς.

 

Πέραν τούτου, η υλοποίηση του ΠΔΠ&ΔΜ και η επιδίωξη του ΠΧΕ Ι για επάνοδο της Ελλάδος στις αγορές από τα μέσα του 2012, επηρεάσθηκαν εξ αρχής αρνητικά από τους ακόλουθους σημαντικούς παράγοντες:

 

Ε.Ε. και Δ.Ν.Τ. συνέβαλαν στην επιδείνωση του οικονομικού κλίματος

Πρώτον, από την ίδια την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το ΔΝΤ που συνέβαλαν στην επιδείνωση του οικονομικού κλίματος στη χώρα και κατά συνέπεια στην εμβάθυνση της υφέσεως και στην παρεμπόδιση της δημοσιονομικής προσαρμογής, ιδιαιτέρως από τις αρχές του 2011.

 

Από την αρχή συνέδεσαν τη δημοσιονομική εκτροπή στην Ελλάδα όχι μόνον με την ανεύθυνη δημοσιονομική πολιτική, των ανεξέλεγκτων παροχών στους πάντες και της αυξανόμενης φοροδιαφυγής στην περίοδο 2002-2009, αλλά και με την απώλεια ανταγωνιστικότητας, καθόλη αυτή την περίοδο.

 

Υπέθεσαν ότι η ανάπτυξη στην περίοδο 1995-2008 ήταν αποτέλεσμα της ελλειμματικής δημοσιονομικής διαχειρίσεως και του δανεισμού της χώρας από το εξωτερικό και, επομένως, ότι η αναγκαία δραστική μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και ο περιορισμός και η τελική εξάλειψη του δανεισμού από το εξωτερικό το 2010-2015 θα οδηγούσαν την ελληνική οικονομία σε παρατεταμένη βαθειά ύφεση και σε αρνητικό πληθωρισμό για πολλά έτη.

 

Θεώρησαν δε ότι για να επανέλθει η ελληνική οικονομία σε πορεία ανακάμψεως θα έπρεπε να ανατραπεί εκ βάθρων ολόκληρο το θεσμικό και οργανωτικό πλαίσιο λειτουργίας της μέσα σε δύο έτη και να αντικατασταθεί με ένα άλλο, σύγχρονο, πλαίσιο που θα έφερνε την ανάπτυξη.

 

Διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που δεν είχαν γίνει στα τελευταία 40 έτη θα έπρεπε να ολοκληρωθούν στην Ελλάδα κυρίως το 2010, και ότι είχε απομείνει το 2011.

 

Σε αυτή τη διαδικασία τα Προγράμματα Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ), το ΕΣΠΑ 2007-2013, από το οποίο η Ελλάδα είχε εξασφαλίσει επιχορηγήσεις επενδύσεων άνω των € 18 δισ. στην περίοδο 2010-2015, τα ΣΔΙΤ, οι επενδύσεις στην ενέργεια, και οι περισσότερες μεγάλες επιχειρήσεις που η λειτουργία τους εξαρτιόταν από το κράτος, έπαψαν ουσιαστικά να λειτουργούν.

 

Με αυτά τα δεδομένα, η πτώση του ΑΕΠ άρχισε να γίνεται πολύ μεγαλύτερη από ό,τι είχε προγραμματισθεί, ενώ, όσο η πίεση της Τρόικας για ολοκλήρωση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων εδώ και τώρα, η ύφεση επεκτεινόταν ακόμη περισσότερο τόσο σε βάθος όσο και σε χρονική έκταση.

 

Συνέδεσαν τότε την ανάκαμψη της οικονομίας με την ολοκλήρωση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και στη συνέχεια απέδωσαν τη υπέρμετρα βαθύτερη ύφεση στην οικονομία στο ότι δεν προχώρησαν όσο γρήγορα θα έπρεπε οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.

 

Έτσι, σε κάθε επίσκεψή τους αναθεωρούσαν επί το δυσμενέστερο τις εκτιμήσεις τους για την ύφεση και τη δυνατότητα ανακάμψεως της οικονομίας.

 

Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να στέλνουν μηνύματα στις αγορές και στους εγχώριους επενδυτές και καταναλωτές ότι υπήρχε ουσιαστική αδυναμία ανακάμψεως και επανόδου της ελληνικής οικονομίας σε πορεία ικανοποιητικής αναπτύξεως στο άμεσο και στο απώτερο μέλλον.

 

Τα μηνύματα αυτά, σε συνδυασμό με την ολιγωρία της κυβερνήσεως και την αναπόφευκτη αποδιοργάνωση της ελληνικής οικονομίας με την πίεση για άμεσες μεταρρυθμίσεις (που, ωστόσο, απαιτούν χρόνο για την εγκαθίδρυσή τους), υπονόμευαν το οικονομικό κλίμα και επιβεβαίωναν στη συνέχεια ακόμη και τις πιο απαισιόδοξες προβλέψεις για την ύφεση και την ταχεία αύξηση της ανεργίας.

 

Έδωσαν έτσι τον τόνο για δραματικές υποθέσεις περί καταρρεύσεως και αδυναμίας προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας τόσο από τους οίκους πιστοληπτικής αξιολογήσεως όσο και από παντός είδους οικονομικούς αναλυτές και σχολιαστές παγκοσμίως και στην Ελλάδα.

 
Αυτές οι υποθέσεις-εκτιμήσεις-προβλέψεις οδηγούσαν αναπόφευκτα σε παράλληλες εκτιμήσεις-προβλέψεις για διατήρηση ή για περαιτέρω διόγκωση των εξαιρετικά υψηλών δημοσιονομικών ελλειμμάτων και του ελληνικού δημοσίου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ, παρά τα δραστικά και επώδυνα μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής που ήδη εφαρμόζονταν από τον Μάϊο του 2010.

 

Για παράδειγμα, την Άνοιξη του 2011 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (ΕΕ) προέβλεπε ότι το έλλειμμα της γενικής κυβερνήσεως της Ελλάδος θα διαμορφωνόταν στο 9,3% του ΑΕΠ και το χρέος της ΓΚ θα ανερχόταν στο 166,1% του ΑΕΠ ακόμη και το 2012.

 

Κατέστησαν έτσι σχετικά απλή τη γνωμοδότηση ότι η ελληνική οικονομία αντιμετώπιζε πρόβλημα απώλειας φερεγγυότητας (δηλαδή αδυναμίας μειώσεως των δημοσιονομικών της ελλειμμάτων και εξυπηρετήσεως του δημοσίου χρέους της) και όχι κάποιο προσωρινό πρόβλημα ρευστότητας (έως ότου αποκατασταθεί και πάλι η πρόσβασή της στις αγορές ομολόγων), όπως είχε υποτεθεί κατά την εκπόνηση του ΠΧΕ Ι.

 

Πώς έγινε η διόγκωση στο έλλειμμα και το χρέος

Δεύτερον, από τις στατιστικές υπηρεσίες ΕΛΣΤΑΤ και Eurostat που, στην προσπάθειά τους να αντιμετωπίσουν το παγκοσμίως υπέρ-προβεβλημένο πρόβλημα των «ελληνικών στατιστικών», με τις πρόσφατες εκτιμήσεις τους και παρεμβάσεις τους συνέβαλαν στην παρουσίαση υπέρμετρα διογκωμένου του ήδη σημαντικού δημοσιονομικού προβλήματος της χώρας.

 

Όσον αφορά τα δημοσιονομικά μεγέθη οι εκτιμήσεις τους βασίζονται στην υπόθεση ότι στην Ελλάδα αξία έχουν μόνο οι υποχρεώσεις των φορέων της γενικής κυβερνήσεως.

 

Τα περιουσιακά στοιχεία ή οι απαιτήσεις αυτών των φορέων δεν έχουν καμία αξία, ή σε κάθε περίπτωση δεν λαμβάνονται υπ’ όψει.

 
Με αυτό τον τρόπο διογκώθηκε με αλλεπάλληλες αναθεωρήσεις το έλλειμμα και το χρέος της ΓΚ, με συμπερίληψη σε αυτά των πάσης φύσεως υποχρεώσεων του Δημοσίου, π.χ. από παροχή εγγυήσεων σε ΔΕΚΟ και εκτός ΔΕΚΟ, ή από την αγορά προνομιούχων μετοχών των τραπεζών, ή από οφειλές σε προμηθευτές των οποίων η βεβαίωση και ο διακανονισμός καθυστερούσε (π.χ. διότι η τιμή στην οποία είχαν διακανονισθεί ήταν πολλαπλάσια εκείνης που επικρατούσε στην αγορά), κ.ά.

 

Για παράδειγμα, το έλλειμμα και το χρέος της ΓΚ για το 2009 και το 2010 διογκώθηκαν τον Νοέμβριο του 2010 με την ενσωμάτωση στα μεγέθη της ΓΚ των ελλειμμάτων και των υποχρεώσεων 17 ΔΕΚΟ (επιχειρήσεων και Οργανισμών) οι οποίοι ευρίσκονται υπό κρατικό έλεγχο και οι οποίες σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενώσεως δεν υπάγονται στο πεδίο δραστηριοτήτων της ΓΚ.

 

Τα σημαντικά περιουσιακά στοιχεία αυτών των φορέων δεν ελήφθησαν υπ’ όψει.

 

Μόνο οι υποχρεώσεις τους.

 

Επίσης, καταγράφονται λεπτομερειακά και παρουσιάζονται με δραματικό τόνο οι τρέχουσες υποχρεώσεις της κεντρικής κυβερνήσεως και των λοιπών φορέων της ΓΚ, που ανέρχονταν στο τέλος του 2011 στα € 6,7 δισ., χωρίς να γίνεται αναφορά στις βεβαιωμένες ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις του Δημοσίου από φορολογικές υποθέσεις και από εισφορές στα ασφαλιστικά ταμεία ύψους άνω των € 50 δισ.

 

Σημειώνεται ότι υπάρχουν επιπλέον σημαντικές απαιτήσεις του Δημοσίου από φορολογικές και άλλες υποθέσεις που δεν έχουν ακόμη ελεγχθεί και βεβαιωθεί, καθώς και από απαιτήσεις έναντι προμηθευτών του Δημοσίου (ιδιαιτέρως των νοσοκομείων και των κατασκευαστών δημοσίων έργων) για μη νόμιμη εκτέλεση συμβάσεων προμήθειας.

 
Όσον αφορά το ΑΕΠ, η ΕΛΣΤΑΤ τον Μάρτιο του 2011, ανακοίνωσε τις εκτιμήσεις της ότι η πτώση του ΑΕΠ το 2010 ήταν πολύ μεγαλύτερη, στο -4,5%, έναντι -4,0% που προέβλεπε αρχικώς η Τρόικα και μάλιστα με τεράστια πτώση του ΑΕΠ κατά -6,6% στο 4ο 3μηνο.’11.

 

Οι εκτιμήσεις αυτές, για την ανάπτυξη και για τα σημαντικά διογκωμένα δημοσιονομικά ελλείμματα (ιδιαιτέρως μετά την ένταξη των 17 ΔΕΚΟ στη ΓΚ τον Νοέμβριο του 2010), χρησιμοποιήθηκαν από τις εταιρίες πιστοληπτικής αξιολογήσεως για τις δραματικές επιθετικές υποβαθμίσεις της ελληνικής οικονομίας μετά τον Μάρτιο του 2011, όπως παρουσιάζεται στη συνέχεια.

 

Οι επιθετικές και πολλαπλές υποβαθμίσεις του Ελληνικού Δημοσίου χρέους

Τρίτον, από τις εταιρίες πιστοληπτικής αξιολογήσεως οι οποίες προχώρησαν εσπευσμένα σε επιθετικές και πολλαπλές υποβαθμίσεις του Ελληνικού Δημοσίου χρέους, ουσιαστικά σε πλήρη αντιδιαστολή με την τακτική που εφήρμοσαν στην περίπτωση άλλων ανάλογα ή περισσότερο υπερχρεωμένων ευρωπαϊκών χωρών ή/και τραπεζών.

 

Σχετικά σημειώνεται ότι το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, παρά την παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση του 2007-2009, είχε διατηρήσει υψηλούς δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας.

 

Επίσης, η δανειακή επιβάρυνση του ιδιωτικού τομέα της ελληνικής οικονομίας ήταν από τις χαμηλότερες στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Υπήρχε, επομένως, μία υγιής βάση για διατήρηση της οικονομικής δραστηριότητας στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας που θα συνέβαλε στη δημοσιονομική προσαρμογή.

 

Πριν ακόμη τεθεί σε εφαρμογή το ΠΔΠ&ΔΜ, η εταιρία πιστωτικής αξιολογήσεως Moody’s προχώρησε, τον Ιούνιο 2010, σε επιθετική υποβάθμιση του χρέους του Ελληνικού Δημοσίου κατά 4 βαθμίδες, σε βαθμίδα «Junk» (Ba1).

 

Η υποβάθμιση αυτή και οι υπέρμετρα απαισιόδοξες εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του ΔΝΤ για την Ελλάδα, εξέθεσαν τη χώρα στη δίνη των δραματικών προβλέψεων-αναλύσεων-εκτιμήσεων παγκοσμίως, περί επικείμενης πτωχεύσεώς της ή ακόμη και χειρότερων δεινών.

Οι υποβαθμίσεις της οικονομίας οδήγησαν σε μία άνευ προηγουμένου πτώση της εγχώριας καταναλωτικής και επιχειρηματικής εμπιστοσύνης, με το σχετικό δείκτη οικονομικού κλίματος να καταποντίζεται στο 70,2 τον Μάϊο του 2010, από 75,8 τον Απρίλιο του 2010 και 81,7 τον Ιανουάριο του 2010.

 

Επίσης, ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης μειώθηκε κατακόρυφα στο -67 τον Μάϊο του 2010 και στο -75 τον Δεκέμβριο του 2010, από -44 τον Δεκέμβριο του 2009.

 
Αυτή η υπέρμετρη πτώση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης τροφοδότησε με τη σειρά της την κατακόρυφη πτώση του δείκτη όγκου των λιανικών πωλήσεων κατά -11,1% στο 3ο 3μηνο.’10 και στη συνέχεια κατά -15,0% στο 4ο 3μηνο 2010 (-20,1% τον Δεκέμβριο 2010), από ελεγχόμενη πτώση κατά -5,9% το 2ο 3μηνο 2010 και την άνοδο κατά 5,7% το 1ο 3μηνο 2010, σε συνδυασμό και με τις συνεχείς φοροεπιδρομές του επιχειρήθηκαν.

 

Τροφοδότησε επίσης μία εξίσου δραματική πτώση των επιχειρηματικών επενδύσεων και των επενδύσεων σε οικοδομές.

 

Όλα αυτά συνέβαλαν ουσιαστικά στην απότομη εμβάθυνση της υφέσεως το 2ο 6μηνο 2010, σε σύγκριση με την σχετικά ήπια ύφεση του 1ου 6μηνου 2010.

 
Στη συνέχεια, με βάση τις προαναφερθείσες εκτιμήσεις της ΕΛΣΤΑΤ για την ανάπτυξη στην Ελλάδα το 2010 και τις επίσης καταθλιπτικές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Άνοιξη 2011) για τις εξελίξεις στα δημόσια οικονομικά της χώρας που προαναφέρθηκαν, και μη λαμβάνοντας επαρκώς υπ’ όψει τις όποιες ικανοποιητικές εξελίξεις στους τομείς της δημοσιονομικής προσαρμογής, των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας κατά το 2010, η Moody’s προχώρησε σε νέα επιθετική υποβάθμιση της Ελλάδος στη βαθμίδα Β1 με αρνητικές προοπτικές στις 7.3.2010 (από Ba1), και ξανά στη βαθμίδα Caa1 με αρνητικές προοπτικές στην 1.6.2011.

 

Επίσης, η Standard & Poor’s υποβάθμισε την Ελλάδα στη βαθμίδα BB- με αρνητικές προοπτικές στις 29.3.2011, και ξανά στη βαθμίδα B με αρνητικές προοπτικές στις 9.5.2011 και στη βαθμίδα CCC και πάλι με αρνητικές προοπτικές στις 13.6.2011.

 

Τέλος, ο οίκος Fitch υποβάθμισε την Ελλάδα στη βαθμίδα BB+ με αρνητικές προοπτικές στις 14.1.2011 (από BBB-), και ξανά στη βαθμίδα B+ με αρνητικές προοπτικές στις 20.5.2011.

 
Αυτές οι υποβαθμίσεις έλαβαν χώρα παρότι στο ανωτέρω εξαιρετικά δυσμενές οικονομικό περιβάλλον για την Ελλάδα, η υλοποίηση του Προγράμματος ΔΠ&ΔΜ το 2010 ήταν γενικώς επιτυχημένη, όπως διαπιστώθηκε κατά την 3η αξιολόγηση της προόδου του Προγράμματος από τους εκπροσώπους της Τρόικας τον Φεβρουάριο του 2011.

 

 

Η σημαντική δημοσιονομική προσαρμογή

Επίσης, όπως επισημαίνει ο ΟΟΣΑ (Ιούλιος 2011), όσον αφορά την δημοσιονομική προσαρμογή στην Ελλάδα το 2010, «καμία άλλη χώρα του ΟΟΣΑ δεν έχει επιτύχει τόσο σημαντική δημοσιονομική βελτίωση μέσα σε ένα και μόνο έτος, τα τελευταία τριάντα έτη».

 

Ειδικότερα, το έλλειμμα της ΓΚ υποχώρησε στο 10,8% του ΑΕΠ το 2010, από 15,7% του ΑΕΠ το 2009, παρότι η φοροδιαφυγή διατηρήθηκε κατά το πρώτο αυτό έτος της προσαρμογής σε υψηλά επίπεδα.

 

Τα έσοδα της ΓΚ ανήλθαν στο 39,5% του ΑΕΠ το 2010, από 37,9% του ΑΕΠ το 2009, αλλά οι δαπάνες της ΓΚ μειώθηκαν πολύ περισσότερο στο 44,6% του ΑΕΠ το 2010, από 48,3% του ΑΕΠ το 2009.

 

Έτσι, το πρωτογενές έλλειμμα της ΓΚ μειώθηκε στο 5,1% του ΑΕΠ το 2010, από 10,4% του ΑΕΠ το 2009.

 

Ωστόσο, ο λόγος χρέους της ΓΚ προς το ΑΕΠ έφθασε στο 144,9% στο τέλος του 2010, με συμπερίληψη στο δημόσιο χρέος ακόμη και των προνομιούχων μετοχών των τραπεζών που κατέχει το Ελληνικό Δημόσιο, από τις οποίες το 2010 το Δημόσιο είχε έσοδα άνω των € 650 εκατ. και το 2011 άνω των € 850 εκατ. Συμπεριλαμβάνονται επίσης και οι υποχρεώσεις των ΔΕΚΟ που εντάχθηκαν στη ΓΚ τον Νοέμβριο του 2010, όπως προαναφέρθηκε.

 
Τον Μάρτιο του 2011, η Τρόικα ανακοίνωσε ότι, εκτός του υψηλού δημοσίου χρέους, το ελληνικό Δημόσιο διέθετε και μία τεράστια περιουσία, η οποία δεν είχε ληφθεί υπ’ όψει έως τότε και ότι από την ιδιωτικοποίηση αυτής της περιουσίας η Ελλάδα θα μπορούσε να εισπράξει έως και € 50 δισ. στην 5ετία 2011-2015.

 

Ωστόσο, τον Μάρτιο του 2011 οι αποφάσεις για τις επιθετικές υποβαθμίσεις της Ελλάδος είχαν ήδη ληφθεί και κανείς δεν ήταν διατεθειμένος να συνεκτιμήσει τη σημαντική δημοσιονομική προσαρμογή που είχε επιτύχει η Ελλάδα το 2010 ή την αποκάλυψη ότι εκτός από τα υψηλά δημόσια χρέη το Ελληνικό Δημόσιο διέθετε και μία μεγάλη ακίνητη περιουσία την οποία είχε τη δυνατότητα να αξιοποιήσει σταδιακά για να εξυπηρετήσει τα χρέη του στο μέλλον σε συνδυασμό, βέβαια, με τη συνεχιζόμενη προσπάθεια για δραστική μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και για ενίσχυση της αναπτυξιακής δυναμικής της ελληνικής οικονομίας.

 

Βεβαίως, στο θέμα της αξιοποιήσεως της δημόσιας περιουσίας, η κυβέρνηση εμφανίσθηκε με τελείως αρνητική θέση, συμβάλλοντας έτσι στις αρνητικές αξιολογήσεις για την πορεία εφαρμογής της δημοσιονομικής προσαρμογής.

 
Τέλος, τον Νοέμβριο του 2011, η ΕΛΣΤΑΤ ανακοίνωσε ότι, σύμφωνα με τις νεώτερες εκτιμήσεις της, η πτώση του ΑΕΠ την Ελλάδος το 2010 δεν ήταν, τελικά, -4,5%, αλλά πολύ χαμηλότερη στο -3,5%.

 

Ήταν δηλαδή, σημαντικά μικρότερη ακόμη και από τις αρχικές εκτιμήσεις της Τρόικας.

 

Βέβαια, και πάλι στην περίοδο που έγινε αυτή η νέα ανακοίνωση της ΕΛΣΤΑΤ, υπό την απειλή της μη καταβολής της 6ης δόσεως του ΠΧΕ Ι το Φθινόπωρο του 2011, ελάχιστοι ήταν διατεθειμένοι να αξιολογήσουν το γεγονός ότι τελικά η ύφεση στην Ελλάδα το 2011 δεν ήταν -4,5%, αλλά -3,5%.

 

Το -4,5% εξυπηρέτησε τις υποβαθμίσεις της ελληνικής οικονομίας τον Μάρτιο του 2011.

 

Τον Νοέμβριο του 2011 η οικονομία είχε ήδη υποστεί τις δραματικές συνέπειες αυτών των υποβαθμίσεων.

 

Όταν μία οικονομία ευρίσκεται σε κρίση όπως αυτή που επιβάρυνε την ελληνική οικονομία τον Μάρτιο του 2011, οι επιθετικές υποβαθμίσεις και οι δραματικά αρνητικές προβλέψεις για τη μελλοντική της πορεία έχουν σαφώς αυτοεκπληρούμενο χαρακτήρα.

 

Αντί για πρακτικές και πολιτικές που θα οδηγούσαν στην απολύτως αναγκαία ενίσχυση της εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία, η Ελλάδα βρέθηκε σε έναν κυκεώνα πολιτικών, πρακτικών και καταστάσεων που οδηγούσαν με μαθηματική ακρίβεια στην εκ βάθρων υπονόμευση της εμπιστοσύνης στην οικονομία της.
[/accordion]
[accordion title=”Ύφεση και δημοσιονομική προσαρμογή “]

 

Από τον Μάρτιο του 2011, ήταν ήδη εμφανές ότι στο νέο εξαιρετικά αρνητικό οικονομικό περιβάλλον που δημιουργήθηκε στην Ελλάδα, με την καταλυτική συμβολή των ανωτέρω ισχυρών παραγόντων, οι δυνατότητες ανακάμψεως και της δημοσιονομικής προσαρμογής της υπερχρεωμένης ελληνικής οικονομίας είχαν περιορισθεί επικίνδυνα.

 

Τα πολύ αρνητικά αποτελέσματα αυτής της νέας καταστάσεως δεν άργησαν να φανούν:

 

Πρώτον, η ύφεση στην οικονομία στο 1ο 6μηνο 2011 ήταν πολύ βαθύτερη του αναμενομένου.

 

Δεύτερον, η μεγαλύτερη ύφεση, σε συνδυασμό με τις σημαντικές αστοχίες του φορολογικού νόμου του Απριλίου 2010, οδήγησαν σε σημαντική πτώση των καθαρών εσόδων του Τακτικού Προϋπολογισμού (ΤΠ) και των εισπράξεων των Ασφαλιστικά Ταμεία (ΑΤ) από εισφορές ασφαλισμένων και επιχειρήσεων στο 1ο 6μηνο του 2011 και σε προσδοκίες ότι η υλοποίηση του Π2011 δεν ήταν πλέον δυνατή χωρίς τη λήψη και νέων μέτρων.

 

Ειδικότερα:
Στο περιβάλλον των δραστικών υποβαθμίσεων της ελληνικής οικονομίας, η ΕΛΣΤΑΤ κατέγραψε νέα μεγάλη πτώση του ΑΕΠ κατά -7,8% σε ετήσια βάση (χωρίς διόρθωση των στοιχείων για τις εποχιακές διακυμάνσεις) στο 1ο 3μηνο 2011 και στη συνέχεια κατά πτώση κατά -7,3% στο 2ο 3μηνο 2011.

 

Η πτώση αυτή ήταν σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα:

α) Της δραστικής δημοσιονομικής προσαρμογής που είχε τεθεί σε εφαρμογή από το 2ο 6μηνο του 2010 και των ισχυρών αποτελεσμάτων βάσης που υπήρχαν αφού η οικονομική δραστηριότητα στη χώρα στο 1ο 6μηνο του 2011 μετά την εφαρμογή των επώδυνων μέτρων ΔΠ συγκρινόταν με την οικονομική δραστηριότητα στο 1ο 6μηνο του 2010, πριν την εφαρμογή των μέτρων ΔΠ.

 

β) Της καταλυτικής συμβολής της κρατικής πολιτικής της δραστικής μειώσεως των επενδύσεων του ΠΔΕ, της ουσιαστικής διακοπής της εφαρμογής του ΕΣΠΑ 2007-2013 και γενικότερα των επενδύσεων που εξαρτώνται από το κράτος και, τέλος, της σχεδόν πλήρους διακοπής της επενδυτικής και της παραγωγικής λειτουργίας πολλών ΔΕΚΟ.

 

Ωστόσο, η πτώση του ΑΕΠ στο 1ο 6μηνο 2011 οφείλεται και στην εξαιρετικά μεγάλη επιδείνωση του οικονομικού κλίματος στη χώρα από τον Μάρτιο του 2011, λόγω των επιθετικών υποβαθμίσεων της ελληνικής οικονομίας.

 

Αυτό συνέβαλε στην απαρχή της απώλειας καταθέσεων από το τραπεζικό σύστημα και, ταυτοχρόνως, στη δραστική υποβάθμιση των ενεχύρων των τραπεζών για χρηματοδότησή τους από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.

 

Μετά τις υποβαθμίσεις η ρευστότητα στην οικονομία μειώθηκε σταδιακά, με αποτέλεσμα την επιδείνωση της υφέσεως.

 

Παρ’ όλα αυτά, η ελληνική οικονομία ανέκαμψε στο 3ο 3μηνο.’11, όπως θα αναλυθεί στη συνέχεια.

 

 

Οι αδυναμίες που δεν γίνονται αντιληπτές

Επίσης, στο ανωτέρω εξαιρετικά αρνητικό περιβάλλον στο 1ο 6μηνο του 2011 σημειώθηκε μεγάλη πτώση των καθαρών εσόδων του ΤΠ και των εσόδων από εισφορές στα Ασφαλιστικά Ταμεία: Στο 6μηνο αυτό τα καθαρά έσοδα του ΤΠ υποχωρούσαν κατά -8,3% σε ετήσια βάση, έναντι αυξήσεώς τους κατά 8,5% το 2011 που προέβλεπε ο Προϋπολογισμός του 2011.

 

Επίσης, οι εισπράξεις των ΑΤ από εισφορές ήταν σημαντικά μειωμένες με αποτέλεσμα τη μεγάλη αύξηση των επιχορηγήσεων των ΑΤ από τον ΤΠ, πράγμα που οδήγησε στην αύξηση των πρωτογενών δαπανών του ΤΠ κατά 4,5% στο 1ο 6μηνο.’11, σε σύγκριση με την πρόβλεψη για αύξησή τους κατά 1,9% το 2011.

 

Συνολικά, η υλοποίηση του Π2011 στο 1ο 6μηνο 2011 παρουσίασε σημαντική απόκλιση από τους στόχους που είχαν τεθεί.

 

Οι κύριοι παράγοντες που οδήγησαν σε αυτή την απόκλιση, εκτός της βαθύτερης υφέσεως της οικονομίας και της υπονομεύσεως του οικονομικού κλίματος στη χώρα που προαναφέρθηκαν, ήταν οι ακόλουθοι:

 

 

Οι αστοχίες και οι ανεδαφικές ρυθμίσεις του φορολογικού νόμου

α) Ο φορολογικός νόμος του Απριλίου 2010 (ν. 3842/23.4.2010) με βάση τον οποίο είχαν καταρτιστεί οι προβλέψεις του Π2011 για την προαναφερθείσα αύξηση των εσόδων του ΤΠ το 2011.

 

Ο νόμος αυτός συμπεριλάμβανε αφενός φορολογικές ρυθμίσεις (αύξηση αφορολογήτου ορίου εισοδήματος, μείωση των φορολογικών συντελεστών, σύστημα αποδείξεων, κ.ά.) που οδήγησαν τελικά σε εξαιρετικά υψηλές και μη αναμενόμενες απώλειες εσόδων και αφετέρου φορολογικές ρυθμίσεις (χρήση αντικειμενικών κριτηρίων για τον προσδιορισμό του φορολογητέου εισοδήματος των ελεύθερων επαγγελματιών, λογιστικός προσδιορισμός του φορολογητέου εισοδήματος πολλών κατηγοριών εργαζομένων, κ.ά.) που δεν απέδωσαν ούτε στο ελάχιστο την επιδιωκόμενη με αυτές αύξηση των φορολογικών εσόδων.

 

Συνολικά, οι αστοχίες και το πλήθος των ανεδαφικών ρυθμίσεων αυτού του νόμου οδήγησαν σε απώλεια εσόδων το 2011 από τον φόρο εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων, από τον ΦΠΑ και από τον ΕΦΚ καυσίμων άνω των € 4,5 δισ. σε σχέση με τις εκτιμήσεις του Π2011, με το κυριότερο μέρος αυτών των απωλειών να εμφανίζεται στο 1ο 6μηνο του 2011.

 

Οι σημαντικές αυτές αδυναμίες του φορολογικού νόμου δεν είχαν γίνει αντιληπτές από την κυβέρνηση και την Τρόικα πριν εμφανισθούν τα αρνητικά τους αποτελέσματα.

 

Η πτώση των εσόδων από εισφορές

β) Η μεγάλη πτώση των εσόδων από εισφορές ασφαλισμένων και εργοδοτών των μεγάλων ΑΤ της χώρας. Η πτώση αυτή ανήλθε στα € 1,82 δισ. στο 1ο 6μηνο του 2011 και στα € 3,5 δισ. το 2011.

 

Έτσι, τα ελλείμματά τους και οι απαιτήσεις τους για πρόσθετη επιχορήγηση από τον ΤΠ διευρύνθηκαν με αποτέλεσμα οι πρωτογενείς δαπάνες του ΤΠ να καταγράψουν αύξηση 4,8% έως το 9μηνο του 2011.

 

Όμως αυτό ήταν και πάλι πρόβλημα υστερήσεως των εσόδων και όχι πρόβλημα δαπανών.

 

Τελικά, το 2011 ως σύνολο οι πρωτογενείς δαπάνες του ΤΠ ήταν μειωμένες κατά -0,3%, με πτώση των δαπανών για αποδοχές και συντάξεις κατά -4,1%, πτώση των λειτουργικών δαπανών κατά -20,3%, ή κατά € 1,79 δισ. (επιχορηγήσεις ΔΕΚΟ: -35,7%), αύξηση των αποδιδόμενων πόρων κατά € 1,1 δισ. και αύξηση των επιχορηγήσεων των ασφαλιστικών ταμείων κατά € 1,4 δισ.

 

Η δυσλειτουργία των υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονομικών

γ) Η συνεχιζόμενη δυσλειτουργία των υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονομικών που έχουν αρμοδιότητα στην βεβαίωση και την είσπραξη των εσόδων του κράτους, καθώς και των φορέων διοικήσεως και εισπράξεως των εσόδων των ΑΤ.

 

Αρνητικές επιπτώσεις στη λειτουργία αυτών των υπηρεσιών προκύπτουν και από το ότι οι υπηρεσίες αυτές ευρίσκονται στη διετία 2010-2011 σε κατάσταση εκ βάθρων αναδιοργανώσεως και μισθολογικής εκλογικεύσεως, που επιβαρύνει αναπόφευκτα τη λειτουργία τους στην τρέχουσα περίοδο αν και αναμένεται να συμβάλει στην αποτελεσματικότερη και αποδοτικότερη λειτουργία τους στη μεσο-μακροχρόνια περίοδο.

 

Σημειώνονται οι συχνές απεργιακές κινητοποιήσεις με αφορμή μισθολογικές περικοπές, η εκ βάθρων μεταρρύθμιση των ΑΤ και οι μειώσεις συντάξεων, η δημοσιοϋπαλληλική εφεδρεία, οι αυξημένες φορολογικές επιβαρύνσεις, κ.ά.[/accordion]
[accordion title=”Η Συμφωνία της Συνόδου Κορυφής της 21ης Ιουλίου 2011 και το PSI”]

 

Η Τρόικα και οι μεγάλες χώρες της Ζώνης του Ευρώ και οι διεθνείς και πολλοί εγχώριοι αναλυτές και σχολιαστές εξέλαβαν τις ανωτέρω απογοητευτικές αναπτυξιακές και δημοσιονομικές επιδόσεις της Ελλάδος το 1ο 6μηνο 2011 ως απόδειξη της θεωρούμενης αδυναμίας της χώρας να επιτύχει πρόοδο στον τομέα της δημοσιονομικής προσαρμογής.

 

Απέδωσαν τη μεγάλη πτώση των καθαρών εσόδων του ΤΠ και των εσόδων των ΑΤ από εισφορές στη «μεγαλύτερη του αναμενομένου ύφεση» (η οποία απλώς συνέβη χωρίς να ευθύνεται κανείς), αποσιωπώντας ουσιαστικά τις προαναφερθείσες αστοχίες του φορολογικού νόμου (ν. 3842/23.4.2010) και τις δυσλειτουργίες των υπηρεσιών Υπουργείου Οικονομικών και των αντίστοιχων υπηρεσιών των ΑΤ για τη βεβαίωση και την είσπραξη των φόρων και των ασφαλιστικών εισφορών.

 

Το κυριότερο ήταν ότι αποσιωπήθηκε πλήρως η σημαντική δημοσιονομική προσαρμογή και η πρόοδος στον τομέα των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που επέτυχε η χώρα το 2010.

 

Επιπλέον, υποβαθμίσθηκε και η προσπάθεια αντιμετωπίσεως των προβλημάτων που προέκυψαν από τις παραπάνω αποκλίσεις στα έσοδα στο 1ο 6μηνο του 2011 μέσω της νομοθετήσεως σε συνεργασία με την Τρόικα, στο 2ο 6μηνο 2011 όλων των αναγκαίων μέτρων για την απαιτούμενη αύξηση των εσόδων και τη μείωση των πρωτογενών δημοσίων δαπανών το 2011 και το 2012, ώστε να αντισταθμισθεί πλήρως η υστέρηση του 1ου 6μήνου του 2011 και να μειωθεί το έλλειμμα της ΓΚ στον Π2012 σε επίπεδα κάτω του 6,5% του ΑΕΠ.

 

Άλλωστε, η εμπιστοσύνη των αγορών είχε χαθεί, ενώ οι προσπάθειες των ελληνικών κυβερνήσεων για υλοποίηση του προγράμματος προσαρμογής πραγματοποιούνταν σε ένα εξαιρετικά αρνητικό οικονομικό περιβάλλον.

 
Γενικά, τον Ιούλιο του 2011 είχαν διαμορφωθεί συνθήκες που οδηγούσαν στο συμπέρασμα ότι η Ελλάδα δεν είχε πια καμία ελπίδα ή προσδοκία ότι θα μπορούσε και πάλι να προσφύγει αυτόνομα για δανεισμό από τις αγορές από τα μέσα του 2012, όπως προέβλεπε το ΠΧΕ Ι.

 

Διαμορφώθηκε έτσι η ανάγκη για την παροχή στην Ελλάδα ενός 2ου Πακέτου Χρηματοδοτικής Ενισχύσεως (ΠΧΕ ΙΙ) από τη ΖτΕ και από το ΔΝΤ, το οποίο θα έπρεπε να καλύπτει τις χρηματοδοτικές ανάγκες του Ελληνικού Δημοσίου και των ελληνικών τραπεζών έως τουλάχιστον τα τέλη του 2014.

 

Σε αυτή τη συγκυρία οι μεγάλες χώρες της ΖτΕ έθεσαν νέες βασικές προϋποθέσεις για την παροχή της εγκρίσεώς τους και της συμβολής τους σε ένα 2ο ΠΧΕ.

 

Πρώτον, απαίτησαν την αποδοχή και την πιστή εφαρμογή από την Ελλάδα ενός αυστηρότερου Προγράμματος ΔΠ&ΔΜ, του ΜΠΔΣ 2011-2015, που πράγματι καταρτίστηκε σε συμφωνία με την Τρόικα και ψηφίσθηκε εγκαίρως, στις αρχές Ιουλίου 2011, από το ελληνικό Κοινοβούλιο.

 

Δεύτερον, απαίτησαν, επίσης, τη συμμετοχή σε εθελοντική βάση και των ιδιωτών δανειστών του Ελληνικού Δημοσίου (Private Sector Involvement ή PSI) στη διαμόρφωση του ΠΧΕ ΙΙ για την Ελλάδα.

 

Ειδικότερα, η συμβολή των ιδιωτών δανειστών θα συνέβαλε στη σημαντική μείωση των δανειακών αναγκών του Ελληνικού Δημοσίου στην περίοδο 2011-2020, έτσι ώστε να εξασφαλισθεί η άνετη χρηματοδότησή του στην περίοδο έως την εξασφάλιση της αυτόνομης προσφυγής του στις αγορές για την κάλυψη του συνόλου των ετήσιων δανειακών του αναγκών.

 
Συνολικά, κατά την αξιολόγηση της υλοποιήσεως του Προγράμματος ΔΠ&ΔΜ από την Τρόικα, που πραγματοποιήθηκε στο διάστημα Μαΐου-Ιουνίου 2011, εκτιμήθηκε ότι για την απαιτούμενη μείωση του ελλείμματος της ΓΚ σε λιγότερο από το 7,8% του ΑΕΠ το 2011 και σε 6,5% του ΑΕΠ το 2012, ήταν αναγκαία η λήψη πρόσθετων μέτρων αυξήσεως των εσόδων και μειώσεως των δαπανών της ΓΚ, ύψους € 6,74 δισ. για το 2011 και € 13,64 δισ. για το 2012.

 

Τα μέτρα αυτά, τα οποία σε μεγάλο βαθμό διόρθωναν τις επώδυνες για τη χώρα αστοχίες του φορολογικού νόμου (ν. 3842/23.4.2010), προσδιορίσθηκαν και εξειδικεύτηκαν ταχύτατα από την ελληνική κυβέρνηση, συμφωνήθηκαν με την Τρόικα και περιλήφθηκαν στο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2011-2015 (ΜΠΔΣ).

 

Το τελευταίο αποτελούσε συνέχεια του Προγράμματος ΔΠ&ΔΜ του Μαΐου 2010 και συμπεριελάμβανε:

 

α) για πρώτη φορά και το χρονοδιάγραμμα της υλοποιήσεως του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων και αξιοποιήσεως της δημόσιας περιουσίας, αξιοποιώντας και την προετοιμασία που ήδη είχε γίνει στο 3μηνο Μαρτίου–Ιουνίου 2011, και

 

β) το χρονοδιάγραμμα υλοποιήσεως και ολοκληρώσεως των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στις οποίες είχε ήδη σημειωθεί εντυπωσιακή πρόοδος το 2010 και στο 1ο 6μηνο του 2011.

 

Με αυτά τα σημαντικά χαρακτηριστικά, το ΜΠΔΣ 2011-2015 ψηφίσθηκε ως νόμος του κράτους από τη Βουλή στις αρχές Ιουλίου 2011.

 
Έτσι, την 21η Ιουλίου 2011, μετά την ψήφιση του ΜΠΔΣ 2011-2015 και μετά από πολλές πρόσθετες καθυστερήσεις, που συνεπάγονταν και καθυστέρηση στην καταβολή της 5ης δόσης του ΠΧΕ Ι, το Συμβούλιο Κορυφής της ΖτΕ συμφώνησε στην παροχή του ΠΧΕ ΙΙ στην Ελλάδα, το οποίο συμπεριελάμβανε:

 

α) Χρηματοδοτική βοήθεια από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοοικονομικής Σταθερότητας ύψους € 109 δισ. και,

 

β) μία μορφή PSI, σύμφωνα με την οποία οι ιδιώτες δανειστές του Ελληνικού Δημοσίου (ΕΔ) που κατείχαν ομόλογα ύψους περίπου € 135 δισ. που έληγαν στην περίοδο 2011-2020 θα τα αντάλλαζαν με άλλα μακροπρόθεσμα ομόλογα του ΕΔ, μειώνοντας δραστικά τις χρηματοδοτικές ανάγκες του έως το 2020.

 

Με την υπόθεση ενός επιτοκίου προεξοφλήσεως 9,0%, είχε εκτιμηθεί ότι από τις ανωτέρω ανταλλαγές ομολόγων του ΕΔ θα προέκυπτε απώλεια παρούσης αξίας για τους ιδιώτες δανειστές περίπου 21%.

 

Σημαντικό κόστος από την εφαρμογή του ΠΧΕ ΙΙ προέκυπτε και για τις ελληνικές τράπεζες, με απομείωση κατά 21% της αξίας των ομολόγων του ΕΔ που είχαν στην κατοχή τους, με περιορισμένες επιπτώσεις στην κεφαλαιακή τους επάρκεια και χωρίς να θίγεται το ιδιοκτησιακό τους καθεστώς.

 
Σε κάθε περίπτωση το ΠΧΕ ΙΙ της 21ης Ιουλίου 2011 έδιδε τον αναγκαίο χρόνο στην Ελλάδα για να ολοκληρώσει με επιτυχία το ΜΠΔΣ 2011-2015, μειώνοντας δραστικά τα δημοσιονομικά της ελλείμματα και το δημόσιο χρέος της και επαναφέροντας εγκαίρως την ελληνική οικονομία σε πορεία αυτοδύναμης αναπτύξεως με βάση την έγκαιρη ολοκλήρωση του εξαιρετικά φιλόδοξου προγράμματος αποκρατικοποιήσεων και αξιοποιήσεως της δημόσιας περιουσίας όλων των φορέων της ΓΚ (το οποίο αναμένεται να συμβάλει ουσιαστικά στην προσέλκυση σημαντικών ξένων άμεσων επενδύσεων στην Ελλάδα), καθώς και των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων (με δραστική μείωση των παρεμβάσεων του κράτους στην οικονομία) και τη σημαντική βελτίωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της οικονομίας της.

 
Τα κύρια μέτρα που εγκρίθηκαν με το ΠΧΕ ΙΙ του Ιουλίου 2011 θα συνέβαλαν επίσης ουσιωδώς στην ορθή υλοποίηση του ΜΠΔΣ 2011-2015.

 

Όπως σημείωνε ο Επίτροπος Όλι Ρεν στις 5 Αυγούστου 2011, «η μείωση των επιτοκίων των δανείων από τη ΖτΕ και το ΔΝΤ σε 4% περίπου θα μείωνε τις σωρευτικές πληρωμές τόκων κατά περίπου € 25 δισ. μεταξύ 2011 και 2020».

 

Αυτό συνεπαγόταν τη μείωση του χρέους κατά περίπου 10 ποσοστιαίες μονάδες (π.μ.) του ΑΕΠ, ακόμη και χωρίς την επίπτωση του PSI στη μείωση του χρέους της ΓΚ.

 

Η πτώση του χρέους από το PSI είχε εκτιμηθεί τότε στις 12 π.μ. του ΑΕΠ και η συνολική επίπτωση του ΠΧΕ ΙΙ της 21ης Ιουλίου 2011 στη μείωση του χρέους έως το 2020 θα έφθανε σε περίπου 22 π.μ. του ΑΕΠ.

 

Με αυτά τα δεδομένα, το Institute of International Finance (Research Note, August 3, 2011) προέβλεπε ότι με βάση τις αποφάσεις της 21ης Ιουλίου 2011, και με την υπόθεση της πλήρους εφαρμογής από την Ελλάδα του ΜΠΔΣ 2011-2015, το χρέος του Ελληνικού Δημοσίου (χωρίς τις χρηματοοικονομικές εγγυήσεις που θα παρέχονταν από το ΕΤΧΣ για τη διευκόλυνση της ανταλλαγής των ομολόγων του ΕΔ (του PSI) θα διαμορφωνόταν στο 122% του ΑΕΠ το 2015 και στο 98% του ΑΕΠ το 2020, από 142% του ΑΕΠ το 2010.
[/accordion]
[accordion title=”Η αστοχία της Συμφωνίας της 21ης Ιουλίου 2011″]

 

Ωστόσο, η Συμφωνία της 21ης Ιουλίου 2011 σχετικά με το ΠΧΕ ΙΙ για την Ελλάδα άρχισε να αμφισβητείται και υπήρχαν διαρροές ειδήσεων ότι η Ευρωζώνη και το ΔΝΤ αναζητούσαν μία νέα, σημαντικά πιο ενισχυμένη, συμφωνία με μία κατά πολύ μεγαλύτερη συμβολή των ιδιωτών δανειστών του ΕΔ (PSI Plus).

 

Οι κύριοι λόγοι γι’ αυτή την ουσιαστική αλλαγή στάσεως των δανειστών της Ελλάδος που τελικά ακύρωσε την Συμφωνία της 21ης Ιουλίου 2011 (το PSI) και οδήγησε στη Συμφωνία της 26ης Οκτωβρίου 2011 (στο PSI Plus), συνοψίζονται ως εξής:

 

Η διατάραξη της εμπιστοσύνης των επενδυτών

Πρώτον, η απόφαση για το PSI της Ελλάδος οδήγησε το Ευρώ σε κρίση.

 

Η απόφαση της Συνόδου Κορυφής της ΖτΕ της 21ης Ιουλίου 2011 να συμπεριληφθεί στο ΠΧΕ ΙΙ για την Ελλάδα μία σχετικά ήπια εθελοντική PSI, συνεπαγόταν την «απομείωση» κατά 21% της παρούσας αξίας των ομολόγων του ΕΔ που κατείχαν ιδιώτες (τράπεζες και θεσμικοί επενδυτές) και έληγαν στο διάστημα 2011-2020.

 

Αυτή η απόφαση οδήγησε σε ουσιαστική διατάραξη της εμπιστοσύνης των επενδυτών διεθνώς στις αγορές κρατικού χρέους όλων των περιφερειακών χωρών της ΖτΕ, όχι μόνον της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας, αλλά επίσης και της Ισπανίας, της Ιταλίας και ακόμη και των γαλλικών και άλλων ευρωπαϊκών τραπεζών.

 

Η Moody’s από την πλευρά της έσπευσε να επισημάνει στις 25 Ιουλίου 2011 ότι «το Πρόγραμμα ενισχύσεως (για την Ελλάδα) δημιουργεί προηγούμενο για μελλοντικές αναδιαρθρώσεις, εφόσον τα οικονομικά κάποιου άλλου κράτους της Ευρωζώνης γίνουν το ίδιο προβληματικά με αυτά της Ελλάδος».

 

Έτσι, εξ αιτίας του ελληνικού PSI, η ευρωπαϊκή κρίση κρατικών ομολόγων επιδεινώθηκε ραγδαία στο διάστημα Αυγούστου-Σεπτεμβρίου 2011, μετασχηματιζόμενη σε κρίση του ίδιου του Ευρώ.

 

Το λάθος της Τρόικας

Δεύτερον, το ΠΧΕ ΙΙ της 21ης Ιουλίου 2011 χρησιμοποιήθηκε από την Τρόικα για να παρουσιάσει μία απίστευτη διόγκωση του χρέους της ΓΚ της Ελλάδος ως ποσοστό του ΑΕΠ, αντί της αναμενόμενης σημαντικής μειώσεως αυτού του χρέους λόγω της Συμφωνίας.

 

Εκτιμήθηκε, δηλαδή, ότι η εφαρμογή αυτής της συμφωνίας θα οδηγούσε τον λόγο Χρέους/ΑΕΠ της Ελλάδος σε εκρηκτικό άλμα στο 189,1% του ΑΕΠ το 2012 (από 144,9% του ΑΕΠ το 2010) σύμφωνα με το ΔΝΤ, και στο 198,3% του ΑΕΠ το 2012 σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

 

Αυτή η εκτόξευση του χρέους κατά περισσότερο από 50 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ συμπεριλήφθηκε στους πίνακες των εκθέσεων του ΔΝΤ και της ΕΕ χωρίς ουσιαστική εξήγηση.

 

Ο καθένας ήταν ελεύθερος να υποθέσει ότι ήταν αποτέλεσμα μίας περαιτέρω επιδεινώσεως των δημόσιων οικονομικών της χώρας, αντί της ουσιαστικής βελτιώσεώς τους που σημειώθηκε στην πραγματικότητα, όπως αναλύεται στη συνέχεια.

 

Η απλή εξήγηση είναι ότι το ΔΝΤ και η ΕΕ συμπεριέλαβαν στο χρέος του ΕΔ τα εξής:

 

α) Ποσό € 40 δισ. που το ΠΧΕ ΙΙ προέβλεπε να είναι διαθέσιμο ώστε να διατεθεί για την ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών, εάν και όταν αυτό χρειασθεί. Σημειώνεται, ότι έως τον Οκτώβριο του 2011 δεν είχε καταγραφεί χρήση αυτών των κονδυλίων, με την εξαίρεση € 0,4 δισ. που δαπανήθηκαν για την Proton Bank. Βάσει της Συμφωνίας της 21ης Ιουλίου 2011, οι ελληνικές τράπεζες δεν θα χρειάζονταν περισσότερο από € 10 δισ. από τα κονδύλια αυτά. Ακόμη δε και αυτά τα € 10 δισ. θα καλύπτονταν χρησιμοποιώντας ως εξασφαλίσεις περιουσιακά στοιχεία των τραπεζών και θα συνεισέφεραν στο κράτος ετήσιες αποδόσεις έως και 10%.

 

β) Ποσό € 35 δισ., που αντιστοιχούσε σε ομόλογα του ΕΤΧΣ, χωρίς τοκομερίδιο και με διαβάθμιση ΑΑΑ, τα οποία θα ήταν διαθέσιμα ως εγγυήσεις, βελτιώνοντας την πιστοληπτική διαβάθμιση των νέων μακροπρόθεσμων ομολόγων αξίας € 135 δισ., τα οποία η Ελλάδα θα εξέδιδε στον ιδιωτικό τομέα σε αντικατάσταση των ομολόγων που έληγαν στο διάστημα 2012-2020. Το χρέος της Ελλάδος στο πλαίσιο αυτής της συναλλαγής θα ήταν € 135 δισ. και όχι € 170 δισ., όπως διατείνονταν το ΔΝΤ και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Εάν η Ελλάδα εξυπηρετούσε κανονικά το χρέος της, ύψους € 135 δισ., τότε τα € 35 δισ. των πιστωτικών ενισχύσεων δεν θα χρησιμοποιούνταν καν.

 

 

Ο παραλογισμός των μεγεθών και οι επιπτώσεις

Η δημοσίευση από το ΔΝΤ και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή των ανωτέρω παράλογα διογκωμένων μεγεθών για το χρέος του ΕΔ αποτέλεσε ισχυρό εργαλείο στα χέρια κάθε σχολιαστή διεθνώς ο οποίος επιθυμούσε να επιβεβαιώσει ισχυρισμούς που είχαν ήδη υιοθετηθεί και αναφέρονταν εκτενώς στην αφερεγγυότητα και στην αδυναμία της Ελλάδος να «πληρώσει» τα χρέη της.

 

Αποτέλεσε επίσης ισχυρό μηχανισμό για την περαιτέρω επιδείνωση του εγχώριου οικονομικού κλίματος και της καταναλωτικής και επιχειρηματικής εμπιστοσύνης στην Ελλάδα με εξαιρετικά αρνητικές επιπτώσεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα της χώρας (με ουσιαστική παρακίνηση της διαρροής καταθέσεων) και στην ελληνική οικονομία γενικότερα, αλλά και στο πρόγραμμα προσαρμογής της Ελλάδος, ιδιαιτέρως στο 4ο 3μηνο του 2011.

 

Επιπλέον, δημιούργησαν το μεγάλο πρόβλημα για το Ευρώ, το οποίο θα έπρεπε πράγματι να αντιμετωπισθεί με πιο δραστικές αποφάσεις πολιτικής κατά κύριο λόγο στη ΖτΕ, αλλά με την συνδρομή και του ΔΝΤ.

 

 

Η Τρόικα χαμένη στην μετάφραση και οι περίεργες υποθέσεις

Όσον αφορά στην Ελλάδα, οι ανωτέρω εξελίξεις οδήγησαν τελικά στη διαμόρφωση νέας άποψης, που άρχισε να διατυπώνεται ανοικτά από τον Σεπτέμβριο του 2011 ακόμη και από αρμόδιους παράγοντες της ΖτΕ και των κρατών-μελών της αλλά παραδόξως και της ελληνικής κυβερνήσεως, σύμφωνα με την οποία το ΠΧΕ ΙΙ της 21ης Ιουλίου για την Ελλάδα δεν ήταν πλέον αρκετό ή κατάλληλο, και ότι για την σταθεροποίηση του χρέους του ΕΔ και, το κυριότερο, για την σταθεροποίηση της ΖτΕ, ήταν τώρα αναγκαία μία πολύ μεγαλύτερη συμβολή του ιδιωτικού τομέα για δραστικότερη μείωση του ελληνικού δημοσίου χρέους.

 

Μία τέτοια προοπτική βρήκε πρόσφορο έδαφος και στις απόψεις της ελληνικής κυβερνήσεως περί μεταφοράς του δημοσίου χρέους «από τις πλάτες του ελληνικού λαού στις τράπεζες».

 

Έτσι, το 2ο ΠΧΕ της Ελλάδος, που είχε αποφασισθεί από την Σύνοδο Κορυφής της ΖτΕ τον Ιούλιο του 2011, θα έπρεπε να επανασχεδιασθεί με ένα PSI Plus που θα συνεπαγόταν μείωση και της ονομαστικής αξίας του χρέους του ΕΔ.

 
Έτσι, οι διεθνείς επενδυτές άρχισαν να υπολογίζουν μία πολύ μεγαλύτερη απομείωση (50% ή ακόμη και 60%) της αξίας των ομολόγων του ΕΔ, τα οποία οι τράπεζες (και ιδιαιτέρως οι ελληνικές τράπεζες) είχαν εγγεγραμμένα στα βιβλία τους.

 

Αυτό οδήγησε αναπόφευκτα σε νέα κατακόρυφη αύξηση των ελληνικών spreads και, επίσης, σε κατακόρυφη πτώση της τιμής των μετοχών των ελληνικών τραπεζών (που κατείχαν ομόλογα του ΕΔ μεγάλης αξίας) και της ελληνικής χρηματιστηριακής αγοράς συνολικά.

 

Είναι χαρακτηριστικό ότι οι ευνοϊκές επιπτώσεις που είχαν προκύψει από την αναγγελία της συγχωνεύσεως της Alpha Bank με την Eurobank (την 29η Αυγούστου 2011), με σημαντική κεφαλαιακή συμβολή και ξένων επενδυτών, αντιστράφηκαν μέσα σε λίγες ημέρες, ενώ η σημαντική απώλεια καταθέσεων μετά τον Σεπτέμβριο του 2011 δημιούργησε νέα προβλήματα ρευστότητας επιπλέον εκείνων που ήδη υπήρχαν.

 

Όπως ήταν φυσικό, η εξέλιξη αυτή έφερε επιπρόσθετα εμπόδια και αντέστρεψε πλήρως την πορεία ανακάμψεως της ελληνικής οικονομίας που είχε σημειωθεί στο 3ο 3μηνο του 2011, ενώ συνέβαλε επίσης και στη επώδυνη μείωση της αποδόσεως των μέτρων δημοσιονομικής προσαρμογής που είχαν ληφθεί το 2010 και το 2011.

 

Οι ανωτέρω εξελίξεις επιδείνωσαν ιδιαιτέρως το οικονομικό περιβάλλον στον τομέα των ιδιωτικοποιήσεων και του προγράμματος αξιοποιήσεως της δημόσιας περιουσίας.

 

Η πώληση περιουσιακών στοιχείων μεγάλης αξίας σε ένα τέτοιο περιβάλλον ήταν ουσιαστικά αδύνατη.

 

Τελικά, η κυβέρνηση παραδέχθηκε ότι τα έσοδα από τις ιδιωτικοποιήσεις δεν θα υπερέβαιναν τα € 2,0 δισ. το 2011, έναντι του στόχου των € 5,5 δισ. που είχε τεθεί στο ΜΠΔΣ 2011-2015.
Αποκορύφωμα της ανωτέρω διαδικασίας επιδεινώσεως των προοπτικών έγκαιρης ανακάμψεως της ελληνικής οικονομίας ήταν η απότομη περαιτέρω υποβάθμιση των προβλέψεων για την ανάκαμψη και την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας από την Τρόικα που ανακοινώθηκε από τον Αύγουστο του 2011.

 

Αρχικά διαπιστώθηκε ότι η επιβάρυνση του χρέους της ΓΚ της Ελλάδος με τα € 35 δισ. των πιστωτικών ενισχύσεων του ΕΤΧΣ ήταν εμφανώς λανθασμένη.

 

Τότε, παρουσιάσθηκαν εκτιμήσεις για σημαντική επέκταση της διάρκειας και του βάθους της υφέσεως στην ελληνική οικονομία και, στη συνέχεια, για σημαντική μείωση του ρυθμού αναπτύξεως της οικονομίας μετά το 2013 και ακόμη και μετά το 2020.

 

Οι εκτιμήσεις αυτές χρησιμοποιήθηκαν για την εκτίμηση της βιωσιμότητας του χρέους της ΓΚ της Ελλάδος με βάση τη Συμφωνία της 21ης Ιουλίου 2011.

 

Ειδικότερα, η μεγάλη πτώση του ΑΕΠ στο 1ο 6μηνο του 2011 χρησιμοποιήθηκε από την Τρόικα ως αφορμή για τη σημαντική αναθεώρηση προς τα κάτω των προβλέψεών της για πτώση του ΑΕΠ όχι μόνο το 2011 (στο -5,5%, από -3,5%), αλλά και το 2011 και κατά -2,9% (από +0,7%) το 2012.

 

Επιπλέον, η Τρόικα προχώρησε και σε ουσιαστική υποβάθμιση των προβλέψεών της για τον ρυθμό αυξήσεως του πραγματικού και του ονομαστικού ΑΕΠ στην περίοδο 2013-2030.

 

Ειδικότερα, η Τρόικα εκτιμά τη μέση ετήσια αύξηση της παραγωγικότητας στην Ελλάδα στο 1,4% στην περίοδο 2013-2030 (έναντι 2,5% στην περίοδο 1996-2007 και -1,6% στην περίοδο 2008-2011) και τη μέση ετήσια αύξηση της απασχολήσεως στο 0,9% στην περίοδο 2013-2020 και στο 0,0% στην περίοδο 2021-2030.

 

Αν οι υποθέσεις αυτές για την αύξηση της απασχολήσεως επιβεβαιωθούν, τότε το ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα δεν θα μειωθεί κάτω από το 20% του εργατικού δυναμικού έως το 2030.

 

Επίσης η υπόθεση για μέση ετήσια αύξηση της παραγωγικότητας κατά μόνο 1,4% στην περίοδο 2013-2030 συνεπάγεται ότι οι εκ βάθρων διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα (οι οποίες θα ολοκληρωθούν έως το τέλος του 2013) πραγματοποιούνται με στόχο τη δραστική μείωση του ρυθμού αυξήσεως της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας και όχι το αντίθετο.

 
Η Τρόικα εξηγεί τις ανωτέρω περίεργες υποθέσεις της με διάφορους τρόπους μεταξύ των οποίων και το ακόλουθο επιχείρημα:

 

«Από την τέταρτη αξιολόγηση (δηλ. από τον Ιούνιο 2011) και μετά, η κατάσταση στην Ελλάδα άλλαξε προς το χειρότερο, με την προσαρμογή της οικονομίας να γίνεται ολοένα και περισσότερο μέσω της υφέσεως και της μειώσεως των μισθών και των τιμών, αντί μέσω των αυξήσεων της παραγωγικότητας που αναμένονταν να προκύψουν λόγω των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων».

 

Γενικά, η Τρόικα εμφανίζεται να εκτιμά ότι στην περίοδο Μαΐου 2010-Σεπτ. 2011 υπήρξαν καθυστερήσεις στην υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων στην Ελλάδα και με κάποιο τρόπο εκτιμά ότι αυτές οι καθυστερήσεις θα επηρεάσουν αρνητικά την ανάπτυξη όχι μόνο βραχυχρόνια, δηλαδή στην περίοδο 2011-2013, αλλά και μακροχρόνια, το 2016-2030.

 

Σχετικά υποστηρίζεται από τα στελέχη της ότι: «οι μεταρρυθμίσεις νομοθετούνται αλλά δεν εφαρμόζονται», ότι «υπάρχει κόπωση στον τομέα των μεταρρυθμίσεων», κ.ά., που είχαν κάποια βάση δεδομένου του κόστους της προσαρμογής για τα εισοδήματα και την απασχόληση.

 

 

To υπόβαθρο της κατάθλιψης

Τέτοιου είδους διαπιστώσεις, όμως, προσφέρουν ατυχώς το θεωρητικό υπόβαθρο για τους αναλυτές παγκοσμίως και για τα ελληνικά και τα ξένα μέσα ενημερώσεως να παρουσιάζουν την Ελλάδα ως χώρα στην οποία δεν μπορεί να υπάρξει ουσιαστική ανάπτυξη, π.χ. με αύξηση της παραγωγικότητας, με επανένταξη των ανέργων στο εργατικό δυναμικό, με αύξηση του ποσοστού απασχολήσεως (ιδιαιτέρως στους νέους, τις γυναίκες και τους ηλικιωμένους, με εκμετάλλευση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της χώρας σε πολλούς τομείς, κ.ά.,) ούτε καν μετά το 2020.

 

Όσον αφορά στην αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ της Ελλάδος στην περίοδο 2012-2030, οι υποθέσεις της Τρόικας για τις αναπτυξιακές προοπτικές της Ελλάδος άλλαξαν και πάλι προς το χειρότερο τον Φεβρουάριο του 2012.

 

Τον Οκτώβριο του 2011 προέβλεπε ότι ο μέσος ετήσιος ρυθμός αυξήσεως του ΑΕΠ στην Ελλάδα στη δεκαετία του 2020 θα ήταν 1,5%.

 

Τον Φεβρουάριο του 2012 η εκτίμηση της Τρόικας είναι ότι η μέση ετήσια αύξηση του ΑΕΠ στην Ελλάδα στην ίδια δεκαετία δεν θα υπερβεί το 1,4%.

 
Όσον αφορά στην δημοσιονομική προσαρμογή, προβλέπεται η δημιουργία πρωτογενούς πλεονάσματος της ΓΚ άνω των 4 π.μ. του ΑΕΠ από το 2014 και μετά, με πολύ μεγαλύτερη συγκέντρωση της δημοσιονομικής προσπάθειας στα έτη 2013 και 2014 σε σχέση με προηγούμενες προβλέψεις.

 

Οι προβλέψεις του ΔΝΤ για έσοδα και πρωτογενείς δαπάνες για την περίοδο από το 2013 και μετά είναι ενδεικτικές καθώς δεν έχουν ταυτοποιηθεί συγκεκριμένα μέτρα στους τομείς των εσόδων και των δαπανών που να οδηγούν στον επιδιωκόμενο στόχο ενός πρωτογενούς πλεονάσματος συμβατού με την αποκλιμάκωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ κάτω του 120% από το 2010 και μετά.

 

Επίσης, σύμφωνα με τις υποθέσεις του Οκτωβρίου 2011, τα έσοδα από τις ιδιωτικοποιήσεις και από την αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας του ΕΔ δεν θα υπερέβαιναν τα € 46 δισ. στο διάστημα 2011-2020, συμπεριλαμβανομένων και των επιστροφών κεφαλαίων από € 40 δισ. που η Τρόικα θεωρούσε ότι θα αντλούνταν για την ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών.

 
Με βάση τις ανωτέρω υποθέσεις η Τρόικα εκτίμησε τον Οκτώβριο του 2011 ότι το χρέος της ΓΚ της Ελλάδος (με βάση τις αποφάσεις της 21ης Ιουλίου, αλλά χωρίς τις εγγυήσεις του ΕΤΧΣ) θα έφθανε στο 186% του ΑΕΠ το 2013, από 145% το 2010, και ότι θα μειωνόταν κάτω από το 152% του ΑΕΠ μόλις το 2020, και κάτω από το 130% του ΑΕΠ μόλις το 2030.

 

Έτσι, παρότι ο λόγος Χρέους/ΑΕΠ θα είχε καθοδική τάση από το 2013 και μετά, η Τρόικα εκτίμησε τον Οκτώβριο του 2011 ότι, με βάση το ΠΧΕ ΙΙ της 21ης Ιουλίου 2011, ο λόγος Χρέους/ΑΕΠ θα παρέμενε πολύ υψηλός έως το 2020, ακόμη και έως το 2030.

 

Με αυτά τα δεδομένα η βιωσιμότητα του ελληνικού δημοσίου χρέους δεν θα μπορούσε να εξασφαλισθεί.

 

Επομένως, η ανάγκη για μεγαλύτερη αναδιάρθρωση και μείωση της ονομαστικής αξίας αυτού του χρέους είχε αναγνωρισθεί και από την ίδια την Τρόικα.

 

Οι ανωτέρω διεργασίες συνέβαλαν στην εκ νέου απότομη εμβάθυνση της υφέσεως στην Ελλάδα στο 4ο 3μηνο του 2011 με αρνητικές επιπτώσεις και στην πορεία υλοποιήσεως του Π2012.

 

Βάσει αυτού του δεδομένου, για να προχωρήσουν στην επικύρωση του ΠΧΕ ΙΙ με προώθηση και του PSI Plus, το Eurogroup και το IMF απαίτησαν από την ελληνική κυβέρνηση και την Τρόικα να συμφωνήσουν σε νέα μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής (επιπλέον αυτών που είχαν αποφασισθεί τον Μάϊο-Ιούλιο 2011) που θα εξασφάλιζαν την επίτευξη των στόχων μειώσεως των ελλειμμάτων του δημοσίου τομέα με την υπόθεση της πολύ μεγαλύτερης υφέσεως στην οικονομία το 2011 αλλά και το 2012.

 

Στο πλαίσιο αυτό, η Τρόικα απαίτησε την περαιτέρω ενίσχυση του ΜΠΔΣ 2011-2014 με πρόσθετα μέτρα αυξήσεως των δημοσίων εσόδων και μειώσεως των πρωτογενών δημοσίων δαπανών στο διάστημα Σεπτεμβρίου-Νοεμβρίου 2011.

 

Η κυβέρνηση θεσμοθέτησε όλα τα νέα μέτρα που ζητήθηκαν από την Τρόικα στο 4ο 3μηνο του 2011, αλλά αυτό είχε ως συνέπεια, εκτός της ακόμη μεγαλύτερης υφέσεως, και την ουσιαστική αποδυνάμωση της κυβερνητικής πλειοψηφίας στη Βουλή σε βαθμό που καθιστούσε εξαιρετικά δύσκολη τη συνέχιση της λειτουργίας της μονοκομματικής κυβερνήσεως.

 

Παρ’ όλα αυτά η Βουλή των Ελλήνων ψήφισε το εκ νέου αναθεωρημένο νέο ΜΠΔΣ τον Οκτώβριο του 2011 και έθεσε τις βάσεις για την επικύρωση του επίσης αναθεωρημένου ΠΧΕ ΙΙ για την Ελλάδα, με την συμπερίληψη του PSI Plus που θα καθιστούσε το δημόσιο χρέος της εν τέλει βιώσιμο.

 

Μετά από πολλές νέες καθυστερήσεις, ακόμη και για την καταβολή της 6ης δόσης του δανείου των € 110 δισ., το Συμβούλιο Κορυφής της ΖτΕ την 26η Οκτωβρίου 2011 επικύρωσε το αναθεωρημένο ΠΧΕ ΙΙ της Ελλάδος που συνίστατο στα ακόλουθα.[/accordion]
[accordion title=”Η Συμφωνία της Συνόδου Κορυφής της 26ης Οκτωβρίου 2011″]

 

Το αναθεωρημένο ΠΧΕ ΙΙ της 26ης Οκτωβρίου 2011 περιλαμβάνει την «εθελοντική» μείωση κατά 50% της ονομαστικής αξίας των ομολόγων του ΕΔ που διακρατούνται από τον ιδιωτικό τομέα (το PSI Plus).

 

Οι βασικές συνιστώσες του αναπροσαρμοσμένου ΠΧΕ ΙΙ της 26ης Οκτωβρίου 2011 είναι οι εξής :

 
α) Παροχή, εκ μέρους της ΖτΕ και του ΔΝΤ, νέας κρατικής χρηματοδοτήσεως στην Ελλάδα, ύψους € 100 δισ. έως το 2014. Από το ποσό αυτό, € 40 δισ. θα χρησιμοποιηθούν για να αυξηθούν οι πόροι του Ελληνικού Ταμείου Χρηματοοικονομικής Σταθερότητας σε € 50 δισ. Τα κεφάλαια αυτά θα ήταν διαθέσιμα για να χρησιμοποιηθούν για την ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών, ανάλογα με τις ανάγκες που θα προέκυπταν, ιδιαιτέρως από τη συμμετοχή τους στο PSI Plus.

 
β) Μείωση κατά 50% της ονομαστικής αξίας των ομολόγων του ΕΔ που κατέχει ο ιδιωτικός τομέας (€ 206 δισ.), σε συνδυασμό με την παροχή από το ΕΤΧΣ πιστωτικών ενισχύσεων ύψους € 30 δισ. για τη βελτίωση της πιστοληπτικής διαβαθμίσεως των νέων ομολόγων ΕΔ μεγαλύτερης διάρκειας και ονομαστικής αξίας € 103 δισ. (σε περίπτωση συμμετοχής των ιδιωτών κατά 100%), τα οποία θα δοθούν σε αντάλλαγμα για τα υφιστάμενα ομόλογα.

 
γ) Υποστήριξη της ποιότητας των εξασφαλίσεων που παρέχουν οι ελληνικές τράπεζες, ώστε να διασφαλισθεί η συνέχιση της χρήσεως τους για την πρόσβαση των τραπεζών στις πράξεις παροχής ρευστότητας μέσω του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών.

 

Με βάση τη Συμφωνία της 26ης Οκτωβρίου 2011 και χρησιμοποιώντας τις παραδοχές του Οκτωβρίου 2011 της ίδιας της Τρόικας για τον ρυθμό αυξήσεως του ονομαστικού ΑΕΠ, τη δημοσιονομική προσαρμογή και τα έσοδα από τις ιδιωτικοποιήσεις στο διάστημα 2011-2030, ο λόγος Χρέους/ΑΕΠ εκτιμήθηκε ότι θα μειωνόταν στο 120% του ΑΕΠ το 2020 και κάτω από 100% του ΑΕΠ το 2030, έναντι 152% του ΑΕΠ το 2020 και 130% του ΑΕΠ το 2030 βάσει της Συμφωνίας της 21ης Ιουλίου 2011.

 

Με αυτά τα δεδομένα, με την πλήρη εφαρμογή του ΠΧΕ ΙΙ της 26ης Οκτωβρίου 2011, το ελληνικό χρέος θεωρήθηκε από την Τρόικα ότι ήταν βιώσιμο, ακόμη και με βάση τις προαναφερθείσες, εξαιρετικά υποβαθμισμένες, υποθέσεις της για την ανάπτυξη και τη δημοσιονομική προσαρμογή.

 
Ωστόσο, η εφαρμογή και της Συμφωνίας της 26ης Οκτωβρίου 2011 συνέχισε να καθυστερεί, με την ελληνική οικονομία να δέχεται εξαιρετικά επώδυνα πλήγματα από τη δραματική επιδείνωση του οικονομικού κλίματος στη χώρα και από τη διαρροή καταθέσεων από τις τράπεζες που δημιουργούσαν τις συνθήκες για μεγαλύτερη πτώση της οικονομικής δραστηριότητας και για αλματώδη αύξηση της ανεργίας.

 

Είναι χαρακτηριστικό ότι η 6η δόση του δανείου του ΠΧΕ Ι δόθηκε τελικά τον Δεκέμβριο (αντί για τον Σεπτέμβριο) του 2011, υποχρεώνοντας το Ελληνικό Δημόσιο να αποσύρει το σύνολο των καταθέσεών του στις ελληνικές τράπεζες και να πληρώνει υψηλά επιτόκια στις εκδόσεις ΕΓΕΔ για την εξυπηρέτηση των καθημερινών του υποχρεώσεων.

 

Υπό αυτές τις συνθήκες η Ελλάδα βρέθηκε σε εξαιρετικά δύσκολη θέση για τους ακόλουθους λόγους:

 

α) Το πολιτικό σύστημα στη χώρα δέχθηκε ισχυρές αναταράξεις, ιδίως μετά την καταστροφική για την αξιοπιστία και την ευρωπαϊκή πορεία της χώρα, αλλά και για την Ευρώπη στο σύνολό της, πρόταση της ελληνικής κυβερνήσεως για την διενέργεια δημοψηφίσματος στην Ελλάδα για την παραμονή ή όχι της χώρας στην Ευρωζώνη.

 

Από τα τέλη Νοεμβρίου 2011 έγινε φανερό ότι η τότε μονοκομματική κυβέρνηση δεν ήταν πλέον σε θέση:

 

(1) να συνεχίσει την προσπάθεια υλοποιήσεως των εξαιρετικά επώδυνων μέτρων δημοσιονομικής προσαρμογής που είχαν ήδη θεσπισθεί,

 

(2) να προωθήσει την έγκαιρη υλοποίηση του PSI Plus και

 

(3) να καταρτίσει και να περάσει από τη Βουλή την νέα δανειακή σύμβαση για την εφαρμογή του ΠΧΕ ΙΙ με βάση τη Συμφωνία της Συνόδου Κορυφής της 26ης Οκτωβρίου 2011.

 

Σε αυτή την κρίσιμη περίοδο για τη χώρα τα δύο μεγάλα κόμματα της Βουλής συμφώνησαν στη δημιουργία κυβερνήσεως συνεργασίας, η οποία λειτούργησε υποδειγματικά και αποτελεσματικά την περίοδο Δεκεμβρίου 2011–Απριλίου 2012 για να φέρει σε πέρας το δύσκολο έργο της υλοποιήσεως του PSI Plus και, γενικότερα, του ΠΧΕ ΙΙ.

 

β) Η επάνοδος της οικονομίας σε πορεία εμβαθύνσεως της υφέσεως στο 4ο 3μηνο.’11 ήταν αναπόφευκτη, παρά την εξαιρετικά ικανοποιητική εξέλιξη των περισσότερων μακροοικονομικών μεγεθών στο 3ο 3μηνο του 2011.

 

Οι εκτιμήσεις για την ύφεση στην οικονομία τόσο κατά το 2011, όσο και κατά το 2012 επιδεινώθηκαν ακόμη περισσότερο και αυτό οδήγησε σε νέες εκτιμήσεις για τη ανάγκη λήψεως πρόσθετων μέτρων μειώσεως των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, καθώς και πιο επιθετικών μέτρων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων τα οποία θα έπρεπε να θεσμοθετήσει και να υλοποιήσει ταχύτατα η νέα κυβέρνηση συνεργασίας.

 

Η επάνοδος της Τρόικας στην Ελλάδα τον Ιανουάριο του 2012 συνδυάσθηκε με νέα επιδείνωση των εκτιμήσεών της για την ύφεση το 2012 και με νέα υποβάθμιση των εκτιμήσεών της για τις αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας στην περίοδο 2013-2025.

 

Συνδυάσθηκε επίσης με εκτιμήσεις σύμφωνα με τις οποίες η υλοποίηση του Προϋπολογισμού του 2012 απαιτούσε τη λήψη και νέων μέτρων ύψους € 3,1 δισ. (1,5% του ΑΕΠ), ενώ η ανάκαμψη της οικονομίας απαιτούσε και νέα πιο δραστικά μέτρα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και ενισχύσεως της ανταγωνιστικότητας με έμφαση στην αγορά εργασίας και ειδικότερα στη σημαντική μείωση των κατώτατων μισθών και των μισθών γενικότερα στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας.

 

Αυτά δε τα νέα μέτρα θα έπρεπε να θεσπισθούν και να υλοποιηθούν πριν την υλοποίηση του ΠΧΕ ΙΙ, του οποίου η έγκριση από τη ΖτΕ και από το ΔΝΤ εκκρεμούσε από τον Μάϊο του 2011.

 

Η ελληνική κυβέρνηση, όπως και στις αναρίθμητες προηγούμενες περιπτώσεις, θεσμοθέτησε με μεγάλη πλειοψηφία στη Βουλή και έθεσε σε εφαρμογή όλα τα νέα μέτρα που απαιτήθηκαν, συμπεριλαμβανομένων και των δραστικών μέτρων μειώσεως των κατώτατων μισθών στον ιδιωτικό τομέα κατά 22%, ή κατά 32% για νέους κάτω των 24 ετών, καθώς και των μέτρων που αφορούν την δραστική μείωση των παροχών στον τομέα των επικουρικών συντάξεων και τη νέα μείωση των κύριων συντάξεων για τα ποσά άνω των € 1.300.[/accordion]
[accordion title=”Η Συμφωνία της Συνόδου Κορυφής της 20ης Φεβρουαρίου 2012 και η υλοποίηση του PSI Plus “]

 

Η τελική έγκριση του ΠΧΕ ΙΙ ολοκληρώθηκε (με νέα μεγάλη καθυστέρηση) την 20η Φεβρουαρίου 2011, αφού πρώτα είχε εξασφαλισθεί από τους Ευρωπαίους εταίρους, πρώτον, μεγαλύτερη μείωση της ονομαστικής αξίας των ομολόγων του ΕΔ που κατείχαν οι ιδιώτες (τράπεζες, ασφαλιστικές εταιρίες και θεσμικοί επενδυτές) κατά 53,5% και, δεύτερον, ένταξη στο υπό αναδιάρθρωση δημόσιο χρέος και του χρέους ορισμένων δημοσίων επιχειρήσεων και Οργανισμών εντός ή εκτός της γενικής κυβερνήσεως που είναι εγγυημένο από το ΕΔ, με επιβάρυνση αποκλειστικά των ελληνικών τραπεζών.

 
Η ελληνική κυβέρνηση προχώρησε ταχύτατα στην υλοποίηση του PSI Plus και πριν την 15η Μαρτίου είχε ήδη πραγματοποιηθεί με μεγάλη επιτυχία η ανταλλαγή των ομολόγων του ΕΔ, ύψους € 177 δισ., που είχαν εκδοθεί με βάση το ελληνικό δίκαιο, με νέα μακροπρόθεσμα ομόλογα ονομαστικής αξίας κατά 53,5% χαμηλότερη από την αξία των αρχικών ομολόγων.

 

Η όλη διαδικασία της ανταλλαγής (του PSI Plus) θα έχει ολοκληρωθεί έως τις 11 Απριλίου 2012 με την ολοκλήρωση της ανταλλαγής των ομολόγων που έχουν εκδοθεί με βάση ξένο δίκαιο.

 

Μετά τα ανωτέρω, το Eurogroup της 12ης Μαρτίου 2012 ενέκρινε το χρονοδιάγραμμα εκταμιεύσεως του 2ου ΠΧΕ της Ελλάδος, ύψους € 130 δισ., τόσο όσον αφορά την παροχή των αναγκαίων χρηματοδοτήσεων για την υλοποίηση του PSI Plus, ύψους περίπου € 70 δισ., όσο και την εκταμίευση των πρόσθετων χρηματοδοτήσεων, ύψους περίπου € 60 δισ.

 

Ειδικότερα, τα € 30 δισ. θα παραχωρηθούν με τη μορφή ομολόγων του ΕΤΧΣ για να καλύψουν το 15% της αξίας των ομολόγων του ιδιωτικού τομέα που συμμετέχουν στην ανταλλαγή μέσω του PSI Plus, ενώ επιπλέον € 40 δισ. προσφέρονται για την ενίσχυση των κεφαλαίων του ελληνικού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ).

 

Τα κεφάλαια του ΤΧΣ, συνολικού ύψους € 50 δισ., θα χρησιμοποιηθούν δυνητικά για την κάλυψη των αυξημένων αναγκών ανακεφαλαιοποιήσεως των ελληνικών τραπεζών για κάλυψη των ζημιών τους από τη συμμετοχή τους στο PSI Plus, καθώς και από την απομείωση των δανείων τους τα επόμενα έτη.

 

Τα υπόλοιπα € 60 δισ. θα προστεθούν στα κεφάλαια ύψους € 34,5 δισ. που έχει ακόμη να λάβει η Ελλάδα από το ΠΧΕ Ι του Μαΐου 2010.

 

Τέλος, τα έσοδα από αποκρατικοποιήσεις εκτιμώνται σε περίπου € 20 δισ. στην περίοδο 2012-2015.

 

Αυτά τα κεφάλαια θα καλύψουν τις υπόλοιπες (μετά το PSI Plus) χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας στην περίοδο έως το 2015.

 
Με την ολοκλήρωση του PSI Plus και την εφαρμογή του ΠΧΕ ΙΙ, διαμορφώνονται τελικά (έστω και αργά) οι συνθήκες επαρκούς χρηματοδοτήσεως του ΕΔ τουλάχιστον έως το 2015, υπό την προϋπόθεση της συνεχίσεως της δημοσιονομικής προσαρμογής με την δημιουργία πρωτογενών πλεονασμάτων ύψους (σωρευτικά) € 21 δισ. περίπου στην περίοδο 2012-2015, όπως προβλέπεται στο 2ο Μνημόνιο Οικονομικής Πολιτικής του Φεβρουαρίου 2012.

 

 

Μείωση της αβεβαιότητας και επαναφορά του οικονομικού κλίματος

Με βάση τα ανωτέρω, η ολοκλήρωση του PSI Plus και του ΠΧΕ ΙΙ αποκτούν ακόμη μεγαλύτερη σημασία για την Ελλάδα.

 

Τόσο η πορεία του ονομαστικού ΑΕΠ της χώρας όσο και η δημοσιονομική προσαρμογή θα βελτιωθούν ουσιαστικά με τη μείωση της αβεβαιότητας και την επαναφορά του οικονομικού κλίματος στη χώρα σε επίπεδα πολύ καλύτερα από αυτά που αντιστοιχούν σε καταστάσεις καταστροφολογίας, πανικού και αποσυνθέσεως του πολιτικού συστήματος, όπως αυτές που επικράτησαν στην Ελλάδα στην περίοδο Σεπτεμβρίου 2011–Φεβρουαρίου 2012.

 

Είναι ευνόητο ότι οι εξελίξεις στην ελληνική οικονομία μετά το 2013 δεν είναι δυνατό να προσδιορίζονται με βάση τις εξελίξεις το 2011 και ιδιαιτέρως με βάση τις συνθήκες που επικρατούσαν στο 4ο 3μηνο του 2011 και στο 1ο 2μηνο του 2012.
[/accordion]
[accordion title=”Η εντυπωσιακή δημοσιονομική προσαρμογή το 2011-2012″]

 

Στο ανωτέρω εξαιρετικά αρνητικό οικονομικό περιβάλλον των επώδυνων καθυστερήσεων στην έγκριση του ΠΧΕ ΙΙ και στην καταβολή των δόσεων του ΠΧΕ Ι, της αυτοτροφοδοτούμενης καταστροφολογίας, του πανικού και της χρησιμοποιήσεως της οικονομικής κρίσεως ως πρόσχημα και της δυσλειτουργίας κρατικού μηχανισμό ως ευκαιρία αποφυγής εκπληρώσεως των υποχρεώσεων μιας μεγάλης μερίδας φορολογουμένων προς το κράτος, η δημοσιονομική προσαρμογή που επέτυχε η Ελλάδα το 2011 ήταν ακόμη πιο εντυπωσιακή από αυτή που επιτεύχθηκε το 2010.

 

Επιτεύχθηκε περαιτέρω σημαντική μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, σε ένα περιβάλλον πρωτοφανούς επιβαρύνσεως της ελληνικής οικονομίας από τη συνεχή υπονόμευση του οικονομικού κλίματος και της εμπιστοσύνης των εγχώριων νοικοκυριών και των επιχειρήσεων.

 

Επιπλέον, στις αρχές του 2012 ελήφθησαν όλα τα αναγκαία μέτρα για την περαιτέρω αύξηση των δημοσίων εσόδων και μείωση των δημοσίων δαπανών που εξασφαλίζουν τη μείωση του ελλείμματος της ΓΚ σε επίπεδα κάτω από το 6,7% του ΑΕΠ το 2012 (από 15,8% του ΑΕΠ το 2009) και τον μηδενισμό του πρωτογενούς ελλείμματος της ΓΚ από το τρέχον έτος, από έλλειμμα 10,6% του ΑΕΠ το 2009.

 

Το 2011 τέθηκαν επίσης στέρεες βάσεις και προσδιορίσθηκε με αξιοσημείωτη σαφήνεια η πολιτική και τα συγκεκριμένα μέτρα με τα οποία θα επιτευχθεί η περαιτέρω μείωση των ελλειμμάτων της ΓΚ και η δημιουργία πρωτογενών πλεονασμάτων ύψους 4,5% του ΑΕΠ το 2013-2015.

 

 

Τα πρωτογενή πλεονάσματα του 2013-2014

Επομένως, με τα μέτρα που έχουν ήδη ληφθεί και εφαρμόζονται, η Ελλάδα έχει εξασφαλίσει τον μηδενισμό του πρωτογενούς ελλείμματος της ΓΚ από το 2012, ενώ έχουν προσδιορισθεί επίσης με σαφήνεια οι βασικές κατευθύνσεις πολιτικής (μείωση της απασχολήσεως στο δημόσιο τομέα κατά 150.000 άτομα έως το 2015, περαιτέρω εκλογίκευση των προγραμμάτων κοινωνικής πολιτικής έτσι ώστε να ευνοούνται μόνο όσοι τα έχουν ανάγκη, περαιτέρω εκσυγχρονισμός και εκλογίκευση της λειτουργίας των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως (ΟΤΑ), των Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης (ΟΚΑ) και του τομέα της υγείας με αύξηση της συμμετοχής των ασθενών στην ανάκτηση του κόστους των προσφερόμενων υπηρεσιών, αύξηση των εσόδων της γενικής κυβερνήσεως στο 43,5% του ΑΕΠ το 2014, από 41,0% του ΑΕΠ το 2011, περιορισμός της υφέσεως στην οικονομία το 2012–2013 και ενίσχυση της ανακάμψεως το 2014-2015, έναρξη αποδόσεως των μέτρων της εκ βάθρων μεταρρυθμίσεως του ασφαλιστικού συστήματος της χώρας, κ.ά.) για την επίτευξη ικανών πρωτογενών πλεονασμάτων το 2013-2014.

 

Ειδικότερα:

 
Το έλλειμμα της ΓΚ υποχώρησε περαιτέρω στο 9,2% του ΑΕΠ το 2011, παρότι η φοροδιαφυγή και η εισφοροδιαφυγή σημείωσαν νέα έξαρση κατά το έτος αυτό, με τα έσοδα της ΓΚ να μειώνονται στα € 88,3 δισ. το 2011, από € 89,8 δισ. το 2010.

 

Ωστόσο, οι πρωτογενείς δαπάνες της ΓΚ μειώθηκαν εκ νέου σημαντικά στο € 93,5 δισ. το 2011, από € 101,0 δισ. το 2010 και € 112,8 δισ. το 2009.

 

Έτσι, το πρωτογενές έλλειμμα της ΓΚ μειώθηκε στο 2,4% του ΑΕΠ το 2011, από 10,7% του ΑΕΠ το 2009.

 

Ωστόσο, ο λόγος του χρέους της ΓΚ προς το ΑΕΠ έφθασε στο 165,3% του ΑΕΠ στο τέλος του 2011, λόγω της επιπλέον επιβαρύνσεώς του κατά € 7,0 δισ. περίπου από καταπτώσεις εγγυήσεων του Δημοσίου και άλλες επιβαρύνσεις, ενώ τα έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις ανήλθαν στα € 1,5 δισ. περίπου.

 
Φυσικά, το έλλειμμα της ΓΚ το 2011 διαμορφώθηκε σε επίπεδο υψηλότερο του στόχου που είχε τεθεί στον Προϋπολογισμό του 2012 για έλλειμμα 7,8% του ΑΕΠ.

 

Αυτό, ωστόσο, συνέβη σε μεγάλο βαθμό επειδή για ορισμένα από τα μέτρα που νομοθετήθηκαν το 2ο 6μηνο 2011, τα αποτελέσματά τους θα γίνουν αισθητά κυρίως το 2012.

 

Επιπλέον, μεγάλο μέρος της υπερβάσεως του ελλείμματος ΓΚ το 2011 οφείλεται στην αύξηση των πληρωμών για τόκους σε 6,8% του ΑΕΠ το 2011, από 5,7% του ΑΕΠ το 2010.

 

Τέλος, η δημοσιονομική προσαρμογή το 2011 επιτεύχθηκε παρότι τα φορολογικά έσοδα και τα έσοδα από τις εισφορές των ΟΚΑ μειώθηκαν σημαντικά, για τους λόγους που αναλύθηκαν στα προηγούμενα κεφάλαια.

 
Έτσι, όπως επισημάνθηκε και από την Τρόικα, «παρά τις (κάποιες) ελλείψεις στην υλοποίηση των μέτρων δημοσιονομικής προσαρμογής, οι προσπάθειες εξυγιάνσεως της ελληνικής οικονομίας είναι πολύ σημαντικές και υπερβαίνουν την εμπειρία άλλων χωρών της ΕΕ-27».

 

«Αυτά τα μέτρα ευθυγραμμίζουν την πρόβλεψη για το έλλειμμα του 2012 με το συμφωνημένο ανώτατο όριο, αλλά το δημοσιονομικό κενό του 2012 δεν έχει κλείσει πλήρως (σημείωση: έκλεισε τελικά με τα μέτρα ύψους € 3,1 δισ. που εξειδικεύτηκαν και εφαρμόζονται από τις αρχές του 2012).

 

Τα περισσότερα από τα νέα μέτρα δημοσιονομικής εξυγιάνσεως εφαρμόζονται ήδη από το 4ο 3μηνο 2011 και, επομένως, συμβάλλουν στη βελτίωση των δημοσιονομικών λογαριασμών. Ωστόσο, η επίδρασή τους για ένα πλήρες έτος θα αποτυπωθεί στους λογαριασμούς του 2012».

 
Όπως έχει ήδη αναλυθεί, για την επίτευξη της ανωτέρω σημαντικής δημοσιονομικής προσαρμογής το 2011 και το 2012, η ελληνική κυβέρνηση αναγκάσθηκε να πραγματοποιήσει αλλεπάλληλες παρεμβάσεις με εξειδίκευση και θέσπιση αλλεπάλληλων πακέτων μέτρων πολιτικής, ιδιαιτέρως δε μέτρα για τη διόρθωση και αντικατάσταση μέτρων πολιτικής (π.χ. του φορολογικού νόμου του Απριλίου 2010) που κατά το 2011 αποδείχθηκε ότι δεν απέδιδαν τα αναμενόμενα.[/accordion]
[accordion title=”Η πορεία των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων”]

 

Η δημοσιονομική προσαρμογή την περίοδο 2010-2012 συνοδεύτηκε και από ευρείας κλίμακας διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, οι περισσότερες από τις οποίες νομοθετήθηκαν (αν και ατελώς) και ευρίσκονται σε διαδικασία υλοποιήσεως (αν και με σημαντικές καθυστερήσεις).

 

Το πρόγραμμα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων επιδιώκει να αντιστρέψει τις διαρθρωτικές δυσκαμψίες, την αναποτελεσματικότητα και τις υπερβολές της δεκαετίας του 2000, όταν οι μεγάλες αυξήσεις των μισθών και η αύξηση της απασχολήσεως, σε συνδυασμό με τη χαμηλή ή και αρνητική εξέλιξη της παραγωγικότητας στον δημόσιο τομέα και σε υπερβολικά προστατευμένες δραστηριότητες, συνέβαλαν στο δημοσιονομικό εκτροχιασμό, στην κρίση χρέους και στη σταδιακή διάβρωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της Ελλάδος.

 
Η ριζική μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος και του συστήματος υγείας, η εξίσου σημαντική μεταρρύθμιση των αγορών εργασίας και προϊόντων, καθώς και η εγκαθίδρυση της αμετάκλητης διαδικασίας σταδιακής αλλά ουσιαστικής βελτιώσεως των διοικητικών πρακτικών στην κεντρική κυβέρνηση, τους ΟΤΑ και τις ΔΕΚΟ, θέτουν τις βάσεις για την ταχεία απαλλαγή της χώρας από εξαιρετικά οπισθοδρομικές και άκρως αντιοικονομικές πρακτικές του παρελθόντος στους συγκεκριμένους κρίσιμους τομείς για την ανάπτυξη.

 

Αν και οι περισσότερες από αυτές τις μεταρρυθμίσεις ευρίσκονται στη διαδικασία εφαρμογής και υπάρχει ακόμη πληθώρα προκλήσεων έως ότου η νέα θεσμική και οργανωτική δομή που δημιουργείται καταστεί πλήρως λειτουργική, όπως π.χ. στα νοσοκομεία, η πρόοδος που έχει ήδη επιτευχθεί στον τομέα αυτόν είναι πιο αξιόλογη ακόμη και από την πρόοδο που έχει επιτευχθεί στην ίδια τη δημοσιονομική προσαρμογή.

 
Ιδιαίτερα οι κομβικές μεταρρυθμίσεις του συνταξιοδοτικού συστήματος και της αγοράς εργασίας και προϊόντων που έχουν ήδη δρομολογηθεί μετά από σημαντικές καθυστερήσεις, αναμένονται να ολοκληρωθούν στο άμεσο μέλλον όπως π.χ. το πλήρες άνοιγμα όλων των κλειστών επαγγελμάτων, και τα ευνοϊκά τους αποτελέσματα στους τομείς της δημοσιονομικής προσαρμογής και της αναπτύξεως της οικονομίας θα καταστούν εμφανή από το 2013.

 

Επίσης, έχει ήδη συντελεσθεί η εκ βάθρων αναδιάρθρωση των μεγάλων ΔΕΚΟ, με προώθηση της διαδικασίας μεταρρυθμίσεως των εργασιακών σχέσεων σε αυτές και με δραστική μείωση του μισθολογικού τους κόστους (ήδη οι δαπάνες του ΤΠ για επιχορήγηση των ΔΕΚΟ ήταν μειωμένες κατά -35,7% το 2011 ή κατά € 1,13 δισ. έναντι του 2010 και κατά € 1,2 δισ. έναντι του 2009).

 

Ζητούμενο σε αυτή την περίπτωση είναι η λειτουργία τους με επιχειρηματικούς κανόνες, η σημαντική αύξηση του βαθμού ανακτήσεως του κόστους των υπηρεσιών που προσφέρουν από τους χρήστες (μία πολιτική που ήδη εφαρμόζεται) και η πλήρης ιδιωτικοποίηση πολλών από αυτές τις ΔΕΚΟ (ιδιαιτέρως στους τομείς της ενέργειας, των λιμένων, της υδρεύσεως-αποχετεύσεως, κ.λπ.) από το 2012.

 

Από την άλλη πλευρά, συνεχίζεται και η θεμελίωση του νέου θεσμικού και οργανωτικού πλαισίου στους ΟΤΑ αλλά και στις υπηρεσίες της Κεντρικής Κυβερνήσεως, όπου οι δυσκολίες που αντιμετωπίζονται στον τομέα της διαχειρίσεως του υπάρχοντος ανθρώπινου δυναμικού εξακολουθούν να είναι μεγάλες.

 
Για τη μείωση της απασχολήσεως στον δημόσιο τομέα το ζητούμενο είναι η αποτελεσματική διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού στο δημόσιο τομέα για τη μεγιστοποίηση της συμβολής του στην προσπάθεια εξόδου της χώρας από την τρέχουσα μεγαλύτερη κρίση της ιστορίας της και όχι εσπευσμένες ενέργειες όπως αυτή της εργασιακής εφεδρείας, που συνήθως δημιουργούν μεγαλύτερα προβλήματα από όσο λύνουν.

 

Αυτό που απαιτείται είναι η γρήγορη προσαρμογή του προτύπου διοικήσεως των δημοσίων υπηρεσιών με κίνητρα για υψηλή απόδοση και με απαλλαγή τους από το προσωπικό που πραγματικά δεν προσφέρει ούτε το ελάχιστο στην τρέχουσα μεγάλη προσπάθεια της χώρας.

 

Ήδη εγκαθιδρύεται το αναγκαίο θεσμικό και οργανωτικό πλαίσιο που θα διευκολύνει τη διαδικασία μειώσεως των απασχολουμένων στον δημόσιο τομέα κατά 150 χιλ. ή περισσότερο έως το 2015.

 
Σε κάθε περίπτωση, το έργο των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων συνεχίσθηκε εντατικά και το 2011 και θα πρέπει να θεωρείται επιτυχές εάν ληφθούν υπ’ όψει οι πραγματικές δυσκολίες και τα προβλήματα που αντιμετωπίζονται.

 

Σε πρόσφατη μελέτη του ΟΟΣΑ όσον αφορά την ανταπόκριση των χωρών του ΟΟΣΑ στη θέσπιση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που συμβάλλουν στην ανάπτυξη της οικονομίας στην περίοδο 2008-2011, η Ελλάδα καταλαμβάνει με διαφορά την 1η θέση.

 
Μάλιστα, από το Φθινόπωρο του 2011 έχουν τεθεί οι βάσεις για περαιτέρω εντατικοποίηση της προσπάθειας που γίνεται στον τομέα αυτό, ενώ με την εφαρμογή του 2ου Μνημονίου Οικονομικής Πολιτικής του Φεβρουαρίου 2012 ολοκληρώνεται η προωθημένη μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας και ολοκληρώνεται το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων.

 

Η διαδικασία συνεχίζεται, δεδομένου ότι οι αντιδράσεις των ομάδων συμφερόντων σε αυτούς τους τομείς συνεχίζει να είναι έντονη.

 

Ωστόσο, το άνοιγμα της αγοράς έχει ήδη θεσπισθεί και είναι ζήτημα χρόνου έως ότου οι ενδιαφερόμενες οικονομικές μονάδες σε αυτούς τους τομείς θα εκμεταλλευθούν πλήρως τις νέες ευκαιρίες που ήδη έχουν θεσπισθεί.

 
Επιπλέον, οι μεταρρυθμίσεις συνδυάζονται τώρα και με την υλοποίηση του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων και αξιοποιήσεως της περιουσίας του Δημοσίου, ύψους € 50 δισ. στο διάστημα 2011-2015, το οποίο έχει ήδη τεθεί σε νέα βάση με τη ίδρυση και την αποτελεσματική λειτουργία του Ταμείου Αξιοποιήσεως Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου (ΤΑΙΠΕΔ) που προωθεί την αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας του Δημοσίου και τις αποκρατικοποιήσεις γενικότερα, παρά το δυσμενές οικονομικό περιβάλλον.

 

Η διαδικασία αυτή συνεπάγεται την βαθμιαία αλλά ουσιαστική μείωση των παρεμβάσεων και της συμμετοχής του Ελληνικού Δημοσίου στην οικονομία.

 

Σε συνδυασμό με τον εξορθολογισμό της εγχώριας αγοράς εργασίας, τη διοίκηση με επιχειρηματικά κριτήρια των ιδιωτικοποιημένων ΔΕΚΟ και τη δημιουργία θεσμικού και οργανωτικού πλαισίου φιλικού προς τις επιχειρήσεις, θα συνεισφέρει στην αύξηση του διεθνώς ανταγωνιστικού αναπτυξιακού δυναμικού της Ελλάδος, προσελκύοντας πολύ υψηλότερες (σε σχέση με το παρελθόν) ξένες άμεσες επενδύσεις από το 2012 και μετά.[/accordion]
[accordion title=”Η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας στο 3ο τρίμηνο του 2011 διαψεύδει τις υποθέσεις της Τρόικας”]

 

Η δραματική υποβάθμιση των προοπτικών ανακάμψεως και αναπτύξεως της ελληνικής οικονομίας από την Τρόικα, τόσο στην περίοδο 2012-2015 όσο και στην περίοδο 2016-2030, η οποία ήταν ο βασικός παράγων που οδήγησε στην αρνητική αναθεώρηση των εκτιμήσεων για τη βιωσιμότητα του ελληνικού δημοσίου χρέους με βάση το ΠΧΕ ΙΙ της 21ης Ιουλίου 2011, στηρίχθηκε, όπως προαναφέρθηκε στις ακόλουθες εξελίξεις και υποθέσεις:

 

α) Στη μεγάλη πτώση του καταγεγραμμένου ΑΕΠ στο 1ο 6μηνο του 2011 και στην προς τα κάτω αναθεώρηση του καταγεγραμμένου ΑΕΠ της περιόδου 2005-2010.

 

β) Στην υπόθεση ότι οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που συντελούνται στην Ελλάδα από τον Μάιο του 2010 δεν σημειώνουν την πρόοδο που απαιτείται ώστε να οδηγήσουν στην αναγκαία βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και των αναπτυξιακών προοπτικών της ελληνικής οικονομίας τόσο στη βραχυχρόνια όσο και στη μεσο-μακροχρόνια περίοδο.

 
Στην παρούσα υποδιαίρεση αναλύονται οι βασικοί λόγοι για τους οποίους και οι δύο ανωτέρω εξελίξεις-υποθέσεις δεν ευσταθούν.

 
Η μεγάλη πτώση του ΑΕΠ στο 1ο 6μηνο του 2011, στο βαθμό που δεν οφείλεται σε λανθασμένες στατιστικές μετρήσεις, όπως συνέβη το 2010, ήταν, εκτός των άλλων, και το αποτέλεσμα της εξαιρετικά άνισης συγκρίσεως του καταγεγραμμένου ΑΕΠ στο 1ο 6μηνο.’11, δηλαδή μετά την πλήρη εφαρμογή των δραστικών μέτρων δημοσιονομικής προσαρμογής του Μαΐου 2010, με το ΑΕΠ στο 1ο 6μηνο.’10 όπου τα μέτρα της δραστικής δημοσιονομικής προσαρμογής δεν είχαν ακόμη εφαρμοσθεί.

 

Επομένως, η μεγάλη πτώση του ΑΕΠ σε ετήσια βάση στο 1ο 6μηνο του 2011 δεν μπορεί να θεωρηθεί ως βάση για την εκτίμηση της πτώσης του ΑΕΠ το 2011 ως σύνολο και, πολύ περισσότερο, για την εκτίμηση των προοπτικών ανακάμψεως της ελληνικής οικονομίας το 2012 και το 2013 και, βέβαια, μετά το 2016.

 

Αυτό επιβεβαιώθηκε πέραν πάσης αμφιβολίας με την εντυπωσιακή ανάκαμψη των βασικών μεγεθών της οικονομίας στο 3ο 3μηνο του 2011.

 

Η επάνοδος σε μεγάλη πτώση του ΑΕΠ στο 4ο 3μηνο του 2011 ήταν αποτέλεσμα της επιβαρύνσεως του οικονομικού κλίματος στη χώρα και της προκλήσεως ουσιαστικά μιας καταστάσεως πανικού στην εγχώρια οικονομία, με τις εκτιμήσεις της Τρόικας για εκτίναξη του ελληνικού δημοσίου χρέους στο 198% του ΑΕΠ το 2012 και για ανυπαρξία προοπτικών ανακάμψεως της ελληνικής οικονομίας.

 
Όσον αφορά την νέα αναθεώρηση προς τα κάτω του επισήμως καταγεγραμμένου ΑΕΠ της Ελλάδος στην περίοδο 2005-2010, σημειώνεται ότι αυτή είναι αντίθετη με την ευρέως αναμενόμενη προσαρμογή του ελληνικού ΑΕΠ προς τα πάνω, δεδομένης της πληθώρας των οικονομικών δραστηριοτήτων και συναλλαγών που πραγματοποιούνται στη χώρα χωρίς να καταγράφονται από τις επίσημες στατιστικές.

 

Ήδη από τον Νοέμβριο του 2006 (Εισηγητική Έκθεση του Προϋπολογισμού του 2007) είχαν ανακοινωθεί οι υπολογισμοί της προστιθέμενης αξίας κατά κλάδο στην Ελλάδα με έτος βάσεως το 2000 και είχε εκτιμηθεί ότι το ελληνικό ΑΕΠ με βάση τις μεθόδους που εφαρμόζονταν έως τότε ήταν υποεκτιμημένο κατά 25,7%, ενώ η ακαθάριστη προστιθέμενη αξία στην χώρα ήταν υποεκτιμημένη κατά 29%, κυρίως λόγω της εκτεταμένης υποεκτιμήσεως της προστιθέμενης αξίας στους κλάδους του χονδρικού και του λιανικού εμπορίου και των υπηρεσιών γενικότερα.

 

Αντί αυτού, το 2006 προωθήθηκε η αναπροσαρμογή του ΑΕΠ προς τα πάνω μόνο κατά 9,6%, αφήνοντας την υπόλοιπη αναπροσαρμογή να γίνει στα επόμενα έτη, πράγμα που ποτέ δεν έγινε.

 
Στο μεταξύ, η παράλληλη οικονομία διογκώθηκε στην Ελλάδα ταχέως στη 10ετία του 2000 και έλαβε ιδιαιτέρως μεγάλες διαστάσεις στη 3ετία 2009-2011, όπου σημειώθηκε μεγάλη πτώση των φορολογικών εσόδων παρά τη μεγάλη αύξηση των φορολογικών συντελεστών (ιδιαιτέρως στο ΦΠΑ).

 

Αυτό σημαίνει ότι η απόκλιση της καταγεγραμμένης από την πραγματική ακαθάριστη προστιθέμενη αξία στη χώρα θα είναι πολύ μεγαλύτερη το 2011 από ό,τι ήταν το 2000.

 

Αντί λοιπόν να βρεθούν τρόποι καταγραφής της πραγματικής οικονομικής δραστηριότητας που λαμβάνει χώρα στην Ελλάδα, η ΕΛΣΤΑΤ (και η Eurostat) ανακοίνωσαν τον Νοέμβριο του 2011 μία μείωση (αντί για την αναγκαία αύξηση) του καταγεγραμμένου ΑΕΠ της Ελλάδος, χωρίς καμία εξήγηση για τους συγκεκριμένους τομείς που οδήγησαν σε αυτή την υποβάθμιση.

 
Σε κάθε περίπτωση, οι ανωτέρω αρνητικές εξελίξεις στο ΑΕΠ της χώρας αφορούσαν το παρελθόν και δεν είχαν ουσιαστική σχέση με τις αναπτυξιακές δυνατότητες και προοπτικές της ελληνικής οικονομίας στα επόμενα έτη.

 

Αυτό άλλωστε αποδεικνύεται και από την ουσιαστική βελτίωση της οικονομικής δραστηριότητας στην Ελλάδα στο 3ο 3μηνο του 2011, αντίθετα με τους ισχυρισμούς της Τρόικας περί επιδεινώσεως.

 

Όπως αναλύεται εκτενώς στη συνέχεια, σε πολλούς τομείς του ιδιωτικού τομέα η οικονομική δραστηριότητα σταθεροποιήθηκε ή ανέκαμψε στο 3ο 3μηνο.’11, ιδιαιτέρως δε στους τομείς του τουρισμού, των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών (εκτός της ναυτιλίας), τις λιανικές πωλήσεις, τις μεταφορές, πολλούς κλάδους της μεταποιητικής βιομηχανίας (με εξαίρεση εκείνων που εξαρτώνται από τις κατασκευές και τις κρατικές προμήθειες) και ακόμη και στη γεωργία.

 

Αυτό δείχνει ότι η ανάκαμψη του ιδιωτικού τομέα πράγματι έλαβε χώρα στο 3ο 3μηνο του 2011 και ότι δεν υπήρχε στην πραγματικότητα ουσιαστική βάση για τη δραματική αλλαγή στις παραδοχές της Τρόικας τον Σεπτέμβριο του 2011.

 
Βέβαια, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ η πτώση του ΑΕΠ το 3ο 3μηνο 2011 ήταν -5,0% σε ετήσια βάση, πολύ μικρότερη από το 1ο 6μηνο του 2011, αλλά και πάλι υψηλότερη του αναμενομένου.

 

Στο βαθμό που θα επαληθευτεί από τα πραγματικά στοιχεία, αυτή η πτώση του ΑΕΠ οφείλεται κυρίως στα ακόλουθα:

 
α) Στην εκτιμώμενη πτώση της ιδιωτικής καταναλώσεως κατά -5,5% σε σταθερές τιμές.

 

Η πτώση αυτή δεν επιβεβαιώνεται από την εξέλιξη των βασικών στοιχείων της συγκυρίας, που δείχνουν :

 
(1) Την σημαντική επιβράδυνση της πτώσης του όγκου των πωλήσεων των καταστημάτων λιανικής στο -2,1% στο 3ο 3μηνο.’11, έναντι -11,7% στο 1ο 6μηνο.’11.

 
(2) Την ελαχιστοποίηση της πτώσεως του κύκλου εργασιών στον τουρισμό στο -1,2% στο 3ο 3μηνο.’11, από -9,2% στο 1ο 6μηνο.’11.

 
(3) Την αύξηση του κύκλου εργασιών στη βιομηχανία ακόμη και στην εγχώρια αγορά κατά 3,2% στο 3ο 3μηνο.’11, από -1,5% στο 1ο 6μηνο.’11.

 
(4) Την σημαντική αύξηση του κύκλου εργασιών στις χερσαίες μεταφορές κατά 14,2% στο 3ο 3μηνο.’11, από την πτώση του κατά -8,2% στο 1ο 6μηνο.’11.

 
(5) Επίσης, την αύξηση του κύκλου εργασιών στις πλωτές μεταφορές κατά 2,9% στο 3ο 3μηνο.’11, από -5,7% στο 1ο6μηνο.’11.

 
(6) Ο κύκλος εργασιών στις αεροπορικές μεταφορές αυξήθηκε κατά 4,5% στο 3ο 3μηνο.’11, από 16,9% στο 1ο 6μηνο.’11.

 
(7) Τέλος, η πτώση του κύκλου εργασιών στον τομέα των αυτοκινήτων και στο χονδρικό εμπόριο περιορίστηκε στο -6,5% στο 3ο 3μηνο.’11, έναντι -31,2% στο 2ο 3μηνο.’11 και κατά -40,5% στο 1ο 3μηνο.’11.

 

Βεβαίως, υπάρχουν και κλάδοι στους οποίους η πτώση του κύκλου εργασιών συνεχίσθηκε και στο 3ο 3μηνο.’11, χωρίς, ωστόσο, να επιβεβαιώνουν την εκτίμηση της ΕΛΣΤΑΤ για την πτώση της ιδιωτικής καταναλώσεως.

 
β) Στην εκτιμώμενη πτώση των εισαγωγών αγαθών και υπηρεσιών κατά -4,3% και των εισαγωγών αγαθών μόνο κατά -2,3% σε σταθερές τιμές (αύξηση κατά 5,3% σε τρέχουσες τιμές), έναντι πτώσεως της εγχώριας ζητήσεως κατά -6,9%.

 

Έτσι, η εκτιμώμενη πτώση του ΑΕΠ κατά -5,0% στο 3ο 3μηνο.’11 οφείλεται στην εκτίμηση ότι η μεγάλη πτώση της εγχώριας ζητήσεως κατά -6,9% συνεπάγεται πτώση των εισαγωγών αγαθών μόνο κατά -2,3%, με αύξηση των καθαρών εισαγωγών πετρελαίου κατά 8,3%.

 

Η εξέλιξη των εισαγωγών είναι συμβατή με τις εξελίξεις στα βασικά μεγέθη της εγχώριας δαπάνης , αλλά όχι με την εκτίμηση της ΕΛΣΤΑΤ για τη μεγάλη πτώση της ιδιωτικής καταναλώσεως στο 3ο 3μηνο.’11.

 

γ) Στην νέα μεγάλη πτώση των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου κατά -15,2% στο 3ο 3μηνο του 2011, με πτώση των επενδύσεων σε λοιπές κατασκευές και σε κατοικίες κατά -15,7% και κατά -23,5% αντιστοίχως και με πτώση της προστιθέμενης αξίας του κλάδου των κατασκευών κατά -18,9%.

 

Επίσης η πτώση των επενδύσεων σε εξοπλισμό μεταφορών κατά -31,7% σε σταθερές τιμές, ενώ οι επενδύσεις σε μεταλλικά προϊόντα και μηχανήματα σημείωσαν αύξηση κατά 6,7%.

 

Γενικά εκτιμάται ότι η πτώση των επενδύσεων που εξαρτώνται από το κράτος συνέβαλε στην πτώση του ΑΕΠ κατά 1,0 π.μ. του ΑΕΠ περίπου στο 3ο 3μηνο.’11, ενώ η πτώση των συνολικών επενδύσεων συνέβαλε στην πτώση του ΑΕΠ κατά -2,3 π.μ.

 

δ) Στην εκτιμώμενη αύξηση των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών κατά 3,2% σε ετήσια βάση σε σταθερές τιμές.

 

Η εξέλιξη αυτή προέκυψε από την αύξηση των εξαγωγών αγαθών κατά 9,3% και την πτώση των εξαγωγών υπηρεσιών κατά -0,4%.

 

Η πτώση των εξαγωγών υπηρεσιών οφείλεται αποκλειστικά στην πτώση των εισπράξεων εισοδημάτων από την ναυτιλία, κατά κύριο λόγο εξαιτίας της διεθνούς οικονομικής κρίσεως και της μειωμένης επενδυτικής εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία.

 

Ανεξαρτήτως της σχετικά μεγάλης πτώσεως του ΑΕΠ εκ νέου στο 3ο 3μηνο 2011, η ανάκαμψη των σημαντικών μακροοικονομικών μεγεθών ήταν ιδιαιτέρως ενθαρρυντική και υποδηλώνει τη δυνατότητα έγκαιρης ανακάμψεως της οικονομίας με ελάχιστη βοήθεια από το κράτος και με αποφυγή των ενεργειών και δηλώσεων που καταποντίζουν το επενδυτικό και το οικονομικό κλίμα.

 

Δείχνει επίσης το ότι οι αρνητικές εξελίξεις στην ελληνική οικονομία το 1ο 6μηνο 2011, όπως έχουν καταγραφεί έως σήμερα από την ΕΛΣΤΑΤ, δεν ήταν ενδεικτικές των προοπτικών αναπτύξεώς της στο 2ο 6μηνο 2011 και το 2012. [/accordion]
[accordion title=”Η επάνοδος σε βαθειά ύφεση στο 4ο 3μηνο του 2011 και στο 1ο 3μηνο του 2012″]

 

Η Συμφωνία της Συνόδου Κορυφής των χωρών της ΖτΕ της 21ης Ιουλίου 2011 για το ΠΧΕ ΙΙ για την Ελλάδα, και η έγκριση από το ελληνικό Κοινοβούλιο του ΜΠΔΣ 2011-2015, έφεραν ένα επιφυλακτικό κύμα βελτιωμένης εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία.

 

Έτσι, ο Δείκτης Οικονομικού Κλίματος (ΔΟΚ) κατέγραψε σημαντική βελτίωση στο 73,7 τον Αύγουστο 2011, από 70,0 τον Ιούνιο, ενώ έγιναν εμφανείς και οι ενδείξεις βελτιωμένης οικονομικής δραστηριότητας που αναφέρθηκαν.

 
Ωστόσο, η Συμφωνία της 21ης Ιουλίου 2011 δεν υλοποιήθηκε ποτέ και, μετέπειτα άλλαξε ριζικά η στάση της Τρόικας όσον αφορά τις προοπτικές αναπτύξεως της ελληνικής οικονομίας.

 

Η Τρόικα εμφανίσθηκε να υιοθετεί την άποψη ότι το ελληνικό χρέος ήταν μη βιώσιμο (σε αντίθεση με τις αποφάσεις της 21ης Ιουλίου 2011) και ότι ήταν αναγκαία μία πολύ μεγαλύτερη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα (PSI Plus).

 

Αυτό, συνδυάστηκε με το σήριαλ για το εάν και πότε θα εκταμιευόταν η 6η δόση του ΠΧΕ Ι, και με ανοικτές απειλές για άτακτη χρεοκοπία και για έξοδο από το Ευρώ.

 

Οδήγησαν δε στην εκ νέου επιδείνωση του ΔΟΚ σε χαμηλό επίπεδο ρεκόρ, στο 67,5 τον Οκτώβριο 2011, από 73,7 τον Αύγουστο, και σε ακόμη μεγαλύτερη πτώση του δείκτη καταναλωτικής εμπιστοσύνης.

 

Η κατάσταση πανικού των οικονομικών μονάδων είχε ως συνέπεια αφενός την κατακόρυφη πτώση της οικονομικής δραστηριότητας σε όλους τους τομείς στο 4ο 3μηνο του 2011 και, αφετέρου, την απόσυρση ενός μεγάλου όγκου καταθέσεων από το τραπεζικό σύστημα της χώρας και επιδείνωση της πτωτικής πορείας των δανείων προς τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις.

 

Ταυτόχρονα, στους τελευταίους μήνες του 2011 σημειώθηκε περαιτέρω αποδιοργάνωση των υπηρεσιών βεβαιώσεως και εισπράξεως των εσόδων του Δημοσίου, λόγω της εσπευσμένης προωθήσεως μέτρων δραστικής μειώσεως των εισοδημάτων των εργαζομένων και της εφαρμογής της εργασιακής εφεδρείας σε αυτές τις υπηρεσίες.

 

Όλα αυτά συνέβαλαν και στην εμφάνιση φαινομένων διογκώσεως της παράλληλης οικονομίας με κίνητρο τη φοροδιαφυγή και την εισφοροδιαφυγή.

 

Αυτό είναι εμφανές από τη μεγάλη πτώση των εσόδων από τον ΦΠΑ και των πωλήσεων των μικρών καταστημάτων, μετά την αύξηση από τον Σεπτέμβριο του 2011 από το 13% στο 23% των συντελεστών του ΦΠΑ στα προϊόντα εστίασης και τη μείωση του αφορολογήτου ορίου στο φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων στα € 5.000.

 
Τα ανωτέρω, σε συνδυασμό με τη νέα πτώση των επενδύσεων που εξαρτώνται από το κράτος, και γενικά των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου κατά -22,2% σε ετήσια βάση στο 4ο 3μηνο.’11 και της πτώσεως της προστιθέμενης αξίας στον τομέα των κατασκευών κατά -20,1% σε σταθερές τιμές (εκτός των άλλων και λόγω της διακοπής των έργων στους μεγάλους οδικούς άξονες), συνέβαλαν στη μεγάλη πτώση του ΑΕΠ κατά -7,5% στο 4ο 3μηνο του 2011, έναντι -5,0% στο 3ο 3μηνο του 2011.

 
Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η πολύ μεγαλύτερη του αναμενομένου πτώση του ΑΕΠ στο 4ο 3μηνο του 2011 ήταν αποτέλεσμα της πολιτικής που ακολουθήθηκε, η οποία ανέτρεψε τη σαφή τάση ανακάμψεως της οικονομίας που εμφανίσθηκε στο 3ο 3μηνο του 2011.

 

Για παράδειγμα, εάν είχε ολοκληρωθεί εγκαίρως το ΠΧΕ ΙΙ και το PSI με βάση τις αποφάσεις της 21ης Ιουλίου 2011, χωρίς τις εκτεταμένες αναταράξεις που επακολούθησαν, τότε η πτώση του ΑΕΠ της Ελλάδος στο 4ο 3μηνο του 2011 θα ήταν σαφώς μικρότερη από εκείνη του 3ου 3μήνου 2011 (π.χ. στο -2,5%) και επίσης η μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων θα ήταν μεγαλύτερη (με το έλλειμμα της ΓΚ να πλησιάζει τον στόχο του -7,8%) και η απώλεια καταθέσεων σαφώς μικρότερη.

 

Οι πολιτικές που οδήγησαν στην ανατροπή του οικονομικού κλίματος στο 4ο 3μηνο του 2011 ήταν εκείνες που οδήγησαν και στην ανατροπή της τάσεως ανακάμψεως της οικονομίας που είχε εκδηλωθεί στο 3ο 3μηνο του 2011.

 

 

Οι καταλύτες: εμπιστοσύνη και αίσθημα ασφάλειας

Το συμπέρασμα από τα ανωτέρω είναι ότι η περίοδος ανακάμψεως της ελληνικής οικονομίας κατά τα επόμενα 3μηνα θα εξαρτηθεί κυρίως από τον βαθμό στον (και τον χρόνο κατά τον) οποίο θα αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των εγχώριων νοικοκυριών και επιχειρήσεων στις προοπτικές έγκαιρης σταθεροποιήσεως της οικονομίας, και από τον βαθμό στον οποίο θα αποκατασταθεί το αίσθημα ασφάλειας σχετικά με την εργασία τους, τα εισοδήματά τους, και τις προοπτικές της ζωής τους.

 

Αυτά, πλέον, επηρεάζονται ευνοϊκά από την έγκαιρη υλοποίηση του PSI Plus και κυρίως από τις καλές προοπτικές που υπάρχουν τώρα για πιο αποτελεσματική εφαρμογή του ΜΠΔΣ 2012-2015, συμπεριλαμβανομένων και των αποκρατικοποιήσεων.

 

Η εφαρμογή μέτρων ταχείας δημοσιονομικής προσαρμογής, με ταυτόχρονη προώθηση και μιας ευρείας κλίμακας διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, συμβάλουν στη συρρίκνωση της εγχώριας ζητήσεως και της οικονομικής δραστηριότητας ιδιαιτέρως όταν η οικονομία ευρίσκεται ήδη σε ύφεση.

 

Ωστόσο, η ύφεση λαμβάνει πολύ μεγαλύτερες διαστάσεις (από ό,τι δικαιολογεί η δημοσιονομική προσαρμογή) όταν οι οικονομικές μονάδες στην οικονομία (νοικοκυριά και επιχειρήσεις) βομβαρδίζονται συνεχώς από ανεξέλεγκτες αρνητικές εκτιμήσεις για τις μελλοντικές οικονομικές προοπτικές των ιδίων και της χώρας, παρά τα επώδυνα μέτρα προσαρμογής που εφαρμόζονται.

 

Οι Αρχές και ιδιαιτέρως η Τρόικα, στην περίπτωση της Ελλάδος, όταν ενεργούν όπως αναλύθηκε στην παρούσα μελέτη, αυξάνουν την αβεβαιότητα και τις αρνητικές προσδοκίες των εγχώριων οικονομικών μονάδων, τις σπρώχνουν σε ενέργειες πανικού και τις οδηγούν σε συνεχή αναβολή των επενδυτικών και καταναλωτικών τους σχεδίων ή αφαιρούν τη ρευστότητα από το χρηματοοικονομικό σύστημα της χώρας, τροφοδοτώντας και αυξάνοντας περαιτέρω την ύφεση στην οικονομία.

 

Στη συνέχεια, αυτή η τεχνητά αυξημένη ύφεση θέτει νέα εμπόδια στην προσπάθεια για τη δημοσιονομική προσαρμογή, επιδεινώνει τις προβλέψεις για καθυστέρηση της εξόδου από την κρίση και συμβάλλει τελικά σε αυτή την καθυστέρηση.

 
Η τελική συμφωνία της ΖτΕ και του ΔΝΤ για την παροχή (έστω και με μεγάλη καθυστέρηση) του ΠΧΕ ΙΙ και η ταχεία ολοκλήρωση του PSI Plus από την ελληνική κυβέρνηση θέτουν τις βάσεις και δημιουργούν τις προϋποθέσεις για να ξεφύγει η Ελλάδα τελεσίδικα από τον ανωτέρω φαύλο κύκλο.

 

Δημιουργούν ένα σταθερό χρηματοοικονομικό πλαίσιο για τη χώρα και της δίδουν τη δυνατότητα να εφαρμόσει με αποτελεσματικό τρόπο το ΜΠΔΣ για οριστική έξοδο από τη κρίση με έγκαιρη ανάκαμψη και ανάπτυξη της οικονομίας της.

 

Διότι, αντίθετα με τις υποθέσεις της Τρόικα, η ελληνική οικονομία έχει σημαντικές δυνατότητες να επιτύχει υψηλούς ρυθμούς αυξήσεως της παραγωγικότητας και της απασχολήσεως και επομένως υψηλούς ρυθμούς διεθνώς ανταγωνιστικής αναπτύξεως της οικονομίας της, αρκεί να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.[/accordion]
[accordion title=”Ανταγωνιστικότητα, μεταρρυθμίσεις, αναπτυξιακές προοπτικές”]

 

Η προαναφερθείσα απόφαση της Τρόικας να υποβαθμίσει δραστικά τη δυνητική αύξηση του ΑΕΠ της Ελλάδος για την περίοδο 2012-2030, δικαιολογήθηκε επίσης και με το εξής επιχείρημα:

 

“Η συνεχιζόμενη συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας (στην Ελλάδα) είναι εν μέρει μόνο κυκλικής φύσεως.

 

Κατά μεγάλο μέρος, αντικατοπτρίζει τη μείωση του παραγωγικού δυναμικού στο πλαίσιο μίας διαρθρωτικής αναδιανομής των πόρων, από τα μη εμπορεύσιμα στα εμπορεύσιμα προϊόντα (αγαθά και υπηρεσίες).

 

Συνολικά, η προηγούμενη υπόθεση σχετικά με τις μεσοπρόθεσμες οικονομικές προοπτικές (3% μέση ετήσια αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ στην περίοδο 2015-2020) είναι επιτεύξιμη μόνον στην περίπτωση έντονης επιταχύνσεως των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, συμπεριλαμβανομένων των ιδιωτικοποιήσεων.

 

Χωρίς μία τέτοια επιτάχυνση, ο μεσοπρόθεσμος ρυθμός αυξήσεως του πραγματικού ΑΕΠ μπορεί να είναι πολύ χαμηλότερος”.

 
Επίσης, ένα από τα σημαντικότερα και επανερχόμενα επιχειρήματα υπέρ της υποθέσεως της χαμηλής δυνητικής αναπτύξεως της Ελλάδος στην κρίσιμη περίοδο 2012-2030, είναι η άποψη ότι η Ελλάδα χαρακτηρίζεται από χαμηλή διεθνή ανταγωνιστικότητα και, επομένως, όσο η αύξηση της εγχώριας ζητήσεως θα είναι χαμηλή ή αρνητική, η μεγαλύτερη αύξηση του ΑΕΠ δεν μπορεί να υποστηριχθεί μέσω εξαγωγών ή υποκαταστάσεως εισαγωγών.

 

 

Η Ελλάδα διαθέτει και συγκριτικά πλεονεκτήματα και αναπτυξιακές δυνατότητες

Οι εκτιμήσεις αυτές και η συνεπαγόμενη υποβάθμιση των προοπτικών αναπτύξεως της ελληνικής οικονομίας, είχαν εξαιρετικά αρνητικές επιπτώσεις στο οικονομικό κλίμα και στις τρέχουσες οικονομικές εξελίξεις στη χώρα, ενώ δεν έχουν ουσιαστικά σχέση με τις πραγματικές δυνατότητες και προοπτικές αναπτύξεως της ελληνικής οικονομίας.

 
Η βασική υπόθεση ότι η Ελλάδα δεν είναι διεθνώς ανταγωνιστική, ισοδυναμεί στην ουσία με ισχυρισμό ότι η Ελλάδα δεν διαθέτει συγκριτικά πλεονεκτήματα και αναπτυξιακές δυνατότητες.

 

Αυτή η υπόθεση είναι θεωρητικά και εμπειρικά αστήριχτη.

 

Ανάλογοι ισχυρισμοί διατυπώνονταν ευρέως και στην περίοδο 1990-1994 για τις προοπτικές αναπτύξεως της ελληνικής οικονομίας στην περίοδο 1994-2007, ιδιαιτέρως από στελέχη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αλλά και από εγχώριους αναλυτές και σχολιαστές.

 

Οι ισχυρισμοί αυτοί διαψεύσθηκαν πλήρως στα επόμενα έτη από την εντυπωσιακή ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας στην περίοδο 1994-2007, που διαμόρφωσε ευνοϊκές συνθήκες και για την επιτυχή διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα το 2004, που με την σειρά τους έδωσαν μεγάλη αναπτυξιακή ώθηση στην ελληνική οικονομία.

 

Σε κάθε περίπτωση, η ανάπτυξη αυτή συνοδεύθηκε κατά κύριο λόγο από την ταχεία αύξηση των επενδύσεων (μέση ετήσια αύξηση των επενδύσεων σε εξοπλισμό στην περίοδο 2000-2008: +10,7% σε πραγματικές τιμές) και την ουσιαστική ενίσχυση του παραγωγικού δυναμικού της χώρας με αύξηση της απασχολήσεως, αλλά και την αύξηση της παραγωγικότητας κατά μέσο ετήσιο ρυθμό 1,73% στην περίοδο 1996-2011.

 

Η ανάπτυξη που επιτεύχθηκε στην περίοδο αυτή στην Ελλάδα ήταν ανάπτυξη της οικονομικής και κοινωνικής υποδομής της χώρας, αλλά και εγκαθίδρυση και ανάπτυξη μεγάλων-ανταγωνιστικών και διεθνοποιημένων επιχειρηματικών μονάδων σε όλους τους τομείς της οικονομίας.

 

Η ανάπτυξη αυτή αποτελεί βασικό θετικό συντελεστή που μαζί με τα συγκριτικά πλεονεκτήματά της Ελλάδος αποτελούν τη βάση για μία δυναμική μελλοντική ισχυρότερη ανάπτυξη με στήριγμα την πολύ καλύτερη οργάνωση της οικονομίας, την διόρθωση των αντιοικονομικών καταστάσεων (που πράγματι εμποδίζουν την προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων) και την υψηλότερη ανταγωνιστικότητα και ταχύτερα αυξανόμενη παραγωγικότητα.

 

 

Μία οικονομία που δεν είναι ανταγωνιστική δεν αναπτύσσεται.

Όσον αφορά τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, όπως αυτή μετράται με το σχετικό δείκτη κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, αυτή ποτέ δεν ήταν πολύ χαμηλότερα, ούτε επιδεινώθηκε περισσότερο, από τον μέσο όρο των χωρών της ΕΕ-27.

 

Αυτό άλλωστε αποδεικνύεται και από την εντυπωσιακή ανάπτυξη της οικονομίας της στην περίοδο 1994-2007, όπως προαναφέρθηκε.

 

Μία οικονομία που δεν είναι ανταγωνιστική δεν αναπτύσσεται.

 

Το φούσκωμα της εγχώριας ζήτησης μπορεί να συμβάλει στην αύξηση του ΑΕΠ μιας οικονομίας σε μία περίοδο ύφεσης στην οικονομία, αλλά η εμπειρική έρευνα παγκοσμίως έχει δείξει ότι ο δημοσιονομικός πολλαπλασιαστής είναι συνήθως αρνητικός όταν εφαρμόζεται επίμονα σε περίοδο υψηλής αναπτύξεως της οικονομίας.

 

Αυτό ακριβώς αποδείχθηκε και στην Ελλάδα με την πτώση του ΑΕΠ στη διετία 2008-2009.

 

Επομένως, η Ελλάδα είχε υψηλή ανάπτυξη στην περίοδο 1994-2007 διότι τότε σημειώθηκε μεγάλη αύξηση της παραγωγικότητας και επίσης μεγάλη αύξηση της απασχολήσεως στην οικονομία.

 

Σημειώνεται ότι στην περίοδο αυτή η Ελλάδα απορρόφησε άνω του 1 εκατ. μεταναστών, που δείχνει τις δυνατότητες αναπτύξεως που μπορεί να έχει η ελληνική οικονομία και στο μέλλον.

 

 

Το κόστος εργασίας

Επιπλέον η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, με βάση το σχετικό κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, σημείωσε μεγάλη βελτίωση στην 2ετία 2010-2011 (παρά τη μεγάλη πτώση του ΑΕΠ στην περίοδο αυτή, υπό την επίδραση της καταστάσεως πανικού που δημιουργήθηκε ιδιαιτέρως στο 4ο 3μηνο του 2011), η οποία θα επιταχυνθεί σημαντικά το 2012.

 

Αντίθετα με ό,τι ισχυρίζονται ευρέως οι αναλυτές διεθνώς, η εσωτερική πραγματική (όχι ονομαστική) υποτίμηση που έχει ήδη σημειωθεί στην Ελλάδα τους τελευταίους 18 μήνες ήταν εξαιρετικά σημαντική και υπερβαίνει το 10,0%, ενώ μία επιπλέον υποτίμηση της τάξεως του 8% έχει ήδη δρομολογηθεί για το 2012, ιδιαιτέρως μετά τα σημαντικά μέτρα δραστικής μεταρρυθμίσεως της λειτουργίας της αγοράς εργασίας και μειώσεως των μισθών και του ιδιωτικού τομέα που ελήφθησαν στο 1ο 2μηνο του 2012.

 

Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (Φθινόπωρο 2011), η πραγματική σταθμισμένη συναλλαγματική ισοτιμία της Ελλάδος με βάση το σχετικό κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, υποτιμήθηκε κατά 3,9% το 2010, και κατά επιπλέον 2,4% το 2011, ενώ αναμένεται και νέα πραγματική υποτίμηση κατά 4,5% το 2012.

 

Οι εκτιμήσεις αυτές, ωστόσο, δεν λαμβάνουν υπ’ όψει τις μεγάλες μειώσεις μισθών στον δημόσιο τομέα που εφαρμόζονται από τον Νοέμβριο του 2011, ενώ στον ιδιωτικό τομέα οι θεωρούμενες μειώσεις μισθών το 2010 και το 2011 έχουν υπολογισθεί με βάση την Εθνική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, ενώ οι πραγματικές μειώσεις μισθών είναι πολύ μεγαλύτερες.

 

Επιπλέον, πολύ μεγαλύτερη θα είναι η πτώση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος το 2012, ενώ η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά ότι στο τέλος του 2013 η Ελλάδα θα έχει ανακτήσει το σύνολο της ανταγωνιστικότητας που απώλεσε στην περίοδο 2001-2009.

 

Αυτό σημαίνει ότι η πραγματική εσωτερική υποτίμηση που θα έχει συντελεσθεί έως το τέλος του 2013 θα υπερβαίνει το 35%.

 

Αυτή δε η πραγματική υποτίμηση σημειώθηκε όχι με μείωση όλων των μισθών σε πραγματικές τιμές (χαμηλών και υψηλών, παραγωγικών και μη) οριζόντια, όπως συμβαίνει με την ονομαστική υποτίμηση του εθνικού νομίσματος, αλλά με μεγάλη μείωση των πολύ υψηλών μισθών ιδιαιτέρως στο δημόσιο τομέα που είχαν πολύ χαμηλή απόδοση σε παραγόμενο-προσφερόμενο προϊόν (αγαθά ή προσφερόμενες υπηρεσίες) και, το κυριότερο, με αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας μέσω της εκ βάθρων μεταρρυθμίσεως της αγοράς εργασίας και προϊόντων.

 

Τέλος, στις συζητήσεις περί ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας θα πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψει ότι το εκτιμώμενο (από τη Eurostat) κόστος εργασίας ανά ώρα το 2010 προσδιορίσθηκε σε € 17,5 στην Ελλάδα, € 20,2 στην Ισπανία, € 26,1 στην Ιταλία, € 27,9 στην Ιρλανδία και € 33,1 στη Γαλλία. Το 2011 και το 2012, αυτό το σχετικό κόστος της Ελλάδος έχε ήδη μειωθεί σημαντικά στην Ελλάδα, ενώ έχει αυξηθεί στις περισσότερες άλλες χώρες της ΕΕ-27.

 

 

Ο επιταχυντής των εξαγωγών

Η βελτίωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της χώρας την διετία 2010-2011, αποδεικνύεται και από τις εντυπωσιακές επιδόσεις των ελληνικών εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών τους τελευταίους 12 μήνες.

 

Έτσι, με βάση τα στοιχεία του Ισοζυγίου Πληρωμών η αύξηση των εξαγωγών αγαθών χωρίς καύσιμα και πλοία ανήλθε στο 17,3% το 2011, ενώ η αύξηση του συνόλου των εξαγωγών αγαθών ανήλθε στο 18,5%, από αύξηση κατά 11,5% και το 2010.

 

Επίσης, οι εισπράξεις από τον εξωτερικό τουρισμό ήταν αυξημένες κατά 9,5% το 2011 και οι εισπράξεις από εξαγωγές λοιπών υπηρεσιών ήταν αυξημένες κατά 16,2%, από αύξησή τους κατά 13,8% και το 2010.

 

Μόνο οι εισπράξεις από την ναυτιλία ήταν μειωμένες κατά -8,6% το 2011 (επηρεάζοντας πτωτικά και την αύξηση των συνολικών εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών) αλλά η εξέλιξη αυτών των εισπράξεων εξαρτάται από το οικονομικό κλίμα στη χώρα και από την απώλεια εμπιστοσύνης και όχι από την εξέλιξη της ανταγωνιστικότητας της εγχώριας οικονομίας.

 
Επιπλέον, η αξιοσημείωτη αύξηση των εξαγωγών αγαθών συμβαίνει ταυτοχρόνως με τη σημαντική πτώση των εισαγωγών αγαθών και υπηρεσιών σε σταθερές τιμές, η οποία ανήλθε στο -10,9% το 1ο 3μηνο 2011, -4,9% το 2ο 3μηνο 2011 και -4,3% στο 3ο 3μηνο 2011 και -14,2% στο 4ο 3μηνο 2011.

 

Η πτώση των εισαγωγών υποδηλώνει (εκτός από τη μεγάλη πτώση της εγχώριας ζητήσεως) και μία τάση υποκαταστάσεως των εισαγωγών, η οποία θα αυξηθεί με την πάροδο του χρόνου.

 
Γενικότερα, στην ελληνική οικονομία ήδη καταγράφεται σημαντική η συνεισφορά των καθαρών εξαγωγών στην αύξηση του ΑΕΠ, η οποία ανήλθε στις 3,03 π.μ. το 2009, 3,14 π.μ. το 2010 και 2,4 π.μ. το 2011.

 

Αυτή η θετική συμβολή του εξωτερικού τομέα στην ανάπτυξη αναμένεται να επιταχυνθεί τα επόμενα έτη.

 

 

Μεγάλες δυνατότητες ανταγωνιστικής αναπτύξεως του τουρισμού

Εκτός από τις ταχέως αυξανόμενες εξαγωγές αγαθών, η Ελλάδα έχει μεγάλες δυνατότητες ανταγωνιστικής αναπτύξεως του τουρισμού, όπως αποδείχθηκε από την ανάπτυξη του κλάδου το 2011 κάτω από εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες.

 

Με την επιταχυνόμενη βελτίωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, λόγω και των προωθούμενων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων όπως προαναφέρθηκε, και τη συνεχή ενίσχυση της επιχειρηματικότητας των οικονομικών μονάδων που δραστηριοποιούνται στον κλάδο, ο εγχώριος τουριστικός τομέας αναμένεται να αναπτυχθεί δυναμικά και τα επόμενα έτη.

 

 

Σημαντικά έσοδα από τις διεθνείς μεταφορές

Επίσης, η Ελλάδα έχει σημαντικά έσοδα από τις διεθνείς μεταφορές (που καταγράφονται ως εξαγωγές υπηρεσιών), η εξέλιξη των οποίων αναμένεται να είναι θετική στα επόμενα έτη μετά τη σημαντική πτώση τους το 2011.

 

Αυτό θα συμβεί, ιδιαιτέρως εάν αποκατασταθεί ένα ικανοποιητικό επίπεδο επενδυτικής εμπιστοσύνης στη χώρα, που μπορεί να επιτευχθεί με την έγκαιρη ολοκλήρωση του PSI Plus και, γενικότερα, του ΠΧΣ ΙΙ.

 

 

Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, προετοιμάζουν το έδαφος για δυναμική ανάπτυξη της οικονομίας

Συμπερασματικά, τα ανωτέρω δείχνουν ότι οι ισχυρισμοί περί μειωμένης διεθνούς ανταγωνιστικότητας της Ελλάδος είναι εμφανώς αβάσιμοι, πολύ περισσότερο αφού οι προοπτικές αυξήσεως της παραγωγικότητας και, επομένως, και της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της χώρας ενισχύονται ουσιαστικά από την ταχεία πρόοδο που πράγματι σημειώνεται στην Ελλάδα στον τομέα των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.

 
Επιπροσθέτως, σημαντικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις όντως πραγματοποιήθηκαν στην Ελλάδα στη 2ετία 2010-2011 και μάλιστα με ρυθμό που δεν σημειώθηκε σε καμία άλλη ευρωπαϊκή χώρα.

 

Αυτό άλλωστε επιβεβαιώνεται και από τις τελευταίες Εκθέσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, του ΔΝΤ και του ΟΟΣΑ για την πρόοδο της προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας.

 

Άρα, στην Ελλάδα γίνονται πράγματι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, προετοιμάζοντας το έδαφος για τη δυναμική ανάπτυξη της οικονομίας από το 4ο 3μηνο του 2012 και μετά (πόσο μάλλον από το 2015 και μετά), σε συνδυασμό με τα σημαντικά ανταγωνιστικά της πλεονεκτήματα στους τομείς του τουρισμού και της εξοχικής κατοικίας, της ναυτιλίας, της ενέργειας και ιδιαιτέρως των ΑΠΕ, των λιμένων και του διαμετακομιστικού εμπορίου σε συνδυασμό με την αποτελεσματικότερη ανάπτυξη των οδικών και των σιδηροδρομικών μεταφορών, της γεωργίας, πολλών κλάδων της μεταποιητικής βιομηχανίας, της υγείας των λοιπών υπηρεσιών, κ.ά.

 

 

Η πολλαπλασιαστική χρήση των πόρων

Επιπλέον, η αναπτυξιακή δυναμική της χώρας μπορεί να ενισχυθεί από το 2012 με την υλοποίηση των επενδυτικών προγραμμάτων του ΕΣΠΑ 2007-2013 που χρηματοδοτούνται σε σημαντικό βαθμό από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

 

Η υλοποίηση αυτών των προγραμμάτων καθυστέρησε σημαντικά το 2010 και το 2011, με αρνητικές επιπτώσεις στην ανάπτυξη της χώρας, αλλά σήμερα υπάρχουν οι προοπτικές για επιτάχυνσή της από το 2012.

 
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε την 19.4.2012 την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με την οποία επιτρέπονται νέοι τρόποι αξιοποιήσεως των πόρων των διαρθρωτικών ταμείων, του Ευρωπαϊκού Ταμείου Περιφερειακής Ανάπτυξης και του Ταμείου Συνοχής, που είναι ακόμη διαθέσιμοι για κάθε χώρα μέλος της ΕΕ-27 που αντιμετωπίζει προβλήματα από κρίση δημοσίου χρέους και λαμβάνει Πακέτα Χρηματοδοτικής Ενίσχυσης από τη Ζώνη του Ευρώ και το ΔΝΤ.

 

Ειδικότερα, για τις χώρες αυτές, και ιδιαίτερα για την Ελλάδα, επιτρέπεται η χρήση των πόρων των διαρθρωτικών ταμείων για την παροχή εγγυήσεων σε χρηματοοικονομικά ιδρύματα (ιδιαίτερα στην Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, ή/και σε εγχώριες τράπεζες) που συμβάλλουν στη χρηματοδότηση μεγάλων έργων υποδομής που επιχορηγούνται από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης και το Ταμείο Συνοχής, ενώ κατά ένα σημαντικό μέρος χρηματοδοτούνται με τη μέθοδο της «αυτοχρηματοδοτήσεως», δηλαδή με δάνεια που αποπληρώνονται από τα έσοδα (π.χ., διόδια) που αποδίδουν αυτά τα έργα.

 
Αυτή η παρέμβαση της ΕΕ έγινε κατά κύριο λόγο για να απεμπλακούν τα μεγάλα έργα, και κυρίως οι 5 μεγάλοι αυτοκινητόδρομοι στην Ελλάδα, των οποίων η υλοποίηση έχει διακοπεί από τις αρχές του 2011 λόγω έλλειψης τραπεζικής χρηματοδοτήσεως που προήλθε αρχικά από τις ξένες τράπεζες εξαιτίας της κρίσης δημοσίου χρέους στην οποία ευρίσκεται η χώρα και των προβλημάτων ρευστότητας που αντιμετωπίζει το ελληνικό τραπεζικό σύστημα.

 

Είναι ένα από τα σημαντικά μέτρα που προτείνει η ΕΕ για την επανεκκίνηση των επενδύσεων και της αναπτυξιακής διαδικασίας στην Ελλάδα.

 

Με την νέα ρύθμιση τα κοινοτικά κονδύλια που είναι διαθέσιμα για την Ελλάδα (και για όσες άλλες χώρες υποβάλλουν την αναγκαία αίτηση για χρησιμοποίηση των νέων μέσων) θα χρησιμοποιηθούν για τη δημιουργία «μέσων επιμερισμού του κινδύνου» σε περιπτώσεις μακροπρόθεσμης χρηματοδοτήσεως έργων υποδομής στη χώρα που αδυνατούν να προσελκύσουν την αναγκαία τραπεζική χρηματοδότηση.

 

Η πρόταση της ΕΕ απομένει τώρα να εγκριθεί και από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πράγμα που αναμένεται να γίνει εντός του Μαΐου 2012.

 
Τα νέα μέσα επιμερισμού του χρηματοδοτικού κινδύνου μετατρέπουν τα διαρθρωτικά ταμεία της ΕΕ-27 σε χρηματοοικονομικά μέσα προωθήσεως των επενδύσεων, μεγεθύνοντας σημαντικά τους πόρους που είναι διαθέσιμοι σε κάθε χρονική περίοδο για την χρηματοδότηση των επενδύσεων.

 

Για παράδειγμα, η διαθέσιμη επιχορήγηση ύψους € 1,5 δισ. από το Ταμείο Συνοχής για την Ελλάδα μπορεί να χρησιμοποιηθεί κατά τρόπο που να διευκολύνει τη διάθεση επιπλέον € 2,25 δισ. σε δάνεια ή εγγυήσεις για τη χρηματοδότηση μεγάλων έργων υποδομής.

 

Πρόκειται για διαδικασία που αυξάνει σημαντικά την αποτελεσματικότητα των πόρων που είναι διαθέσιμοι από τα διαρθρωτικά ταμεία στην υλοποίηση περισσότερων και σημαντικότερων επενδυτικών σχεδίων.

 

Τα «χρηματοδοτικά μέσα επιμερισμού του κινδύνου» θα προκύψουν από την υπογραφή συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων ή ενός εθνικού ή διεθνούς χρηματοπιστωτικού ιδρύματος το οποίο παρέχει εγγυήσεις για μακροπρόθεσμη χρηματοδότηση έργων υποδομής.

 

Με αυτό τον τρόπο οι διαθέσιμοι πόροι από τα διαρθρωτικά ταμεία καλύπτουν ένα μέρος του κινδύνου που συνδέεται με την χρηματοδότηση των ανωτέρω έργων από τράπεζες του ιδιωτικού τομέα.

 
Τουλάχιστον για τα επόμενα 3 έτη η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να απορροφήσει επενδυτικές επιχορηγήσεις από την Ευρωπαϊκή Ένωση ύψους άνω των € 15 δισ., οι οποίες μπορούν να συνεισφέρουν σε χρηματοδότηση επενδύσεων ύψους άνω των € 30 δισ.

 

Οι επενδύσεις αυτές, όπως και οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών, μπορούν να συμβάλουν στην ανάκαμψη της οικονομίας από το 2012 και επίσης να συνεισφέρουν και στην αποτροπή μιας περαιτέρω μειώσεως της απασχολήσεως και στην ενίσχυση και του μεγάλου εγχώριου τομέα των διεθνώς μη εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών.

 

Σημειώνεται ότι, αντίθετα με τις παραδοχές της Τρόικας, μεγάλο μέρος των κλάδων της ελληνικής οικονομίας που παράγουν μη εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες είναι σε μεγάλο βαθμό συμπληρωματικά (και όχι ανταγωνιστικά) των κλάδων των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών.

 
Επομένως, μπορούν να αναπτυχθούν (σε πιο βιώσιμη βάση από ό,τι στο παρελθόν) παράλληλα με τους τομείς που είναι εκτεθειμένοι στο διεθνή ανταγωνισμό.

 

Άλλωστε, σημαντικοί κλάδοι μη εμπορεύσιμων (π.χ. το λιανικό εμπόριο) έχουν ήδη υποστεί εκ βάθρων αναδιάρθρωση, με ανάπτυξη μεγάλων και άκρως ανταγωνιστικών μονάδων και με έξοδο πολλών μικρών – μη ανταγωνιστικών επιχειρήσεων από την αγορά και διακοπή της λειτουργίας τους.

 

Αυτή η διαδικασία έχει μεν αρνητικές επιπτώσεις στην απασχόληση, αλλά συμβάλλει ουσιαστικά στη βελτίωση της κατανομής των παραγωγικών πόρων και της παραγωγικότητας στην εγχώρια οικονομία.

 
Η αναμενόμενη σταδιακή βελτίωση του κλίματος μετά την ολοκλήρωση του ΠΧΕ ΙΙ, μπορεί να συμβάλει στην έγκαιρη ανάκαμψη της εγχώριας ζητήσεως από το 4ο 3μηνο.’12, από τα πολύ χαμηλά επίπεδα του 2011.

 

Η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία, που θα πρέπει να είναι η βασική επιδίωξη των σχεδιαστών της οικονομικής πολιτικής στη χώρα, μπορεί να θέσει σε εντελώς νέα βάση τα καταναλωτικά και τα επενδυτικά σχέδια των εγχώριων οικονομικών μονάδων (νοικοκυριών και επιχειρήσεων).

 

 

Η αγοραστική δύναμη

Σημειώνεται ότι τα ρευστά χρηματικά διαθέσιμα των εγχώριων κατοίκων (καταθέσεις που έχουν αποσυρθεί από τις ελληνικές τράπεζες και άλλα διαθέσιμα σε θυρίδες, στο σπίτι, ή και σε τράπεζες του εξωτερικού) υπερβαίνουν τα € 70 δισ., ενώ η χρέωση αυτών των οικονομικών μονάδων του ιδιωτικού τομέα είναι χαμηλότερη στην Ελλάδα από τις περισσότερες χώρες του ΟΟΣΑ.

 

Αυτή η αγοραστική δύναμη θα χρησιμοποιηθεί και πάλι για κατανάλωση και επενδύσεις στην ελληνική οικονομία, μόλις οι εγχώριες οικονομικές μονάδες (οι οποίες δεν επιβαρύνονται από υπερχρέωση όπως συμβαίνει στην Ιρλανδία, στην Ισπανία, στην Πορτογαλία, στο Ηνωμένο Βασίλειο, στις ΗΠΑ και σε άλλες χώρες) αισθανθούν ότι η αβεβαιότητα και οι κίνδυνοι περαιτέρω επώδυνων εξελίξεων στην ελληνική οικονομία έχουν περιορισθεί σημαντικά ή εκλείψει.

 

 

Οι προοπτικές αναπτύξεως της ελληνικής οικονομίας είναι ικανοποιητικές

Για τους λόγους αυτούς, αντίθετα με τις υποθέσεις της Τρόικας και άλλων αναλυτών, οι προοπτικές αναπτύξεως της ελληνικής οικονομίας είναι ικανοποιητικές τόσο κατά το 2012-2013, όσο, και πολύ περισσότερο, στη μεσο-μακροχρόνια περίοδο.

 
Ειδικότερα, εάν ως μέσος ρυθμός αυξήσεως του ονομαστικού ΑΕΠ στην περίοδο 2012-2020 χρησιμοποιηθεί το 3,7%, αντί του 2,3% που είναι η υπόθεση της Τρόικας, μπορεί να δειχθεί ότι ο στόχος του 2020 για έναν λόγο Χρέους/ΑΕΠ ίσο με 120% είναι δυνατόν να επιτευχθεί ακόμη και χωρίς μείωση της ονομαστικής αξίας του ιδιωτικού χρέους κατά € 50 δισ. περίπου (€ 100 δισ. μείον € 50 δισ. που θεωρείται ότι θα χρησιμοποιηθούν για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών).

 

Αυτή η δεύτερη υπόθεση δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως αισιόδοξη, εάν συνεκτιμηθεί η μεγάλη ύφεση της περιόδου 2008-2011 και η λειτουργία της οικονομίας με βάση τη νέα, φιλική προς τις αγορές και την ανάπτυξη, θεσμική και οργανωτική διάρθρωση.

 

Ειδικότερα, είναι ακόμη απολύτως εφικτό, μετά την ολοκλήρωση του ΠΧΕ ΙΙ και της ανακεφαλαιοποιήσεως των τραπεζών, να περιορισθεί δραστικά η ύφεση το 2012 σε πτώση του ονομαστικού ΑΕΠ κατά -2,1% (αντί για -5,5%).

 

Επίσης, με την αποτελεσματική υλοποίηση του ΠΔΕ και του ΕΣΠΑ 2007-2013 και την έγκαιρη απορρόφηση των διαθεσίμων πόρων ύψους άνω των € 15 δισ. από την Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι εφικτή η επίτευξη θετικού ρυθμού αναπτύξεως της οικονομίας από το 2013 και, με την επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων και της προσελκύσεως σημαντικών ξένων άμεσων επενδύσεων, η επίτευξη υψηλότερων ρυθμών αναπτύξεως μετά το 2013. [/accordion]
[accordion title=”Αυξάνονται οι δυνατότητες ανάπτυξης της οικονομίας”]

 

Η κρίση υπερχρεώσεως της ελληνικής οικονομίας που εκδηλώθηκε στο τέλος του 2009 (μετά από ένα έτος στο οποίο οι διεθνείς αγορές δάνεισαν ευχαρίστως στο ελληνικό Δημόσιο άνω των € 100 δισ.), και η κρίση του ελληνικού δημοσίου χρέους που εξελίχθηκε ταχέως στους πρώτους μήνες του 2010, ήταν αποτέλεσμα της αποτυχίας μειώσεως των δημοσιονομικών ελλειμμάτων στην περίοδο 2001-2007.

 

Οι ελληνικές κυβερνήσεις εκμεταλλεύθηκαν τα πλεονεκτήματα εύκολου και χαμηλού κόστους δανεισμού που προέκυπταν από τη λειτουργία της χώρας στη Ζώνη του Ευρώ για να διοργανώσουν εκτεταμένο κύμα παροχών προς άπαντες για ευνόητους λόγους.

 

Η δραστηριότητά τους αυτή όχι μόνο δεν βοήθησε αλλά έθεσε σοβαρά εμπόδια στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, κυρίως μέσω της συνεχούς επιδεινώσεως της διεθνούς ανταγωνιστικότητάς της καθόλη τη διάρκεια της δεκαετίας.

 

Οι απώλειες ανταγωνιστικότητας έφθασαν το -32,0% στην περίοδο 2001-2009.

 

Έτσι, η δημοσιονομική εκτροπή και η συνεπαγόμενη απώλεια ανταγωνιστικότητας, ανέτρεψαν τελικά πλήρως την αναπτυξιακή δυναμική της χώρας, πολύ πριν την εκδήλωση της κρίσεως δημοσίου χρέους και την εφαρμογή των προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.

 

Όσα αναμφισβήτητα συγκριτικά πλεονεκτήματα και εάν έχει μία χώρα, αυτά μπορούν να αντισταθμισθούν, και η επίπτωσή τους στην ανάπτυξη να περιορισθεί, από μία πολιτική που οδηγεί σε συνεχή υπονόμευση της ανταγωνιστικότητάς της.

 
Η κρίση ήταν αποτέλεσμα της δημοσιονομικής εκτροπής, των γενικευμένων παροχών και, κυρίως, της αδυναμίας έγκαιρης εκλογικεύσεως του ασφαλιστικού συστήματος της χώρας.

 

Σε καμία περίπτωση, όμως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ένδειξη περιορισμένων αναπτυξιακών δυνατοτήτων της ελληνικής οικονομίας.

 

Οι δυνατότητες αναπτύξεως της οικονομίας περιορίσθηκαν δραστικά στην περίοδο της εκτροπής.

 

Με τη δημοσιονομική προσαρμογή που ήδη πραγματοποιείται και τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις σε κρίσιμους τομείς της οικονομίας, οι δυνατότητες αυτές αυξάνονται σημαντικά.

 

Για το λόγο αυτό στην περίοδο 2014-2030 θα πρέπει να αναμένονται εξαιρετικά υψηλοί ρυθμοί αυξήσεως της παραγωγικότητας της εργασίας και της απασχολήσεως στην Ελλάδα και σε κάθε περίπτωση πολύ υψηλότεροι από αυτούς που σημειώθηκαν στην περίοδο 1996-2011 » [/accordion]

[/accordions]

Σχετικά Άρθρα