ΣΕΒ: Ο ελληνικός νόμος του Gresham διώχνει τους ικανούς και έντιμους από τις αγορές

Η πρόσφατη μελέτη του ΟΟΣΑ εξετάζει, με ειδικό κεφάλαιο για την Ελλάδα, τις δεξιότητες των ενηλίκων. Συγκεκριμένα, εξετάζει την ικανότητα να κατανοήσουν και να επεξεργαστούν πολύπλοκα κείμενα, μαθηματικές έννοιες και ζητήματα πληροφορικής. Η έρευνα καταγράφει σημαντικές υστερήσεις και κενά στην Ελλάδα σε σύγκριση με άλλες χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ, και ειδικά σε ό,τι αφορά τις επιδόσεις στην πληροφορική, καταγράφεται μια αδυναμία των πολιτών της χώρας μας να ακολουθήσουν τις διεθνείς ψηφιακές εξελίξεις.

Συγκεκριμένα, ιδιαίτερα μικρό ποσοστό του πληθυσμού στη χώρα μας φτάνει το υψηλότερο επίπεδο και το δεύτερο υψηλότερο επίπεδο κατανοήσης, από 4 συνολικά, κατατάσσοντας την Ελλάδα σε ιδιαίτερα χαμηλή θέση σε σχέση με άλλες χώρες (Διάγραμμα 13), ενώ αντίστοιχα υψηλά είναι τα ποσοστά του πληθυσμού που κατατάσσονται στα χαμηλότερα επίπεδα.

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 13-ΣΕΒ-14.7.2016

Η υστέρηση αυτή προκύπτει και από τα τρία χωριστά πεδία της έρευνας. Επιπλέον αξίζει να τονιστεί ότι ενώ σε όλες τις χώρες όσοι έχουν ολοκληρώσει τριτοβάθμια εκπαίδευση έχουν καλύτερες επιδόσεις, σε σχέση με όσους δεν έχουν ακολουθήσει ανώτατες σπουδές, η διαφορά αυτή στην Ελλάδα είναι σχετικά μικρή. Αυτό σημαίνει ότι η ολοκλήρωση τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα δεν αυξάνει την ικανότητα κατανόησης πολύπλοκων εννοιών και επεξεργασίας τους στον ίδιο βαθμό με τις άλλες χώρες, δηλαδή καταγράφεται μια σημαντική ποιοτική υστέρηση της ελληνικής πανεπιστημιακής εκπαίδευσης. Επίσης, η επέκταση της πρόσβασης σε εκπαίδευση για τις νεότερες γενιές δεν έχει οδηγήσει σε αύξηση των επιδόσεών τους, σε σύγκριση με τις μεγαλύτερες σε ηλικία γενιές, γεγονός που επιβεβαιώνει αυτή την ποιοτική υστέρηση, παρά την ποσοτική επέκταση της πρόσβασης σε εκπαίδευση (Διάγραμμα 14).

Ενδιαφέρον έχει επίσης το γεγονός ότι όσοι έχουν καλές επιδόσεις, στη χώρα μας, δεν έχουν αυξημένη αίσθηση συμμετοχής σε κοινωφελείς δραστηριότητες, όταν συγκρίνονται με άλλες χώρες.

Σε ό,τι αφορά τις επιδόσεις στην αγορά εργασίας, ενώ στις άλλες χώρες η αυξημένη ικανότητα κατανόησης και επίλυσης προβλημάτων συνδέεται με αυξημένες αποδοχές, αυτό δε συμβαίνει στην Ελλάδα. Αντίθετα, η έρευνα καταγράφει τη σημασία που έχουν τα τυπικά προσόντα, όπως πτυχία, στην Ελλάδα για την αύξηση των μέσων αποδοχών. Στην Ελλάδα οι δεξιότητες όσων είναι εκτός αγοράς εργασίας και όσων είναι εργαζόμενοι ή άνεργοι, είναι περίπου παρεμφερείς, ενώ σε άλλες χώρες οι εκτός αγοράς εργασίας συνήθως υστερούν. Καταγράφεται, έτσι, συνολικά χαμηλή διασύνδεση παραγωγικότητας και αμοιβής εργασίας καθώς και χαμηλή αξιοποίηση των ανθρώπων με υψηλά προσόντα (Διάγραμμα 15).

Η σημαντική συνεισφορά του δημοσίου στις μισθωτές αμοιβές και το γεγονός ότι τα τυπικά προσόντα έχουν αυξημένη σημασία για την πρόσβαση στις αμοιβές του δημοσίου, που γενικά ξεπερνούν τις μέσες αμοιβές του ιδιωτικού τομέα, ενδέχεται να σχετίζεται τουλάχιστον εν μέρει με το εύρημα αυτό.

Πιο σημαντικό είναι το εύρημα ότι η Ελλάδα έχει το υψηλότερο ποσοστό εργαζομένων που έχουν υπερβάλλουσες δεξιότητες σε σχέση με αυτές που απαιτεί η εργασία τους (28% αντί 10% για τον μ.ο. του ΟΟΣΑ) ενώ το 41,4% (αντί 39,6% στον ΟΟΣΑ) εργάζεται σε άλλο αντικείμενο από αυτό που σπούδασε. Σε συνδυασμό με τη χαμηλή αναγνώριση των ουσιαστικών δεξιοτήτων προβάλλει, συνεπώς, από αρκετές πλευρές η εικόνα μιας οικονομίας που δεν εκπαιδεύει τους εργαζόμενους στις δεξιότητες που απαιτεί η αγορά εργασίας: παρόλο που επενδύεται χρήμα και χρόνος, η εκπαίδευση αυτή δεν οδηγεί σε ιδιαίτερα αυξημένες δεξιότητες. Μια τέτοια αγορά εργασίας που αξιολογεί τυπικά προσόντα και όχι τις πραγματικές ικανότητες, είναι συμβατή με μια οικονομία που φαίνεται να αδυνατεί να μεταφράσει την εκπαίδευση σε αυξημένη παραγωγικότητα, ατομικά και συλλογικά.

Αυτή η αδυναμία της Ελλάδας να εξοπλίσει τους πολίτες της με χρήσιμες ικανότητες και η αδιαφορία της να τους ανταμείψει όταν τις αποκτούν (με άλλα λόγια, η αναξιοκρατία η οποία συνδέεται στην πράξη και με τη διαφθορά η οποία συχνά ορθώνει εμπόδια στην επαγγελματική πρόοδο των έντιμων, εργατικών και ικανών, Διάγραμμα 16) δεν καταγράφηκε μόνο ως βασικό κίνητρο μετανάστευσης για τους ικανούς σε έρευνα της ICAP πέρυσι.

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΑ 14-15-16-ΣΕΒ-14.7.2016

Πρόσφατη μελέτη της ΤτΕ καταγράφει ότι το κύμα μετανάστευσης της κρίσης, κατά την οποία 427.000 έλληνες έχουν φύγει από τη χώρα, αφορά άτομα υψηλής εξειδίκευσης, σε αντίθεση με τα δυο προηγούμενα κύματα μετανάστευσης της περιόδου 1903-17 και 1960-70.

Η ΤτΕ καταγράφει τη καλύτερη διασύνδεση της εκπαίδευσης με την παραγωγή, τη διαφάνεια και την αξιοκρατία ως βασικές προτεραιότητες για την ανάσχεση του brain drain που υποδαυλίζεται από το εχθρικό επιχειρηματικό, θεσμικό και φορολογικό περιβάλλον της χώρας.

Θυμίζουμε ότι με βάση τα στοιχεία της ICAP για 200.000 μετανάστες κρίσης, είχαμε υπολογίσει ότι η αποχώρηση τους από την εγχώρια αγορά εργασίας έχει οδηγήσει σε ετήσια απώλεια φόρων και εισφορών €2 δις/έτος για το ελληνικό κράτος, ποσό που αντιστοιχεί στα 2/3 περίπου του ΕΝΦΙΑ που βεβαιώνεται ή 20% των εισφορών που εισπράττει το ΙΚΑ.

Μια άλλη μελέτη, δημοσιευμένη στο Hellenic Observatory του LSE και βασισμένη σε στοιχεία της Eurostat έως και το 2013, καταγράφει την δυσανάλογα μεγάλη, ως προς τον πληθυσμό, συμμετοχή νοικοκυριών των ανώτερων οικονομικών στρωμάτων, δηλαδή υψηλής φοροδοτικής ικανότητας, στη μεταναστευτική εκροή από τη χώρα, η οποία μάλιστα συνοδεύεται στο σύνολο της από σχεδόν μηδενικές προοπτικές επιστροφής μετά την επαγγελματική εδραίωση του μετανάστη στο εξωτερικό. Σημαντικό είναι επίσης το εύρημα της μελέτης ότι, σε αντίθεση με τα προηγούμενα μεταναστευτικά κύματα, σε αυτό το κύμα όσοι φεύγουν εκτός συνόρων δεν στέλνουν στην πατρίδα εμβάσματα. Αξίζει να σημειωθεί, τέλος, ότι η μελέτη αυτή καταγράφει πέρα από τη μετανάστευση των υψηλής εξειδίκευσης, παραγωγικής ηλικίας και υψηλού δυνητικού εισοδήματος συμπατριωτών μας επίσης την αυξανόμενη μετανάστευση όσων έχουν χαμηλότερες δεξιότητες καθώς και μεταναστών που παλιότερα είχαν έρθει στη χώρα μας. Μάλιστα, η επιθυμία πολλών υψηλής εξειδίκευσης ατόμων να μεταναστεύσουν σε ένα περιβάλλον με καλύτερους θεσμούς και καλύτερες προοπτικές είναι τέτοια, που αποδέχονται συχνά θέσεις εργασίας που υπολείπονται πολύ των δεξιοτήτων τους, αξιοποιώντας τες ως βάση εκκίνησης για τη στη συνέχεια εξεύρεση εργασίας που βρίσκεται πιο κοντά στις προτιμήσεις και δεξιότητες τους. Αξίζει να σημειωθεί ότι η μελέτη, έχοντας καταγράψει την ξεκάθαρη απροθυμία αυτών των συμπολιτών μας να επιστρέψουν στην Ελλάδα, προτείνει στην πολιτεία την αξιοποίηση τους μέσω συνεργασιών.

Πηγή: Eβδομαδιαίο Δελτίο για την Ελληνική Oικονομία – Οικονομία & Επιχειρήσεις, ΣΕΒ

Σχετικά Άρθρα