ΣΕΒ: Η υπερφορολόγηση νοικοκυριών και επιχειρήσεων καθίσταται όλο και περισσότερο αδιέξοδη πολιτική

• «Το μόνο πράγμα που πρέπει να φοβόμαστε είναι αυτός ο ίδιος ο φόβος» -Φραγκλίνος Ρούσβελτ (1933)

 
Οι δυνάμεις που θα απελευθερωθούν από μία πιθανή αποσταθεροποίηση της Ιταλίας είναι σε θέση να παρασύρουν και την ελληνική οικονομία. Είναι γι’ αυτό σημαντικό η χώρα μας να εξακολουθήσει να επιδιώκει αταλάντευτα τη δημοσιονομική προσαρμογή και τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, μακριά από τις σειρήνες που επενδύουν στη καταστροφή της ΕΕ, σημειώνει ανάλυση του ΣΕΒ στο Eβδομαδιαίο Δελτίο για την Ελληνική Οικονομία – Οικονομία & Επιχειρήσεις.

 
Επισκόπηση Δελτίου

-Το Brexit ενισχύει τις διασπαστικές τάσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο ευρωσκεπτικισμός εξακολουθεί να τροφοδοτείται από την οικονομική ανισότητα, καθώς οι αμοιβές των εργαζομένων δεν ακολουθούν, σε πολλές περιπτώσεις, τον ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας. Η Ελλάδα παρακολουθεί τις ευρωπαϊκές εξελίξεις έχοντας εναποθέσει όλες τις ελπίδες της σε μία ανάκαμψη της οικονομίας για την οποίαν, όμως, θα πρέπει να υιοθετηθούν συγκεκριμένες πολιτικές και μέτρα. Η οικονομική πολιτική πρέπει, συνεπώς, να αλλάξει ρότα ώστε να τονωθεί η αναπτυξιακή διαδικασία. Χρειάζονται επενδυτικές πρωτοβουλίες άμεσης απόδοσης. Καμία, όμως, πρωτοβουλία δεν μπορεί να ευδοκιμήσει, χωρίς την άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων. Οι περιορισμοί θα αρθούν συν τω χρόνω με την εφαρμογή του Μνημονίου και εφόσον η χώρα επανακτήσει την εμπιστοσύνη των αγορών, λειτουργώντας με πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα που είναι διατηρήσιμα. Οποιαδήποτε παρέκκλιση από αυτή την πορεία θα είναι αδιέξοδη και καταστροφική επιλογή. Σε κάθε περίπτωση, η χώρα μας επιβάλλεται να γίνει από σήμερα χώρα προορισμού επενδυτικών κεφαλαίων. Ας αρχίσουμε, λοιπόν, να υλοποιούμε άμεσα τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις με στόχους και χρονοδιαγράμματα. Ας ιδιωτικοποιήσουμε τις υποδομές δικτύων, όπου υπάρχει επιχειρηματικό ενδιαφέρον. Ας δώσουμε κίνητρα μέσω υπεραποσβέσεων για να γίνουν ιδιωτικές επενδύσεις. Ας τελειώσουμε μια ώρα ταχύτερα με τις εταιρικές αναδιαρθρώσεις και τα κόκκινα δάνεια. Ας ξαναβάλουμε μπροστά την αγορά ακινήτων μέσω κινήτρων για οικιστικές και εμπορικές αναπλάσεις. Ας επενδύσουμε στην ακτογραμμή της Αττικής. Ας κάνουμε μερικές απλές κινήσεις όπως π.χ. σιδηροδρομική σύνδεση με το Λαύριο για διευκόλυνση της εμπορικής και επιβατικής κίνησης και ας ιδιωτικοποιηθούν επιτέλους τα τρένα. Ας δώσουμε προτεραιότητα στις επενδύσεις σε μεγάλα έργα, είτε με παραχώρηση της εκμετάλλευσης είτε με συμπράξεις δημοσίου και ιδιωτικού τομέα. Ας μπούμε στην κυκλική οικονομία αναθέτοντας π.χ. τα έργα για την διαχείριση των σκουπιδιών. Ας δώσουμε κίνητρα για επενδύσεις στον τουρισμό και την παραθεριστική κατοικία, στην καινοτομία και τις νεοφυείς επιχειρήσεις. Όλα αυτά, όμως, θα γίνουν, εάν εκσυγχρονισθεί η διακυβέρνηση της χώρας και επιπλέον η κοινωνία αντιληφθεί ότι είναι προς το συμφέρον όλων να αναπτύσσεται η ιδιωτική οικονομία. Η χώρα σήμερα βρίσκεται εγκλωβισμένη σε οικονομική και πολιτική στασιμότητα. Ο χρόνος, που περνάει ανεκμετάλλευτος δεν γυρίζει πίσω και επιβαρύνει δυσανάλογα το μέλλον. Στις δημοκρατίες λέγεται ότι δεν υπάρχουν αδιέξοδα. Μπορεί όμως και να υπάρξουν και γι αυτό πρέπει να αποφευχθούν σενάρια ακυβερνησίας που μπορεί να προκύψουν από πειραματισμούς στον εκλογικό νόμο.

 
-Η οικονομική εμπιστοσύνη και ο PMI, προ του Βρετανικού δημοψηφίσματος, συνέχιζαν την τάση διστακτικής εξισορρόπησης, μια τάση που ακολουθούσαν επίσης οι λιανικές πωλήσεις και η καθαρή ίδρυση επιχειρήσεων. Η εύθραυστη αυτή ισορροπία, όμως, καταγράφει επίσης ότι δεν αντιμετωπίζουμε ριζικά ζητήματα όπως η μεγάλη υστέρηση ετοιμότητας της χώρας να συμμετάσχει σε διεθνή ψηφιακά δίκτυα, με αποτέλεσμα να εκτίθεται στους κινδύνους ριζικών αλλαγών στην παγκόσμια οικονομία χωρίς να έχει την ικανότητα να καρπωθεί τα οφέλη.

 
-Ένας τρόπος με τον οποίο αλλάζει ο κόσμος μας είναι η μετατόπιση των διεθνών ροών από την ύλη στα δεδομένα. Η νέα αυτή παγκοσμιοποίηση, όπως άλλωστε και η πρώτη, προσφέρει ευκαιρίες ανάπτυξης, αλλά εναπόκειται στις επιμέρους χώρες να τις αδράξουν. Η ικανότητα για την επωφελή συμμετοχή στις παγκόσμιες αγορές πρέπει σήμερα, όπως και χτές, να οικοδομηθεί συνειδητά και, μεταξύ άλλων, απαιτεί την ενδυνάμωση των πολιτών μέσω της εκπαίδευσης αλλά και τους κατάλληλους θεσμούς και επαρκείς υποδομές. Η Ελλάδα υστερεί σε πολλές από αυτές τις προϋποθέσεις, όμως το γεγονός ότι η νέα παγκοσμιοποίηση πλέον είναι ανοιχτή και σε μικρές επιχειρήσεις, σημαίνει ότι υπό προϋποθέσεις το μικρό μέσο μέγεθος της Ελληνικής επιχείρησης δεν θα αποτελεί πλέον κρίσιμο μειονέκτημα. Μένει συνεπώς να εκπληρωθούν αυτές οι προϋποθέσεις, που περιλαμβάνουν όχι μόνο τη χαμηλή γραφειοκρατία και το ανταγωνιστικό επιχειρηματικό περιβάλλον που διευκολύνει την ίδρυση επιχειρήσεων και ένα πτωχευτικό που δεν αυξάνει υπέρμετρα το φόβο της αποτυχίας, αλλά και, μεταξύ άλλων, θεσμική θωράκιση σε ζητήματα που άπτονται των άυλων περιουσιακών στοιχείων, όπως η αποτελεσματική προστασία πνευματικής ιδιοκτησίας και η ποιότητα της δικαιοσύνης. Περιλαμβάνει επίσης υποδομές όχι μόνο για τη διευκόλυνση του εμπορίου και των ροών ανθρώπων, αλλά και ειδικές υποδομές διακίνησης και προστασίας των ψηφιακών δεδομένων από κακόβουλες πρακτικές.

 
Οι διευρυνόμενες εισοδηματικές ανισότητες υποσκάπτουν την εμπιστοσύνη στους ευρωπαϊκούς θεσμούς

Το δημοψήφισμα της 23/6/2016 στο Ηνωμένο Βασίλειο (ΗΒ) υπέρ της εξόδου από την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) είναι μία ισχυρότατη ένδειξη ότι ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού αισθάνεται κυρίως αποξενωμένο, και κατά κάποιο τρόπο αποκλεισμένο, από τα οικονομικά δρώμενα, πέραν των επιδράσεων που έχει ασκήσει το μεταναστευτικό στην εκλογική διαδικασία. H χρόνια οικονομική στασιμότητα έχει οξύνει τα κοινωνικά προβλήματα, έχει αποξενώσει τους πολίτες από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και έχει τροφοδοτήσει τις φυγόκεντρες τάσεις. Και σε ένα τέτοιο περιβάλλον είναι πολλοί εκείνοι που θα εκφράσουν με την ψήφο τους τη δυσαρέσκεια τους. Η ΕΕ χρεώνεται με την αδυναμία να δημιουργήσει μία ασπίδα προστασίας για τους λιγότερο εύπορους έναντι των εν πολλοίς αναπόφευκτων οικονομικών διεργασιών που προκαλούν ασυνέχειες με όλο και μεγαλύτερη ένταση στη ζωή τους (ανεργία, φτώχεια, κοινωνικός αποκλεισμός κ.λπ.). Το θέμα που τίθεται είναι, βεβαίως, ότι το φαινόμενο δεν περιορίζεται στο ΗΒ, αλλά είναι γενικευμένο σε σχεδόν όλες τις χώρες της ΕΕ, όπως πιστοποιείται από την άνοδο πολιτικών κομμάτων διαμαρτυρίας, που όσο περνάει ο καιρός απορροφούν όλο και περισσότερους συστημικούς ψηφοφόρους του χθες, και καθίστανται υπολογίσιμες πολιτικές δυνάμεις. Χρονικά το φαινόμενο συμπίπτει με την έναρξη της παγκόσμιας χρηματοοικονομικής κρίσης το 2007, όταν το ποσοστό όσων δεν εμπιστεύονται την ΕΕ ή όσων πιστεύουν ότι τα εθνικά τους συμφέροντα δεν λαμβάνονται σοβαρά υπόψη στην ΕΕ, αρχίζει να αυξάνει σημαντικά, και να ανέρχεται πλέον σήμερα (τέλος 2015) σε σχεδόν διπλάσια επίπεδα κατά μέσο όρο σε σχέση με το 2007 (Διάγραμμα πρώτης σελίδας, 2, 3 και 4).

ΣΕΒ-7.7.2016

Από την αρχή της δεκαετίας του 2000 και μέχρι σήμερα, σχεδόν σε όλες τις χώρες, παρατηρείται το φαινόμενο οι μέσοι μισθοί να αυξάνουν με χαμηλότερο ρυθμό απ’ ό,τι το κατά κεφαλήν ΑΕΠ , που αποτελεί ένδειξη ότι τα εισοδήματα των μη μισθωτών, αυξάνονταν με ταχύτερο ρυθμό από εκείνα των μισθωτών.

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΑ 2-3-4 -ΣΕΒ-7.7.2016

Το φαινόμενο αυτό έχει πολλές εξηγήσεις, από την παγκοσμιοποίηση και την τεχνολογική πρόοδο που σε μία μεταβατική περίοδο επιβραδύνει τα εισοδήματα της εργασίας στις δυτικές οικονομίες, μέχρι την άσκηση της νομισματικής πολιτικής παγκοσμίως μέσω της αγοράς τίτλων στη κεφαλαιαγορά (ποσοτική χαλάρωση), που ωθεί σε ανοδική πορεία τις τιμές πολλών περιουσιακών στοιχείων τα οποία κατέχουν κατά κανόνα οι πιο εύποροι. Από τα διαγράμματα που παρουσιάζονται, ξεχωρίζουν εκείνα του ΗΒ και της Γερμανίας, όπου το φαινόμενο της ανισότητας στην αύξηση των εισοδημάτων είναι πιο έντονο σε σχέση με άλλες χώρες, και μάλιστα χειροτερεύει με την ανάκαμψη της οικονομίας μετά την βαθειά ύφεση του 2009. Ξεχωρίζει επίσης, η περίπτωση της Ελλάδας, της Ισπανίας, και της Ιταλίας, όπου ενώ μέχρι το 2009 το κατά κεφαλήν ΑΕΠ αύξανε ταχύτερα από τους μέσους μισθούς (περισσότερο στην Ελλάδα και την Ισπανία, απ’ ό,τι στην Ιταλία), το σκηνικό ανατρέπεται μετά το 2009 με το κατά κεφαλήν ΑΕΠ να μην μπορεί να ανακάμψει και να βυθίζεται ταχύτερα από τους μέσους μισθούς. Η λιτότητα στην Ελλάδα και η αδυναμία της Ιταλίας να αντιστρέψει την απώλεια ανταγωνιστικότητας από το 2009 και μετά, ευθύνονται για την ταχεία αποκλιμάκωση των εισοδημάτων, που στην Ισπανία είναι λιγότερο έντονη λόγω της ανάκαμψης της οικονομίας από το 2013 και μετά. Η γενίκευση του φαινομένου σε όλες τις οικονομίες συμπίπτει με την απώλεια εμπιστοσύνης απέναντι στους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Την ίδια περίοδο παρατηρείται όξυνση της ανισοκατανομής εισοδήματος στις ίδιες χώρες, όπως αυτή μετριέται με τον συντελεστή Gini που λαμβάνει τιμές μεταξύ μονάδος και μηδέν αναλόγως του πόσο μεγάλη είναι η οικονομική ανισότητα μεταξύ των διαφόρων εισοδηματικών στρωμάτων (όσο μεγαλύτερος ο συντελεστής τόσο μεγαλύτερη είναι η ανισότητα).

Σε όλες τις χώρες που εξετάζονται υπάρχει διαχρονικά αύξηση της εισοδηματικής ανισότητας, με την εξαίρεση του ΗΒ, αν και το επίπεδο της εισοδηματικής ανισότητας στο ΗΒ είναι υψηλότερο από εκείνο στην Γαλλία και Γερμανία σε όλη τη διάρκεια της περιόδου, με τις ΗΠΑ να κατέχουν τα σκήπτρα. Ίσως το φαινόμενο των μειώσεων στην ανισότητα στο ΗΒ να σχετίζεται με το πιο στοχευμένο σύστημα κοινωνικών μεταβιβάσεων και συντάξεων απ’ ό,τι σε άλλες χώρες, ενώ το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος ίσως ενσωματώνει το γεγονός της υψηλότερης σχετικής ανισότητας στο ΗΒ έναντι των άλλων μεγάλων χωρών της ΕΕ. Εν προκειμένω, η επίδραση των συντάξεων και των κοινωνικών μεταβιβάσεων στην εξομάλυνση της εισοδηματικής ανισότητας στις διάφορες χώρες είναι σημαντική. Παρατηρώντας το διάγραμμα 7, προκύπτει αβίαστα το συμπέρασμα, ότι ενώ οι συντάξεις είναι σε όλες τις χώρες ο κύριος μηχανισμός που αμβλύνει τις εισοδηματικές ανισότητες, η σημασία των κοινωνικών μεταβιβάσεων είναι σχετικά μεγαλύτερη στην Γαλλία, τη Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ισπανία απ’ ό,τι στην Ελλάδα και την Ιταλία, κυρίως λόγω του ρόλου του συνταξιοδοτικού συστήματος στις δύο αυτές χώρες ως ιδιάζοντος μηχανισμού πρόσθετων προνοιακών παροχών. Σημειώνεται, επίσης, ότι η Ελλάδα παρουσιάζει από τους υψηλότερους δείκτες οικονομικής ανισότητας στην Ευρώπη.

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 7-ΣΕΒ-7.7.2016

Συμπερασματικά, διαμορφώνεται σήμερα μία κατάσταση στην Ευρώπη όπου, κατά μέσο όρο, τα εισοδήματα από την εργασία αυξάνουν με χαμηλότερους ρυθμούς απ’ ό,τι τα λοιπά εισοδήματα (από επιχειρηματική δραστηριότητα και κατοχή περιουσιακών στοιχείων), με την εξαίρεση της Ελλάδας και της Ιταλίας, όπου η πτώση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ είναι ταχύτερη του μέσου μισθού, και τα δύο μεγέθη βρίσκονται σε καθοδική πορεία και είναι σε σημαντικά χαμηλότερα επίπεδα από εκείνα πριν την κρίση.

Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, που οι Έλληνες και οι Ιταλοί βρίσκονται στην κορυφή του ευρωσκεπτικισμού στην Ευρώπη.

Αυτό δεν προοιωνίζεται καλές εξελίξεις για το ιταλικό δημοψήφισμα του Οκτωβρίου 2016 για τη συνταγματική αναθεώρηση καθώς τυχόν απόρριψη του θα θέσει σε κίνηση διαλυτικές τάσεις λόγω της πολιτικής αστάθειας που θα επικρατήσει, με ακραία κόμματα να καλούν ήδη σε δημοψήφισμα για την αποχώρηση της Ιταλίας από την ΕΕ. Η οικονομική κατάσταση επιβαρύνεται μάλιστα με την αδυναμία να αντιμετωπισθούν τα κόκκινα δάνεια των ιταλικών τραπεζών που υπερβαίνουν το δημόσιο χρέος της Ελλάδας.

Την ίδια περίοδο, στην Ελλάδα, η υπερφορολόγηση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων καθίσταται όλο και περισσότερο αδιέξοδη πολιτική. Στο πλαίσιο αυτό, οι δυνάμεις που θα απελευθερωθούν από μία πιθανή αποσταθεροποίηση της Ιταλίας είναι σε θέση να παρασύρουν και την ελληνική οικονομία. Είναι γι’ αυτό σημαντικό η χώρα μας να εξακολουθήσει να επιδιώκει αταλάντευτα τη δημοσιονομική προσαρμογή και τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, μακριά από τις σειρήνες που επενδύουν στη καταστροφή της ΕΕ.

Σχετικά Άρθρα