ΣΕΒ: Ανάκαμψη …με ακριβή ενέργεια!

Με το κόστος ενέργειας στη βιομηχανία, ασχολείται η σημερινή ανάλυση του ΣΕΒ στο εβδομαδιαίο δελτίο για την Ελληνική οικονομία.

 
Όπως αναφέρει αναλυτικά: «Ένας σημαντικός ανασταλτικός παράγων ανταγωνιστικότητας και επομένως επανεκκίνησης της ελληνικής οικονομίας είναι το κατά 40% περίπου υψηλότερο κόστος ενέργειας που αντιμετωπίζει η βιομηχανία έντασης ενέργειας ως προς τους Ευρωπαίους ανταγωνιστές της. Για να αντιμετωπιστεί το ανταγωνιστικό αυτό μειονέκτημα απαιτείται, μεταξύ άλλων, η μείωση του ειδικού φόρου κατανάλωσης στα ενεργειακά προϊόντα για βιομηχανική χρήση, η οποία θα οδηγήσει μάλιστα μεσοπρόθεσμα σε αυξημένα κρατικά έσοδα, η  διασύνδεση των Κυκλάδων και της Κρήτης με την ηπειρωτική Ελλάδα και η ενίσχυση της διασύνδεσης με την Ιταλία, που θα επιτρέψουν να μειωθεί το συνολικό κόστος ηλεκτρικού ρεύματος στη χώρα οδηγώντας σε σημαντική μείωση των αντίστοιχων χρεώσεων στους βιομηχανικούς καταναλωτές, καθώς και προσαρμογή  τιμολογίων στο προφίλ κατανάλωσης  των επιχειρήσεων έντασης ενέργειας, που θα έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής.

Η ανάλυση του μίγματος παραγωγής (βλέπε Διάγραμμα ) και η πορεία της παραγωγής και κρίσιμων εισαγωγών ενέργειας  της Ελλάδας την τελευταία δεκαετία αναδεικνύουν τη συρρίκνωση των καθαρών εισαγωγών των προϊόντων πετρελαίου (και λόγω μείωσης της ζήτησης για καύσιμο κίνησης αλλά και με την ολοκλήρωση μεγάλων επενδύσεων που αύξησαν σημαντικά τις εξαγωγές των διυλιστηρίων), την αύξηση του μεριδίου των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ) και των εισαγωγών φυσικού αερίου (Φ/Α), εξέλιξη αναμενόμενη με την εισαγωγή του φυσικού αερίου ειδικά ως καύσιμο για την ηλεκτροπαραγωγή (η οποία εξασφάλισε και τους όγκους κατανάλωσης που στη συνέχεια επέτρεψαν την ανάπτυξη του δικτύου διανομής που εξυπηρετεί και την οικιακή χρήση) και την επιδότηση της επέκτασης των ΑΠΕ, ειδικά σε ό,τι αφορά τα φωτοβολταϊκά (Φ/Β).

ΣΕΒ

Όμως, η χρήση του (εισαγόμενου) Φ/Α συνεχίζει να υστερεί σε σχέση με τις άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, κυρίως λόγω της μη διείσδυσης του στη θέρμανση (λόγω της υψηλής προ και μετά φόρων τιμής του). Φυσικά, η μεγάλη συμμετοχή στην παραγωγή ενέργειας των στερεών καυσίμων (λιγνίτης) αποδίδεται στην υψηλή εγχώρια διαθεσιμότητα του καυσίμου. Όμως το καύσιμο αυτό έχει σημαντική συνεισφορά στις υψηλές εκπομπές ρύπων θερμοκηπίου της χώρας, γεγονός που δημιουργεί σταδιακά και μια αυξανόμενη πρόκληση διαχείρισης αυτού του εθνικά διαθέσιμου καυσίμου καθώς η τάση των τιμών δικαιωμάτων ρύπων είναι ανοδική , ως αποτέλεσμα της Ευρωπαϊκής πολιτικής να αποθαρρύνει σταδιακά όλο και πιο πολύ τη χρήση των πιο ρυπογόνων πηγών ενέργειας.

Επιπλέον, η ηλεκτροπαραγωγή στα μη διασυνδεδεμένα νησιά (ΜΔΝ) γίνεται κυρίως με παλιές, αναποτελεσματικές γεννήτριες. Αυτή η πρακτική δεν αποτελεί μόνο λύση χαμηλής αξιοπιστίας (ενδεικτικά, αναφέρονται οι συχνές και επιζήμιες για τον τουρισμό διακοπές ρεύματος σε νησιά τον Αύγουστο). Είναι και ιδιαίτερα ακριβή λύση. Στο Διάγραμμα 14, αναδεικνύεται το υψηλό μεταβλητό κόστος των μονάδων παραγωγής σε αυτά τα νησιά, που είναι έως και διπλάσιο του αντίστοιχου κόστους των μονάδων ηλεκτροπαραγωγής με Φ/Α της ηπειρωτικής Ελλάδας. Λόγω της τιμολογιακής πολιτικής, με τα νοικοκυριά στα νησιά να καταβάλλουν το ίδιο κόστος ρεύματος με την ηπειρωτική Ελλάδα, προκύπτει η ανάγκη χρηματοδότησης αυτού του επιπλέον κόστους, το οποίο ανέρχεται σε €700-850 εκατ. το χρόνο (σύμφωνα με την εμπειρία των τελευταίων πέντε ετών).

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 14

Η λύση που έχει επιλεγεί είναι η επιβάρυνση του συνόλου των καταναλωτών. Η επιβάρυνση όμως ειδικά των βιομηχανικών καταναλωτών ηλεκτρικού ρεύματος είχε ως αποτέλεσμα τη μεγάλη αύξηση της τιμής κατά 10- 15% και την περαιτέρω μείωση της ανταγωνιστικότητάς τους. Η διασύνδεση των νησιών με την ηπειρωτική χώρα θα μπορούσε να γίνει εύκολα, με μια επένδυση που θα αποσβεστεί ταχύτατα και θα εξαλείψει μεγάλο μέρος αυτού του επιπλέον κόστους μετά την περίοδο απόσβεσης . Οι βιομηχανικοί καταναλωτές ηλεκτρικού ρεύματος δεν επιβαρύνονται όμως μόνο με το κόστος αυτό. Φόροι και τέλη που συνδέονται με τις μη βιώσιμες επιδοτήσεις σε μικρά Φ/Β, όσο και οι επιβαλλόμενοι ειδικοί φόροι κατανάλωσης (μη ανακτήσιμοι φόροι με την έννοια ότι δεν συμψηφίζονται με την πώληση ή εξαγωγή όπως συμβαίνει με τον ΦΠΑ), έχουν αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια.

Πέραν τούτου, η Ελλάδα επιβάλλει υψηλούς φόρους για τη βιομηχανική χρήση τόσο του ηλεκτρικού ρεύματος όσο και του φυσικού αερίου (με τον προβλεπόμενο φόρο χωρίς όμως τις ειδικές εκπτώσεις που εφαρμόζουν σε χώρες με υψηλό ΕΦΚ όπως η Γερμανία και η Αυστρία για παράδειγμα). Μάλιστα, στο βαθμό που το φυσικό αέριο χρησιμοποιείται για την παραγωγή ρεύματος η επιβάρυνση είναι διπλή καθώς (σε αντίθεση με τις άλλες χώρες) δεν προβλέπεται έκπτωση από τον χρησιμοποιούμενο ΕΦΚ στο φυσικό αέριο! Η προσεκτική διαχείριση του λιγνίτη και η στροφή της ηλεκτροπαραγωγής προς τη χρήση του πιο καθαρού φυσικού αερίου θα είναι μια αναπόφευκτη εξέλιξη, όσο αυξάνεται το κόστος των ρύπων και στο βαθμό που η Ελλάδα δεν λάβει σχετικές εξαιρέσεις. Ενώ σε άλλες χώρες με υψηλούς φόρους στη μια μορφή ενέργειας αφενός υπάρχουν ειδικές εκπτώσεις για τη βιομηχανία και αφετέρου η βιομηχανία μπορεί να στραφεί στην χρήση της άλλης μορφής ενέργειας, η Ελλάδα είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση που δεν αφήνει κανένα τέτοιο περιθώριο ελευθερίας στη βιομηχανία. Μάλιστα, αυτό συμβαίνει την ώρα που οι τιμές, στις οποίες εφαρμόζονται αυτοί οι φόροι, είναι ιδιαίτερα υψηλές για την περίπτωση του φυσικού αερίου (βλέπε και σχετική μελέτη ΙΟΒΕ για τις επιπτώσεις της φορολογίας στο φυσικό αέριο) αλλά και για την περίπτωση του ηλεκτρικού ρεύματος (βλέπε σχετική μελέτη της Roland Berger Consultants για λογαριασμό της ΕΒΙΚΕΝ). Η τελευταία διαπιστώνει ότι το συνολικό κόστος ηλεκτρικής ενέργειας για τις βιομηχανίες εντάσεως ενέργειας είναι στην Ελλάδα 30 – 70% υψηλότερο από τους ανταγωνιστές μας στη Γερμανία, στην Ιταλία και στην Ισπανία, όχι μόνο ως αποτέλεσμα της υψηλής φορολογίας αλλά και λόγω της διαδεδομένης χρήσης σε άλλες χώρες ειδικών συμφωνιών για χαμηλές τιμές, που δεν εφαρμόζονται στην Ελλάδα παρόλο που τελικά θα οδηγούσαν σε αύξηση της κατανάλωσης ενέργειας και της παραγωγής σε σημαντικούς κλάδους της βιομηχανίας. Αλλά και η τιμή του φυσικού αερίου για τους βιομηχανικούς καταναλωτές είναι, τελικά, 30-40% υψηλότερη στην Ελλάδα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, επιβαρυνόμενη με υψηλά τέλη χρήσης δικτύου που προστίθενται σε ήδη υψηλούς φόρους και τιμές. Είναι γεγονός ότι η κρίση των τελευταίων 6 ετών (2010-2015) έχει πλήξει το σύνολο σχεδόν της οικονομίας ενώ οι παράγοντες που συμβάλλουν στην ένταση και διάρκεια της είναι πολλαπλοί. Όμως ειδικά για τους κλάδους έντασης ενέργειας της βιομηχανίας προστίθεται και η σημαντική αύξηση της τιμής της ενέργειας σε διεθνώς μη ανταγωνιστικά επίπεδα. Καθώς σε αυτούς του κλάδους υποχωρούν η παραγωγή και οι εξαγωγές, αυξάνονται τα βιομηχανικά κουφάρια και κατ’επέκταση υποχωρεί η κατανάλωση της υπερφορολογημένης βιομηχανικής ενέργειας . Αυτή η πραγματικότητα αποτυπώνεται καταρχήν στα μειούμενα έσοδα του κράτους από ΕΦΚ σε φυσικό αέριο και ηλεκτρική ενέργεια μετά το 2010. Αξίζει να παρατηρήσει κανείς εδώ ότι συγκεκριμένα ο ΕΦΚ στο ηλεκτρικό ρεύμα (που επιβαρύνει δυσανάλογα τις παραγωγικές επιχειρήσεις έντασης ενέργειας) συμβάλλει στα δημόσια έσοδα με €150 εκατ. το χρόνο, περίπου. Όμως το κράτος χάνει και άλλα έσοδα, καθώς οι επιχειρήσεις αυτές κλείνουν ή μειώνουν την παραγωγή, λόγω του κόστους ενέργειας, γραμμές παραγωγής οι οποίες κατά βάση είναι διεθνώς ανταγωνιστικές ακόμα και με τις συνθήκες χρηματοδότησης που επικρατούν στον ιδιωτικό τομέα. Ενδεικτικά, η μείωση της (αποδοτικής για τα κρατικά έσοδα) καλοπληρωμένης μισθωτής εργασίας σε κλάδους της βιομηχανίας έντασης ενέργειας, που αποτελεί τον βασικό τρόπο απασχόλησης σε αυτές τις επιχειρήσεις, οδηγεί για το κράτος στην απώλεια σημαντικών εσόδων.

Ο Πίνακας 2 εκτιμάει ότι με τους μισθούς που επικρατούσαν τον Απρίλιο 2015, σύμφωνα με το ΙΚΑ, και με βάσει στοιχεία του ΟΟΣΑ για το μη μισθολογικό κόστος, μόνο οι άμεσες θέσεις εργασίας που έχουν χαθεί από το 2011 – έτος αύξησης του ΕΦΚ – στους επιλεγμένους επίμαχους κλάδους έχουν στοιχίσει στο κράτος σε απώλεια εσόδων από φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων και ασφαλιστικές εισφορές €170 εκατ. – ποσό μεγαλύτερο δηλαδή από τα έσοδα που εξασφαλίζει στο κράτος ο ΕΦΚ στο ηλεκτρικό ρεύμα!

ΠΙΝΑΚΑΣ 2

Η σύγκριση αυτών των μεγεθών, και η προηγούμενη ανάλυση, δείχνουν ότι η πιο λογική τιμολόγηση της ενέργειας για βιομηχανική χρήση, κυρίως μέσω της προσαρμογής των ειδικών φόρων, και η ταυτόχρονη προώθηση επενδύσεων που μπορούν να μειώσουν τις αναποτελεσματικότητες της παραγωγής ενέργειας με έναν τρόπο που όλοι κερδίζουν, όπως η διασύνδεση των νησιών, μπορούν να συνεισφέρει σημαντικά και θετικά στην ανάκαμψη της παραγωγής. Αντίστοιχα, θα ενισχυθούν οι εξαγωγές και τελικά τα εσόδα του κράτους καθώς θα αυξάνει η κατανάλωση ενέργειας (που θα φορολογείται λογικά) και η αποδοτική για τα κρατικά ταμεία απασχόληση σε ανταγωνιστικούς κλάδους της βιομηχανίας. Σημειώνεται ότι αυτές οι παρεμβάσεις δεν περιλαμβάνουν το θέμα της αναβάθμισης της ενεργειακής αποδοτικότητας των παλαιών κτιρίων.

 
Ηλεκτρική διασύνδεση Κρήτης

Την ώρα που η ηλεκτρική διασύνδεση των Κυκλάδων προχωρά (έχει ολοκληρωθεί η πρώτη φάση του σχετικού διαγωνισμού), εκκρεμεί η εκκίνηση της αντίστοιχης διαδικασίας για την ηλεκτρική διασύνδεση της Κρήτης, παρόλο που το οικονομικό ενδιαφέρον στην περίπτωση αυτή είναι πολλαπλάσιο (Διάγραμμα 14). Σημειώνεται ότι τα έργα αυτά εντάσσονται τόσο στις προδιαγραφές του Ευρωπαϊκού Ταμείου Στρατηγικών Επενδύσεων – EFSI («Πακέτο Γιουνκέρ») όσο και στις προτεραιότητες του ευρωπαϊκού προγράμματος για την Ενεργειακή Ένωση. Σήμερα η ηλεκτροδότηση του νησιού επιβαρύνει με επιπλέον €400 εκατ., περίπου, ετησίως τους Έλληνες καταναλωτές. Το έργο αυτό θα διασφαλίσει την ασφάλεια τροφοδοσίας της Κρήτης, τη βελτιστοποίηση των όρων λειτουργίας του ηπειρωτικού συστήματος και τη δυνατότητα αξιοποίησης του δυναμικού της Κρήτης σε ΑΠΕ. Το σημαντικότερο, από όλα, όμως, είναι ότι, μειώνοντας το συνολικό κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας για τη χώρα κατά 7-8%, επιτρέπει χαμηλότερα τιμολόγια για τους βιομηχανικούς πελάτες. Η εμπειρία από το έργο διασυνδεσης των Κυκλάδων (εκτέλεση του έργου σε βήματα) μπορεί να ελαχιστοποιήσει το κόστος της επένδυσης σε πρώτη φάση και να κάνει δυνατή την υλοποίηση του έργου συντομότερα.

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 12

Σχετικά Άρθρα