
Alpha Bank: Το υψηλό ποσοστό ανεργίας αποτελεί μέγα κίνδυνο και βλάβη για την κοινωνική συνοχή
Οι άνεργοι παραμένουν για ένα ακόμη έτος σε επίπεδα στην περιοχή του ενός τετάρτου του εργατικού δυναμικού, το υψηλότερο ανάμεσα στις χώρες της Ευρωζώνης, προκαλώντας τεράστιο κόστος για τη χώρα σε οικονομικούς, δημοσιονομικούς και κοινωνικούς όρους
Σύμφωνα με την Έρευνα Εργατικού Δυναμικού της ΕΛΣΤΑΤ, το ποσοστό ανεργίας συνέχισε την σταδιακή πτωτική πορεία του και στο τρίτο τρίμηνο του 2015 φθάνοντας το 24,0%, παρά τις συνθήκες οικονομικής αβεβαιότητας που επικράτησαν μετά την επιβολή των ελέγχων κεφαλαίων, σημειώνει σχετική ανάλυση του Εβδομαδιαίου Δελτίου Οικονομικών Εξελίξεων της Διευθύνσεως Οικονομικών Μελετών της Alpha Bank.
Η εξέλιξη αυτή ήταν συνέπεια της αυξήσεως του αριθμού των απασχολουμένων κατά 1,3% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και 2,3% σε ετήσια βάση καθώς και του περιορισμού του αριθμού των ανέργων κατά 1,7% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και 5,6% σε ετήσια βάση.
Η θετική αυτή πορεία προσδιορίσθηκε από εξελίξεις, τόσο σε μακροοικονομικό, όσο και μικροοικονομικό επίπεδο.
Πρώτον, η είσοδος της ελληνικής οικονομίας σε περιβάλλον ανακάμψεως σε όλη σχεδόν τη διάρκεια του 2014 έως και το πρώτο εξάμηνο του 2015 (Γράφημα 1) υποστήριξε τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, έστω και με ασθενικό ρυθμό, σε ορισμένους τομείς της οικονομικής δραστηριότητας και ιδιαίτερα στον τουρισμό. Η διάρκεια της νέας υφεσιακής διαταραχής, που ξεκίνησε το τρίτο τρίμηνο του 2015, θα αποτελέσει βασικό προσδιοριστικό παράγοντα της πορείας της απασχολήσεως το 2016.
Δεύτερον, η μείωση του κόστους εργασίας για τις επιχειρήσεις ως αποτέλεσμα της πολιτικής της εσωτερικής υποτιμήσεως των τελευταίων ετών έχει τονώσει τα κίνητρα για νέες προσλήψεις. Τα βασικά χαρακτηριστικά αυτής της πολιτικής δεν ανετράπησαν εντός του 2015.
Τρίτον, σε μικροοικονομικό επίπεδο, οι θεσμικές παρεμβάσεις στην αγορά εργασίας που σημειώθηκαν τα τελευταία χρόνια συνέβαλλαν στην διεύρυνση της μερικής και εκ περιτροπής απασχολήσεως. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία του πληροφοριακού συστήματος «Εργάνη»
στο δεκάμηνο του 2015 μειώθηκε το ποσοστό των συμβάσεων εργασίας πλήρους απασχολήσεως των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα, το οποίο διαμορφώθηκε σε 44,7%, έναντι 50,2% στην αντίστοιχη περίοδο του 2014, ενώ παράλληλα σημαντική αύξηση κατέγραψε το ποσοστό των συμβάσεων εκ περιτροπής απασχόλησης στο σύνολο των νέων προσλήψεων από 13,7% στο δεκάμηνο του 2014 σε 18,2% στην αντίστοιχη περίοδο του 2015.
Παρά τις ανωτέρω εξελίξεις, οι άνεργοι παραμένουν για ένα ακόμη έτος σε επίπεδα στην περιοχή του ενός τετάρτου του εργατικού δυναμικού, το υψηλότερο ανάμεσα στις χώρες της Ευρωζώνης, προκαλώντας τεράστιο κόστος για τη χώρα σε οικονομικούς, δημοσιονομικούς και κοινωνικούς όρους. Ειδικότερα:
Πρώτον, η παραγωγική δυνατότητα της ελληνικής οικονομίας θίγεται, αφού η μακροχρόνια ανεργία ζημιώνει την ποιότητα του ανθρώπινου κεφαλαίου ενώ πολλοί νέοι επιστήμονες και στελέχη με υψηλές δεξιότητες αξιοποιούνται σε άλλες ανεπτυγμένες χώρες. Η μείωση του αριθμού των απασχολουμένων προήλθε από την παύση της λειτουργίας σημαντικού αριθμού επιχειρήσεων.
Ιδιαίτερα ανησυχητικό στοιχείο είναι ότι η ανεργία έχει πλήξει και ηλικιακές ομάδες εργαζομένων 30-44 χρόνων, που πριν την κρίση δεν αντιμετώπιζαν ιδιαίτερο πρόβλημα ανεργίας, ενώ οξύτατο παραμένει το ζήτημα της ανεργίας των νέων και των μακροχρόνιων ανέργων. Διαχρονικά, τα άτομα ηλικίας 30-44, που αποτελούν και τον βασικό παραγωγικό ιστό, ήτοι το 43,9% του εργατικού δυναμικού (τρίτο τρίμηνο 2015), εμφανίζουν το μεγαλύτερο ποσοστό απασχολήσεως και ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά ανεργίας, ενώ αντίθετα οι άνεργοι ηλικίας 15-24 ετών αντιμετωπίζουν το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας (Γράφημα 2).
Σε περιόδους κρίσεως η ανεργία των νέων τείνει να αυξάνεται περισσότερο από ότι η ανεργία των υπόλοιπων ηλικιακών ομάδων. Αυτό αποδίδεται σε ένα βαθμό στο γεγονός ότι συνήθως οι νέοι απασχολούνται σε εργασίες εκ περιτροπής ή προσωρινές, οι οποίες είναι πιο ευάλωτες σε περιόδους υφέσεως. Σε χώρες όπως η Ιρλανδία, η μεγάλη αύξηση του ποσοστού ανεργίας των νέων είναι απόρροια της κρίσεως, καθώς το 2008 το ποσοστό αυτό διαμορφωνόταν στο 13,3% του εργατικού δυναμικού, έναντι 30,4% το 2012. Σημειώνεται ότι το ποσοστό αυτό το 2006 ήταν μόλις 8,7%. Αντίθετα, χώρες όπως η Ελλάδα, η Ιταλία, η Ισπανία και η Πορτογαλία διαχρονικά έχουν υψηλό ποσοστό ανεργίας στους νέους (αρκετά υψηλότερο από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης). Συγκεκριμένα, το ποσοστό ανεργίας των νέων κάτω των 25 ετών, ανήλθε στην Ελλάδα στο υψηλότερο σημείο (60,0%) το πρώτο τρίμηνο 2013, ενώ μέχρι και το τρίτο τρίμηνο του 2014 υπήρξε τάση αποκλιμάκωσης. Το ποσοστό αυτό μειώθηκε ελαφρά στο 48,8% το τρίτο τρίμηνο 2015, αν και παραμένει σε απογοητευτικά υψηλό επίπεδο.
Δεύτερον, το υψηλό ποσοστό ανεργίας αποτελεί μέγα κίνδυνο και βλάβη για την κοινωνική συνοχή. Παρατηρείται ότι ταυτόχρονα με την άνοδο του ποσοστού ανεργίας έχει σημειωθεί και επιμήκυνση της διάρκειας της ανεργίας. Τούτο οφείλεται στη μακρά διάρκεια της υφέσεως στην Ελλάδα και αφορά κυρίως τους κλάδους όπως το εμπόριο και οι κατασκευές οι οποίοι επλήγησαν περισσότερο τα τελευταία έτη. H απόκτηση νέων δεξιοτήτων δεν είναι μια εύκολη διαδικασία ιδιαίτερα σε μεγαλύτερες ηλικίες. Πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύθηκε στην Ενδιάμεση Έκθεση της Τραπέζης της Ελλάδος (Δεκέμβριος 2015, σελ.77-78)) επιβεβαιώνει την αύξηση της διαρθρωτικής ανεργίας στην Ελλάδα κατά την περίοδο της κρίσεως διαπιστώνοντας εμπειρικά την διεύρυνση της αναντιστοιχίας μεταξύ των ζητούμενων και προσφερόμενων επαγγελματικών δεξιοτήτων από το 2013 και εντεύθεν. Στην Ελλάδα η διάρκεια της ανεργίας είναι από τις υψηλότερες ανάμεσα στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενώσεως όπως προκύπτει από τα υψηλά ποσοστά των μακροχρονίων ανέργων, οι οποίοι αυξήθηκαν σημαντικά το τρίτο τρίμηνο 2015 σε 73,7% στο σύνολο των ανέργων, από 40,0% το τρίτο τρίμηνο 2009, έναντι 52,4% στην Ευρωζώνη (δεύτερο τρίμηνο 2015). Σημειώνεται ότι η Ελλάδα κατέχει το υψηλότερο ποσοστό μακροχρονίων ανέργων στην Ευρωζώνη, και ακολουθεί η Ιταλία με ποσοστό 60,3% (δεύτερο τρίμηνο 2015).
Τρίτον, η διατήρηση επί μακρόν του ιδιαίτερα υψηλού ποσοστού ανεργίας θέτει σε μεγάλη δοκιμασία τη χρηματοδοτική ικανότητα και κατά συνέπεια την βιωσιμότητα, του εγχώριου ασφαλιστικού συστήματος σε μία περίοδο που επιχειρείται η ελάφρυνση του δημοσιονομικού του βάρους.
Η προσαρμογή μιας οικονομίας, η οποία στηριζόταν στην κατανάλωση προς ένα νέο παραγωγικό μοντέλο που θα στηρίζεται στις επενδύσεις και την εξαγωγική διείσδυση θα απαιτήσει χρόνο. Αυτό συνδέεται με το γεγονός ότι η διαρθρωτική ανεργία αναμένεται να διατηρηθεί σε υψηλό επίπεδο, εξαιτίας του μεγάλου αριθμού αναντιστοιχιών μεταξύ των δεξιοτήτων υψηλής ζητήσεως και προσφοράς. Κατά συνέπεια, είναι απαραίτητο στα επόμενα χρόνια να υιοθετηθούν ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης στο μικροοικονομικό πεδίο, ώστε να περιορισθεί το φαινόμενο, όπως προγράμματα εκπαιδεύσεως σε νέες ειδικότητες.
Σημαντική είναι η ανάλυση της ανεργίας, από πλευράς επιπέδου εκπαιδεύσεως. Ειδικότερα, η ανεργία τροφοδοτήθηκε στο τρίτο τρίμηνο 2015 σε σχέση με το τρίτο τρίμηνο του 2014 περισσότερο από αυτούς που έχουν ολοκληρώσει μερικές τάξεις του Δημοτικού ή δεν έχουν πάει ποτέ σχολείο (τρίτο τρίμηνο 2015: 40,7%, τρίτο τρίμηνο 2014: 33,6%) ενώ πτωτικά εμφανίζεται το ποσοστό ανεργίας στους έχοντες απολυτήριο γ’ γυμνασίου ή απολυτήριο μέσης εκπαιδεύσεως (τρίτο τρίμηνο 2015: 25.9%, τρίτο τρίμηνο 2014: 28,2%).
Το χαμηλότερο ποσοστό ανεργίας (υψηλότερο όμως από πέρυσι) παρατηρείται στους κατέχοντες διδακτορικό ή μεταπτυχιακό δίπλωμα με 13,2% στο τρίτο τρίμηνο 2015 (τρίτο τρίμηνο 2014:12,7%). Σημειώνεται ότι στον τουρισμό και στις κατασκευές το ποσοστό των ανειδίκευτων είναι της τάξεως του 15% του εργατικού τους δυναμικού.
Όσον αφορά στην κατανομή της απασχολήσεως ανά τομέα δραστηριότητας, αυτή έχει μεταβληθεί σημαντικά από το 2010 μέχρι το 2015. Ειδικότερα το εννεάμηνο 2010, το ποσοστό των απασχολουμένων στον δευτερογενή τομέα ως προς το σύνολο των απασχολουμένων ήταν στο 19,8%, ενώ το εννεάμηνο 2015 στο 15%, εξέλιξη αναμενόμενη δεδομένης της καθίζησης που σημειώθηκε κυρίως στις κατασκευές και τη μεταποίηση κατά το διάστημα αυτό. Αντίθετα, αυξήθηκε η συμμετοχή της απασχόλησης στον τριτογενή τομέα ως προς το σύνολο των απασχολουμένων, στο 71,9% το εννεάμηνο 2015, από 67,8% το εννεάμηνο 2010.
Προκύπτει ότι οι κλάδοι που έχουν πληγεί περισσότερο και έχουν καταγράψει τις μεγαλύτερες απώλειες θέσεων εργασίας είναι οι κλάδοι οι οποίοι συρρικνώθηκαν κατά την διάρκεια της κρίσεως, δηλαδή κυρίως οι κατασκευές και η μεταποίηση, αλλά και το λιανικό και χονδρικό εμπόριο. Την περίοδο 2010-2015 (εννεάμηνα) η μείωση της απασχολήσεως ανήλθε στο 17,7% στον κλάδο λιανικού-χονδρικού εμπορίου, 55,5% στον κλάδο κατασκευών και 29,7% στον μεταποιητικό κλάδο. Αντίθετα, ο κλάδος του τουρισμού σημείωσε αύξηση της απασχόλησης το διάστημα 2010-2015 (εννεάμηνα), κατά 4,2%.
Χαρακτηριστικά και εξελίξεις στην αγορά εργασίας
Συνεχίζονται οι θετικές εξελίξεις στην αγορά εργασίας το 2015, που ξεκίνησαν από το τρίτο τρίμηνο του 2014. Ειδικότερα, το ποσοστό της ανεργίας μειώθηκε αισθητά στο 24,0% του εργατικού δυναμικού στο τρίτο τρίμηνο του 2015, έναντι 24,6% στο προηγούμενο τρίμηνο και 25,5% στο αντίστοιχο τρίμηνο του 2014.
Συγκεκριμένα, η απασχόληση αυξήθηκε κατά 1,3% σε μηνιαία βάση και κατά 2,3% σε ετήσια, με αποτέλεσμα η ποσοστιαία αναλογία των απασχολούμενων στο εργατικό δυναμικό να αυξηθεί στο 76,0% στο τρίτο τρίμηνο του 2015 από 75,4% στο δεύτερο και 74,5% στο τρίτο τρίμηνο του 2014.
Η σημαντική άνοδος του αριθμού των απασχολουμένων συνέβαλε στη μείωση του αριθμού των ανέργων κατά 5,6% ή κατά 68,9 χιλ., ήτοι σε 1.160,5 χιλιάδες στο τρίτο τρίμηνο του 2015 από 1.229,4 χιλιάδες στο αντίστοιχο τρίμηνο του 2014.
Αναφορικά με τη μορφή της ανεργίας, σημειώνεται η σημαντική μείωση του αριθμού των μακροχρόνιων ανέργων σε 855,0 χιλιάδες στο τρίτο τρίμηνο του 2015 από 863,2 χιλ. στο δεύτερο τρίμηνο, έναντι 927,1 χιλ. στο τρίτο τρίμηνο του 2014. Παρά την αισθητή μείωση του αριθμού των μακροχρόνια ανέργων και κατά το τρίτο τρίμηνο του 2015, οι μακροχρόνια άνεργοι εξακολουθούν να αναλογούν σε ποσοστό άνω του 70% του συνόλου των ανέργων (73,7% στο τρίτο τρίμηνο του 2015 από 73,1% στο δεύτερο, έναντι του υψηλότερου 75,4% του τρίτου τριμήνου του 2014). Επισημαίνεται ότι η πλειονότητα των μακροχρόνια ανέργων είναι άνω των 30 ετών, σχετικά χαμηλής εκπαίδευσης , προερχόμενοι από τους κλάδους του εμπορίου των κατασκευών και της μεταποίησης.
Παράλληλα, το ποσοστό των «νέων ανέργων» αυτών που κατά την ΕΛΣΤΑΤ δεν έχουν εργασιακή εμπειρία (δεν έχουν εργασθεί ποτέ) διαμορφώθηκε στο 23,6% του συνόλου των ανέργων στο τρίτο τρίμηνο του 2015 από 23,5% στο δεύτερο και 24% στο τρίτο τρίμηνο του 2014.
Σημειώνεται ότι μετά το δεύτερο τρίμηνο του 2009 υφίσταται μια αρνητική σχέση μεταξύ των «νέων ανέργων» και των μακροχρόνια ανέργων. Αυτό συμπίπτει με την αρχή της αύξησης της ανεργίας, όπως και η διόγκωση της διαφοράς μεταξύ των «νέων» και των μακροχρόνια ανέργων συμπίπτει με την αύξηση της ανεργίας. Έτσι στους ανέργους συγκαταλέγονται όλο και περισσότερα άτομα που έχουν απολέσει τη δουλειά τους και κατά συνέπεια το ποσοστό των «νέων ανέργων» να κυμαίνεται από το 2010 μέχρι σήμερα μεταξύ του 24,0% και 23,0%, έναντι 28,3% το 2009 και 35,4% το 2008.
Tο ποσοστό της μερικής απασχόλησης υποχώρησε στο 9,1% του συνόλου των απασχολουμένων στο τρίτο τρίμηνο 2015, από 9,5% στο δεύτερο, έναντι 9,5% στο τρίτο τρίμηνο του 2014 και το ποσοστό των απασχολούμενων με πλήρη απασχόληση διαμορφώθηκε στο υψηλό 90,9% του συνόλου των απασχολουμένων στο τρίτο τρίμηνο του 2015.
Σημειώνεται ότι από το σύνολο των απασχολουμένων το 29,9% ήταν αυτοαπασχολούμενοι και το 65,6% μισθωτοί στο δεύτερο τρίμηνο 2015, έναντι 30,8% στο τρίτο τρίμηνο του 2014. Σημειώνεται ότι συνολικά το 2010 το ποσοστό των αυτοαπασχολουμένων ανήρχετο στο 35,6% της συνολικής απασχόλησης.
Επισημαίνεται η σημαντική αύξηση του αριθμού των αυτοαπασχολουμένων με προσωπικό κατά 14,6% σε ετήσια βάση στο τρίτο τρίμηνο του 2015, οφείλεται στην έναρξη της λειτουργάς μικρών επιχειρήσεων, έναντι μείωσης κατά 8,1% στο αντίστοιχο τρίμηνο του 2014, λόγω παύσης της λειτουργίας μικρών επιχειρήσεων.
Σχετικά με τη μισθωτή εργασία, σημειώνεται ότι το ποσοστό των δημοσίων υπαλλήλων μειώθηκαν σημαντικά σε 771.806 χιλ. στο τρίτο τρίμηνο του 2015 από 777.088 χιλ. στο τρίτο τρίμηνο του 2014 και αποτελούσαν το 32,0% της συνολικής μισθωτής απασχόλησης, έναντι υψηλότερου 33,6% του τρίτου τριμήνου του 2014. Σημειώνεται ότι το 2010 ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων αριθμούσε σε 974,4 χιλ. και ως εκ τούτου παρουσίασαν σωρευτικά στην περίοδο 2010-3ο τρίμηνο 2015 σωρευτική μείωση κατά 20,8%, έναντι αντίστοιχης ωστόσο κάθετης πτώσης κατά 45% που σημείωσε ο αριθμός των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα.
Αντίθετα αυξήθηκε κατά 6,7% ο αριθμός των απασχολούμενων στον ιδιωτικό τομέα (τρίτο τρίμηνο 2015: 1.637.659 χιλ. τρίτο τρίμηνο 2014: 1.534.326.).