Η πλήρης Ετήσια Έκθεση 2016 για την Εκπαίδευση της ΓΣΕΕ

Το Κέντρο Ανάπτυξης Εκπαιδευτικής Πολιτικής της ΓΣΕΕ έθεσε σήμερα τα θεμέλια για τον πολυαναμενόμενο και αναγκαίο δημόσιο διάλογο για την Παιδεία με την παρουσίαση της Ετήσιας Έκθεσης 2016 για την Εκπαίδευση, μια ερευνητική προσπάθεια που έχει ξεκινήσει το ΚΑΝΕΠ-ΓΣΕΕ από το 2004.

Η παρουσίαση κινήθηκε σε τέσσερις βασικούς άξονες: α) τον στρατηγικό σχεδιασμό της εκπαιδευτικής πολιτικής στο πλαίσιο του κοινωνικού διαλόγου, β) τις διαχρονικές αδυναμίες του εκπαιδευτικού συστήματος και συγκεκριμένα τις γεωγραφικές και κοινωνικοεκπαιδευτικές ανισότητες, τη σχολική διαρροή και υποβαθμολόγηση, την υποχρημαδότηση, το δημογραφικό πρόβλημα (μείωση μαθητικού πληθυσμού και γήρανση εκπαιδευτικού δυναμικού), γ) τον τρόπο εκπαιδευτικής και κοινωνικής αναβάθμισης της τεχνικής επαγγελματικής εκπαίδευσης και δ) τη διασύνδεση της εκπαίδευσης με την ανάπτυξη και την κοινωνική συνοχή.
Την εκδήλωση χαιρέτησαν εκπρόσωποι του συνόλου του πολιτικού κόσμου, του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων και των κοινωνικών εταίρων, υπογραμμίζοντας τη σημασία των αποτελεσμάτων της έρευνας ως εργαλείο χάραξης της εκπαιδευτικής πολιτικής της χώρας μας.

Τη διαχρονική συνεισφορά των συνδικάτων, διαμέσου του ΚΑΝΕΠ και του ΙΝΕ, στη βάση της διασύνδεσης της εκπαίδευσης με τις ανάγκες της κοινωνίας και με γνώμονα την προαγωγή της αξιοπρεπούς και ποιοτικής απασχόλησης στην κατεύθυνση ενίσχυσης και διαφύλαξης της κοινωνικής συνοχής τόνισε στην ομιλία του ο Πρόεδρος της ΓΣΕΕ κ. Γιάννης Παναγόλουλος.

Ο Υπουργός Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων στην παρέμβασή του υπογράμμισε ότι η συνολική μεταρρύθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος είναι κεντρική προτεραιότητα της κυβέρνησης . Με οδικό χάρτη το τρίπτυχο «αυτονομία-αξιοκρατία-αριστεία» η Βουλευτής Επικρατείας – Τομεάρχης Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων της ΝΔ κα Νίκη Κεραμέως έκανε λόγο για την ανάγκη υιοθέτησης μιας ολιστικής μεταρρυθμιστικής προσέγγισης με έμφαση στην αύξηση της αποδοτικότητας της εκπαίδευσης υπό το πρίσμα της ανάσχεσης της διαρροής εγκεφάλων στη βάση των κοινωνικών αναγκών.

Τη μεγάλη πρόκληση μετάβασης από το σχολείο της κρίσης στο σχολείο της ανάπτυξης ανέδειξε ο π. Υπουργός Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων Ν.Φίλης.
Η Βουλευτής της Ένωσης Κεντρώων και μέλος της Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής κα Θεοδώρα Μεγαλοοικονόμου από την πλευρά της έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα στην ενίσχυση της ειδικής αγωγής σε επίπεδο στελέχωσης, σχεδιασμού και υποδομής.

Η σχέση της εκπαίδευσης με το σύγχρονο παραγωγικό μοντέλο τέθηκε στο επίκεντρο της τοποθέτησης του κ. Σπύρου Γεωργάτου, Προέδρου του Εθνικού Συμβουλίου Εκπαίδευσης και Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού (πρώην ΕΣΥΠ), με στόχο να αποφευχθούν οι στρεβλώσεις και να γίνει μια σχέση ευοδωτική.
Ο Διευθυντής του ΚΑΝΕΠ-ΓΣΕΕ κ. Χρήστος Γούλας, τόνισε την ανάγκη περαιτέρω διερεύνησης των ευρημάτων της έκθεσης κάνοντας χρήση ποιοτικών παραμέτρων ανάλυσης με αναζήτηση και τροφοδότηση νέων ερευνών και αξιοποίηση των αποτελεσμάτων αυτών στο πλαίσιο επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών λειτουργών και των διοικητικών στελεχών του χώρου της εκπαίδευσης.

Τέλος, την Ετήσια Έκθεση 2016 για την Εκπαίδευση παρουσίασε ο ερευνητής και επιστημονικός συνεργάτης του ΚΑΝΕΠ-ΓΣΕΕ κ. Νίκος Παΐζης.

Από το σύνολο των παρατηρήσεων της Ετήσιας Έκθεσης 2016 για τα βασικά μεγέθη της  Εκπαίδευσης που διενήργησε το Κέντρο Ανάπτυξης Εκπαιδευτικής Πολιτικής της ΓΣΕΕ, προκύπτουν τα ακόλουθα γενικά συμπεράσματα για το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα στο μέρος που αφορά στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια εκπαίδευση:

 
Το σύστημα υποκρύπτει ασυνέπειες στη δομή και τους στόχους του. Σε όλες τις παραμέτρους που ανιχνεύτηκαν στην παρούσα μελέτη, τα υποσυστήματα και οι βαθμίδες αποκλίνουν σημαντικά και χωρίς συνέπεια που να ανταποκρίνεται στη θέση και στο ρόλο τους στο σύστημα. Για παράδειγμα, η επάρκεια υποδομών διαφοροποιείται από βαθμίδα σε βαθμίδα συγκλίνοντας σε μη επικοινωνούντα υποσυστήματα. Το Γυμνάσιο αποτελεί το δυνατό σημείο της Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης σε όλους τους δείκτες, ενώ το Γενικό Λύκειο εμφανίζεται ως δυνατό σημείο μόνο ως προς το δείκτη επάρκειας αιθουσών, όπου κατέχει την υψηλότερη τιμή μεταξύ όλων των επιμέρους βαθμίδων της Πρωτοβάθμιας & Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Το Επαγγελματικό Λύκειο & ΕΠΑΣ αρμοδιότητας εμφανίζεται ως δυνατό σημείο μόνο ως προς το ποσοστό του διδακτικού προσωπικού με πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα, κατέχοντας υψηλή τιμή μεταξύ των επιμέρους βαθμίδων της Πρωτοβάθμιας & Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, την ίδια στιγμή που σε όλους τους υπόλοιπους δείκτες καταλαμβάνει συνήθως την τελευταία θέση, ως το αδύνατο σημείο της Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.

Το σύστημα δεν διαθέτει οικονομικούς πόρους για την ανάπτυξη της στρατηγικής του. Οι πόροι έχουν εξαντληθεί στην περίοδο μετά το 2010, ειδικά το Πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων του ΥΠΕΘ εμφανίζει πολλαπλές βασικές ανάγκες σε διδακτικό προσωπικό, καλύπτεται από συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα, ενώ ταυτόχρονα καταγράφεται υψηλή γήρανση του διδακτικού προσωπικού, αφού η αναλογία 1-10 δεν τηρήθηκε.

Το σύστημα γεννά μικρότερα μέρη και ειδικές κατηγορίες σχολείων επειδή αδυνατεί να συμπεριλάβει στο σχεδιασμό του τη διαφορετικότητα, ακόμα και όταν του είναι αναγκαία. Παραδόξως δημιουργεί τμήματα και μονάδες ειδικής αγωγής, χωρίς σύγκλιση με τη μονάδα που τα φιλοξενεί. Ταυτόχρονα το σύστημα δεν διαθέτει εξειδικευμένη επιστημονική καθοδήγηση και αντίστοιχο εκπαιδευτικό υλικό για τις σχολικές μονάδες που διαθέτουν αυξημένο αριθμό αλλοδαπών μαθητών. Παράλληλα, οι εσπερινές σχολικές μονάδες του Γυμνασίου και κυρίως οι διαφοροποιήσεις μεταξύ των υποσυστημάτων της ανώτερης Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (Γενικό και Επαγγελματικό Λύκειο) θέτουν άμεσο ζήτημα επαναπροσδιορισμού του ρόλου τους.

-Το σύστημα ενώ ελέγχει το δημόσιο τομέα και εποπτεύει τον ιδιωτικό τομέα της εκπαίδευσης, οι δύο τομείς εμφανίζονται να έχουν εντελώς διαφορετικές στρατηγικές επιλογές σε απολύτως βασικά θέματα, τα οποία επιπλέον διαφοροποιούνται ανάλογα και με τον τύπο της σχολικής μονάδας (ημερήσιο -εσπερινό). Από τη σύγκριση των δεικτών «εισροών» και «εκροών» στους δύο τομείς είναι εμφανείς οι διαφορετικές προτεραιότητες επένδυσης κάθε τομέα εκπαίδευσης (στο διδακτικό προσωπικό ο δημόσιος τομέας και στις υποδομές ο ιδιωτικός).

-Η παραγωγή σταθερά μειωμένων παραγομένων «ικανοποιητικών» εκπαιδευτικών αποτελεσμάτων στις εσπερινές σχολικές μονάδες του Γυμνασίου, έναντι των αντίστοιχων ημερησίων μονάδων της βαθμίδας υποβαθμίζει τον εκπαιδευτικό ρόλο των συγκεκριμένων μονάδων και επομένως, απαιτείται ανάληψη συγκεκριμένης πολιτικής πρωτοβουλίας για τη βελτίωση της εικόνας τους.

Το σύστημα αγνοεί, ή υποτιμά, την υπαρκτή γεωγραφική διάσταση των εκπαιδευτικών ανισοτήτων γι’ αυτό και δεν διαφοροποιεί άνισα τις «Εισροές» του ανάλογα με τις μεγαλύτερες ανάγκες.

-Η Ελλάδα προσεγγίζει ικανοποιητικά τους ευρωπαϊκούς στόχους (ευρωπαϊκά πλαίσια αναφοράς) αλλά όχι με την ανάπτυξη συγκεκριμένων μηχανισμών στο πλαίσιο ενός δομημένου στρατηγικού σχεδιασμού.

Οι ετήσιοι ρυθμοί μεταβολής όλων των μεγεθών της εκπαίδευσης από έτος σε έτος είναι μικροί. Πρόκειται για ρυθμούς συντήρησης και όχι δομικής αλλαγής του συστήματος. Το μέγεθος και το εύρος των διαφοροποιήσεων στο σύστημα το καθιστούν ανελαστικό και ουσιαστικά δυσκίνητο, με αποτέλεσμα να καθίσταται αναποτελεσματικός ο όποιος στρατηγικός σχεδιασμός. Δεν είναι επομένως απορίας άξιο ότι, την τελευταία δεκαπενταετία, ενώ ευδοκιμούν οι εκπαιδευτικές καινοτομίες μικρο-κλίμακας (πειραματικές εφαρμογές), το σύστημα δεν εισπράττει τα οφέλη της καινοτομίας την οποία εφάρμοσε. Επιπλέον, η απόσταση των παραγωγικών του μονάδων, που υλοποιούν την καινοτομία, από το κέντρο λήψης και ελέγχου των αποφάσεων, αποδεικνύεται τεράστια, χωρίς να έχει εφαρμοστεί ένα άμεσο, αξιόπιστο και αποτελεσματικό δίκτυο αμφίδρομης επικοινωνίας μεταξύ των δύο κέντρων. Ταυτόχρονα απουσιάζει η διαδικασία διασφάλισης της ποιότητας των παραγόμενων εκπαιδευτικών αποτελεσμάτων.

-Η διοίκηση του συστήματος, με ευθύνη της πολιτικής ηγεσίας, αποδεικνύεται χωρίς συνέχεια και συνέπεια, ασταθής και χωρίς πρωτοβουλία διαιωνίζοντας ένα πεπαλαιωμένο πυραμιδωτό σχήμα άσκησης-διαχείρισης της εξουσίας της (Σ.Π.Δ.Ε., 2009). Όταν όμως η άσκηση της διοίκησης του ανθρώπινου δυναμικού καθίσταται ανελαστική και τυπολατρική, επιχειρηματολογεί αποκλειστικά για την αξιολόγηση τυπικών προσόντων, εμφανίζεται χωρίς σχέδιο στην κοινωνική πρόκληση για πρωτοβουλία και αλλαγή, και ουσιαστικά καταδικάζει κάθε προσπάθεια για καινοτομία και αλλαγή. Η διοίκηση της καινοτομίας στην εκπαίδευση οφείλει να προηγείται των διαδικασιών, και να μην αυτό-προσδιορίζεται μπροστά σε αδιέξοδα διευρύνοντας τις ασυνέπειες και τις αντιφάσεις του συστήματος. Η απλοποίηση των στόχων και του οράματος θα πρέπει να διατρέχει ολόκληρο το δίκτυο της διοίκησης της εκπαίδευσης κινητοποιώντας τις παραγωγικές μονάδες ώστε να αναπτύξουν τη δυναμική τους. Η κινητοποίηση προς την αλλαγή θα καταγραφεί στη σημαντική διαφοροποίηση του ρυθμού μεταβολής των δεικτών «εισροών» του συστήματος, και μεσο-βραχυπρόθεσμα στην αντίστοιχη των δεικτών «εκροών» που αποτελεί και το τελικώς ζητούμενο.

 
INFO
gsee

Σχετικά Άρθρα