
ΣΕΒ: Η αναδιανομή της μιζέριας πρέπει να σταματήσει
Quo vadis, Graecia? – Οι μισθοί αυξάνουν, το διαθέσιμο εισόδημα μειώνεται, η αποταμίευση είναι αρνητική
Η υπερφορολόγηση των συνεπών φορολογουμένων και των οργανωμένων επιχειρήσεων εξακολουθεί να στραγγαλίζει την οικονομική δραστηριότητα, με τα νοικοκυριά να υφίστανται συνεχή μείωση στο διαθέσιμο εισόδημά τους, που εκτός από τις καταναλωτικές τους ανάγκες, πρέπει να καλύψουν και τις φορολογικές τους υποχρεώσεις, επισημαίνει ο ΣΕΒ στο Eβδομαδιαίο Δελτίο για την Ελληνική οικονομία – Οικονομία & Επιχειρήσεις. Αναλυτικά:
Η έλλειψη πόρων οδηγεί τελικά σε αποσύνθεση του κοινωνικού κράτους (συντάξεις, υγεία, κλπ.) Όπως επισημαίνει και το ΔΝΤ στην ετήσια έκθεσή του, η λύση βρίσκεται στη μείωση της φορολόγησης και όχι στην περαιτέρω αύξησή της και στον εξορθολογισμό του φορολογικού βάρους ώστε να μην επηρεάζονται αρνητικά οι αναπτυξιακές προοπτικές της οικονομίας. Το ΔΝΤ εστιάζει σε τέσσερις πολιτικά ενοχλητικές αλήθειες: 1) Στα δημοσιονομικά απαιτείται αλλαγή στο μίγμα πολιτικής με στοχευμένη μείωση του αφορολογήτου ορίου καθώς και του μη μισθολογικού κόστους, δηλαδή να επεκταθεί η φορολογική βάση μέσω πάταξης της φοροδιαφυγής ώστε να αντιστραφεί η υπερφορολόγηση που εμποδίζει την ανάκαμψη και να περιορισθεί ο αριθμός των εν δυνάμει φορολογουμένων που δεν πληρώνει φόρο (είναι το 50% του συνόλου σήμερα). 2) Το έλλειμμα του συνταξιοδοτικού συστήματος, ακόμη και μετά την πρόσφατη ασφαλιστική μεταρρύθμιση, διαμορφώνεται σε 10 π.μ του ΑΕΠ και συνεπώς πρέπει να μειωθεί περαιτέρω για να υπάρξει δημοσιονομικός χώρος ώστε να καταπολεμηθεί η επίπτωση της ανεργίας και της φτώχειας στο βιοτικό επίπεδο του πληθυσμού και να καλυφθούν οι κοινωνικές ανάγκες, κυρίως στον τομέα της υγείας. 3) Πρέπει να αντιμετωπισθούν κατά προτεραιότητα τα προβληματικά δάνεια και να αρθούν οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων για να επιστρέψει η ρευστότητα στην αγορά, καθώς και να επιταχυνθούν οι διαρθρωτικές αλλαγές, έτσι ώστε να διευκολυνθεί η ανάκαμψη της οικονομίας. 4) Τέλος, δεν μπορεί να αφεθεί η βιωσιμότητα του χρέους στην αβέβαιη επίτευξη υψηλών ρυθμών ανάπτυξης χωρίς ρύθμιση του χρέους, και, ταυτόχρονα, να διατηρούνται πρωτογενή πλεονάσματα 3.5 π.μ του ΑΕΠ στο διηνεκές, όταν η ανεργία αναμένεται να κυμανθεί σε διψήφιο επίπεδο μέχρι τα μέσα του αιώνα! Είναι εκ των πραγμάτων σημαντικό οι δανειστές να βρουν μεταξύ τους τη λύση στο ζήτημα του χρέους. Αυτό, όμως, δεν αρκεί. Είναι απολύτως αναγκαίο η χώρα να επιδιώξει την εφαρμογή ενός εθνικού σχεδίου φυγής προς τα εμπρός. Κανείς δεν γνωρίζει εάν και πότε θα έρθει ανάπτυξη, και πόσο ισχυρή θα είναι, καθώς και ποιο είναι το ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος που οδηγεί στην έξοδο από την κρίση. Κατ’ ελάχιστον, η χώρα θα πρέπει να επιδείξει διατηρήσιμη δημοσιονομική πειθαρχία, ακόμη και με μικρά αλλά σταθερά πρωτογενή πλεονάσματα, καθώς και αξιοπιστία στην υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων, ώστε να μπορέσει, μια ώρα αρχίτερα, να αποκτήσει πρόσβαση στις αγορές. Όλα τα άλλα έπονται. Έτσι και αλλιώς, οι αγορές θα αποφανθούν, με τι επιτόκια θα μας δανείζουν, για το ύψος του απαιτούμενου πρωτογενούς πλεονάσματος και για το αν ή όχι το χρέος είναι βιώσιμο. Η επιδίωξη προθύστερης ρύθμισης του χρέους είναι προφανώς επιθυμητή, σε καμιά περίπτωση όμως δεν μπορεί να είναι υποκατάστατο των προσπαθειών νοικοκυρέματος της οικονομίας που στηρίζονται στις δικές μας δυνάμεις. Και αυτό είναι που θα αξιολογήσουν θετικά οι αγορές, πέραν της όποιας ελάφρυνσης του χρέους. Ας τολμήσουμε, επιτέλους!
Οι μισθοί αυξάνουν, το διαθέσιμο εισόδημα μειώνεται, η αποταμίευση είναι αρνητική.
Η ετήσια αύξηση των μισθών στην οικονομία ως σύνολο διαμορφώνεται σε 0,7% στο α΄ τρίμηνο, και 4,6% στο β’ τρίμηνο, του 2016. Επίσης, στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ και της Eurostat για το εισόδημα εξαρτημένης εργασίας νοικοκυριών και απασχόλησης μισθωτών αντίστοιχα, δείχνουν μια ετήσια αύξηση μισθών +0,8% (α’ τριμ. 2015 – α’ τριμ. 2016, Διάγραμμα 1).
Στον ιδιωτικό τομέα, τα αντίστοιχα στοιχεία (στοιχεία ΙΚΑ για 1,72 εκατ. εργαζομένους) δείχνουν ετήσια μείωση μισθών (μικτές αποδοχές) -1,9% (τελευταία διαθέσιμα στοιχεία Ιαν. 2015 – Ιαν. 2016), και -2,5% για όλο το 2015 έναντι –6,1% για όλο το 2014 (Διάγραμμα αρχικής σελίδας). Με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, ο μέσος μισθός στον ιδιωτικό τομέα (καθαρές αποδοχές) παρουσιάζει αύξηση 0,8% και 0,9% στο α’ και β’ τρίμηνο του 2016 αντίστοιχα (Πίνακας 1), ενώ η αύξηση των ασφαλιστικών κρατήσεων από τον Ιούνιο του 2016 αναμένεται να συγκρατήσει την άνοδο αυτή τα επόμενα 3μηνα.
Στον δημόσιο τομέα, ο μέσος μισθός (αμοιβές ανά εργαζόμενο για 689 χιλ. εργαζομένους) φαίνεται να αυξάνει κατά +4,6% (Ιούλιος 2015 – Ιούλιος 2016) κατά προσέγγιση, χρησιμοποιώντας στοιχεία αμοιβών της Γενικής Κυβέρνησης και απασχόλησης του Μητρώου Ανθρώπινου Δυναμικού Ελληνικού Δημοσίου και θεωρώντας ότι ο αριθμός του προσωπικού των ΝΠΙΔ διαμορφώνεται στο επίπεδο του Ιουνίου 2015 για όλους τους προηγούμενους μήνες (Διάγραμμα αρχικής σελίδας).
Σημειώνεται ότι δεν υπάρχει πλήρης αντιστοιχία στο προσωπικό του Μητρώου Ανθρώπινου Δυναμικού και της μισθολογικής δαπάνης όπως καταγράφεται στα δελτία εκτέλεσης του Προϋπολογισμού, καθότι ένα μέρος του προσωπικού, κυρίως εκτάκτου, χρηματοδοτείται από συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα ή δράσεις ανταποδοτικού χαρακτήρα και δεν επιβαρύνει τις δαπάνες του Προϋπολογισμού. Τέλος, στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ δείχνουν ετήσιες αυξήσεις μισθών στο σύνολο του δημόσιου και ευρύτερου δημόσιου τομέα (790 χιλ. περίπου εργαζόμενοι σύμφωνα με την Έρευνα Εργατικού Δυναμικού) κατά 1% και 0% το α’ και β’ τρίμηνο του 2016 αντιστοίχως, όπως φαίνεται στον πίνακα 1, όπου εμφανίζονται και οι μεταβολές των μισθών σε συγκεκριμένες κατηγορίες κατά νομικό φορέα του δημόσιου τομέα. Σημειώνεται εν προκειμένω ότι, οι μέσες μηνιαίες καθαρές αποδοχές στις δημόσιες υπηρεσίες, αλλά κυρίως στις δημόσιες επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας και τις επιχειρήσεις που είναι ελεγχόμενες από το δημόσιο, αυξάνονται πολύ περισσότερο από τον μέσο όρο στον δημόσιο τομέα, με τις αυξήσεις στις δημόσιες επιχειρήσεις να είναι καταφανώς υπερβολικές.
Η αύξηση του μέσου μισθού κατά 4,6% στο σύνολο της οικονομίας στο β’ τρίμηνο του 2016 δεν φαίνεται πάντως, να υποστηρίζεται από άλλα συμπαρομαρτούντα στοιχεία, εκτός ίσως από την αύξηση του μέσου μισθού στην Γενική Κυβέρνηση (+1% το β’ τρίμηνο του 2016) που παραμένει, όμως, ακόμη σε αναντιστοιχία με την αύξηση του μέσου μισθού όπως διαμορφώνεται με βάση άλλα στατιστικά στοιχεία (Έρευνα Εργατικού Δυναμικού, ΕΛΣΤΑΤ).
Σε κάθε περίπτωση, όπως φαίνεται στα διαγράμματα της μπροστινής σελίδας, αλλά και μέχρι ενός βαθμού στον Πίνακα 1, οι μέσοι μισθοί στον δημόσιο τομέα εν γένει αυξάνονται τα τελευταία χρόνια ενώ αντιθέτως στον ιδιωτικό τομέα μειώνονται, αν και το 2016 οι τάσεις αυτές φαίνεται να εξασθενούν, κυρίως υπό την επίδραση της αυξημένης δραστηριότητας στον τουρισμό λόγω γεωπολιτικών, κυρίως, παραγόντων.
Συνεπώς, οι εξελίξεις των μισθών στο σύνολο της οικονομίας πόρρω απέχουν από το να μπορούν να θεωρηθούν ως ένδειξη μιας δυναμικής αγοράς εργασίας όπου η υπερβάλλουσα ζήτηση οδηγεί τους μισθούς προς τα πάνω και η οικονομία ανακάμπτει λόγω της προσαρμογής και της διαμόρφωσης ενός νέου αναπτυξιακού πρότυπου βασισμένου στις επενδύσεις και τις εξαγωγές. Οι εξελίξεις αυτές είναι συμβατές με στοιχεία που δείχνουν ότι οι εργαζόμενοι που δουλεύουν με αμοιβές χαμηλότερες του κατώτατου μισθού δεν φαίνεται να μειώνονται (Διάγραμμα 2).
Σε κάθε περίπτωση, η όποια παρατηρούμενη αύξηση των μισθών και της απασχόλησης δεν έχει οδηγήσει σε τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας. Στο α’ εξάμηνο του 2016, η ιδιωτική κατανάλωση σε σταθερές τιμές μειώθηκε κατά –1,1%, ακολουθώντας την πτώση του όγκου των λιανικών πωλήσεων κατά –3,6% (Διάγραμμα 3), παρά την αύξηση της απασχόλησης (+2,5%) και των μισθών (+2,6%).
Αυτό το εκ πρώτης όψεως παράδοξο αποτέλεσμα εξηγείται εάν ληφθούν υπόψη και οι άλλες παράμετροι που επενεργούν στο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, που είναι ο κύριος προσδιοριστικός παράγοντας της ιδιωτικής κατανάλωσης, και που στο α’ τρίμηνο του 2016 (τελευταία διαθέσιμα στοιχεία) μειώθηκε κατά -1,7%. Συγκεκριμένα, την ίδια περίοδο, ενώ το εισόδημα από εξαρτημένη εργασία αυξήθηκε κατά 5,1% λόγω της αύξησης της απασχόλησης και των μισθών ως ανωτέρω, το εισόδημα των μικρών επιχειρήσεων και των ελεύθερων επαγγελματιών μειώθηκε κατά -4,1% (μείωση του αριθμού τους κατά -1,3% και μείωση του εισοδήματος τους κατά κεφαλή κατά -2,8%). Οι πληρωμές για συντάξεις και κοινωνικές παροχές αυξήθηκαν κατά 1,2% (καθώς συνεχίζει να αυξάνει ο αριθμός των συνταξιούχων την ίδια ώρα που περικόπτονται οι συντάξεις) και, τέλος, οι φόροι και οι εισφορές κοινωνικής ασφάλισης αυξήθηκαν κατά 15,2% και 3,9% αντιστοίχως (Διάγραμμα 4, 5, 6 και 7).
Από το δ΄ τρίμηνο του 2015, όταν ανετράπη πλήρως η ανάκαμψη που είχε ξεκινήσει ενάμιση χρόνο πριν, ο αριθμός των μισθωτών συνέχισε να αυξάνει, και, αντιστοίχως ο αριθμός των αυτοαπασχολούμενων να μειώνεται, με επιβραδυνόμενο ρυθμό. Η εξέλιξη αυτή, ίσως αποτυπώνει την επαναφορά μιας δύσκολης αγοράς εργασίας, όπου ανακόπτεται η ροπή προς μισθωτή εργασία και οι απασχολούμενοι όλο και περισσότερο αναζητούν ευκαιρίες στην αυτοαπασχόληση (Διάγραμμα αρχικής σελίδας).
Με το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών να μειώνεται, η ιδιωτική κατανάλωση χρηματοδοτείται με αρνητική αποταμίευση (Διάγραμμα 8).
Στο α’ τρίμηνο του 2016, το ποσοστό αποταμίευσης στο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών διαμορφώθηκε σε -9,4%, που σημαίνει ότι το διαθέσιμο εισόδημα δεν επαρκούσε για να καλύψει τις καταναλωτικές ανάγκες των νοικοκυριών, που ήταν αναγκασμένα κατά μέσο όρο να μειώσουν τις καταθέσεις τους στις τράπεζες ή να εκποιήσουν περιουσιακό στοιχείο, εφόσον διαθέτουν αποταμιευτικά κεφάλαια (Διάγραμμα 9). Για ένα μέρος του πληθυσμού, όμως οι παραπάνω διέξοδοι δεν είναι διαθέσιμες, και συνεπώς, η κατανάλωσή τους συμπιέζεται συνεχώς καθώς μικραίνει το εισόδημά τους, χωρίς να βάζουν τίποτα στην άκρη ή, ακόμη χειρότερα, να δανείζονται από συγγενείς και φίλους ή να καταφεύγουν στις δομές εναντίον της φτώχειας για να επιβιώσουν. Όπως φαίνεται στο Διάγραμμα 10, τα στοιχεία της καταναλωτικής εμπιστοσύνης δείχνουν όλο και μεγαλύτερο ποσοστό νοικοκυριών να πιστεύουν ότι η κατάσταση τους θα επιδεινωθεί, ότι η ανεργία θα αυξηθεί, ότι δεν θα μπορούν να αποταμιεύσουν και ότι θα προβούν σε λιγότερες αγορές στο μέλλον.
Αυτή την κατάσταση βιώνουν οι πολίτες της χώρας. Πέρα από τον τουρισμό και το δημόσιο, σπανίζουν οι ευκαιρίες για απασχόληση. Με το διαθέσιμο εισόδημα να μειώνεται και να μην επαρκεί για να καλύψει τις καταναλωτικές τους ανάγκες, τα νοικοκυριά στα χαμηλότερα εισοδηματικά κλιμάκια βιώνουν όλο και μεγαλύτερη απαξίωση των προσπαθειών τους στην αγορά εργασίας. Η φορολόγηση των ολίγων για να στηριχθεί το βιοτικό επίπεδο των πολλών είναι αδιέξοδη πολιτική που δεν δημιουργεί νέες δουλειές και νέα εισοδήματα. Η αναδιανομή της μιζέριας πρέπει να σταματήσει.