ΣΕΒ: όσο αρνούμαστε την καπιταλιστική ανάπτυξη, τόσο θα δυσκολεύονται οι άνεργοι να βρουν δουλειά

Απορεί κανείς για τι είδους ανάπτυξη μιλάμε όταν η οργάνωση της παραγωγής, ακόμη και σε μεγάλους κλάδους της ελληνικής οικονομίας, ακολουθεί σε μεγάλο βαθμό το πρότυπο της μικρής οικογενειακής, ή ακόμη χειρότερα, και της ατομικής επιχείρησης, αποτέλεσμα της προστασίας που παρέχεται στις μικρές/ατομικές εκμεταλλεύσεις, για πελατειακούς κυρίως λόγους, από το πολιτικό σύστημα. Και δεν είναι, βεβαίως, παράξενο γιατί, στο πλαίσιο αυτό, η φοροδιαφυγή είναι τόσο διαδεδομένο φαινόμενο στην ελληνική οικονομία, και γιατί το πολιτικό σύστημα κωφεύει στον περιορισμό της. Υπάρχει σήμερα σε μεγάλα τμήματα της κοινωνίας μία εχθρική προδιάθεση απέναντι στον καπιταλισμό, την ανταγωνιστικότητα, την αξιολόγηση, την αξιοκρατία κλπ. Αυτά είναι τα συμπτώματα μιας κοινωνίας σε παρακμή. Δεν μπορεί να κτιστεί μία δυναμική οικονομία σε μία κλειστή και φοβική κοινωνία. Φαίνεται ότι μεγάλα κομμάτια της ελληνικής κοινωνίας αποστρέφονται πλέον την ανάπτυξη, ανεξαρτήτως κορωνών για τον ερχομό της, και, μάλιστα στην εξωστρεφή εκδοχή της! σημειώνει ανάλυση του ΣΕΒ στο εβδομαδιαίο δελτίο του για την ελληνική οικονομία.

 
Επισκόπηση:

 
Η φτώχια των εθνών!

 
Η Ελλάδα έχει το μεγαλύτερο ποσοστό αυτοαπασχολούμενων (34%) και συνεπώς το μικρότερο ποσοστό μισθωτών (66%) εργαζομένων, απ’ όλες τις αναπτυγμένες χώρες του κόσμου το 2016. Αυτό είναι ένδειξη υπανάπτυξης της οικονομίας, εκτεταμένης φοροδιαφυγής και καθήλωσης του πληθυσμού σε ένα σχετικά χαμηλό βιοτικό επίπεδο, σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία. Στις ΗΠΑ, π.χ. μόνο 7 στους 100 είναι αυτοαπασχολούμενοι, ενώ στην Ινδία ο αντίστοιχος αριθμός είναι 87! Τα μεγέθη αυτά σημαίνουν ότι οι σύγχρονες μέθοδοι οργάνωσης της παραγωγής και καταμερισμού εργασίας δεν είναι τόσο διαδεδομένες στην Ινδία, όπως είναι στις ΗΠΑ. Πέραν, όμως, του ότι η χώρα μας έχει το μικρότερο ποσοστό μισθωτών, άνω του 30% των μισθωτών απασχολείται στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, σε δραστηριότητες κατά κανόνα χαμηλής παραγωγικότητας. Αυτό προκαλεί πρόσθετα εμπόδια στην ανάπτυξη ιδιωτικών επιχειρήσεων, καθώς καθιερώνονται πρότυπα εργασιακών σχέσεων και αμοιβών που δεν συνάδουν με τις ανταγωνιστικές συνθήκες που επικρατούν σε μία εύρυθμη ιδιωτική οικονομία. Με στοιχεία 2ου τριμήνου 2016, οι Έλληνες δουλεύουμε περισσότερες ώρες εβδομαδιαίως (42,3) από τους Ευρωπαίους (37,1), κυρίως λόγω του υψηλότερου ποσοστού αυτοαπασχολούμενων στο σύνολο των απασχολούμενων. Στην Ελλάδα ανέρχεται στο 34% και στην ΕΕ-28 στο 16%. Ένας πρόσθετος λόγος είναι το χαμηλότερο ποσοστό της μερικής απασχόλησης στην Ελλάδα (9,8%) απ’ ό,τι στην Ευρώπη (20,3%). Η διαφορά αυτή μεταξύ Ελλάδας και Ευρώπης (34% vs 16%), όσον αφορά στο ποσοστό αυτοαπασχολούμενων στη συνολική απασχόληση, λαμβάνει ανησυχητικές διαστάσεις εάν αναλυθεί σε κλαδικό επίπεδο. Οι αποκλίσεις είναι ακόμη μεγαλύτερες στη μεταποίηση (22,8% vs 6,8%), το εμπόριο (40,5% vs 17,7%) , τον τουρισμό (34,4% vs 17,5), τις μεταφορές και την αποθήκευση (27,3% vs 11%), την εκπαίδευση (8,2 vs 5,5%) και την υγεία/κοινωνικές υπηρεσίες (20,2% vs 8,9%). Τα μεγέθη αυτά αντανακλούν τη λειτουργία χιλιάδων μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων στην Ελλάδα, ακόμη και σε κλάδους που στην Ευρώπη η δραστηριότητα ασκείται κατά μέσο όρο από πολύ μεγαλύτερες σε μέγεθος επιχειρήσεις, όπως επιβάλλει η αναζήτηση μεγαλύτερης αποτελεσματικότητας με την εφαρμογή μεθόδων που δημιουργούν οικονομίες κλίμακας. Οι αριθμοί αυτοί είναι εντυπωσιακοί ως προς τις αρνητικές επιπτώσεις και συνέπειες που ασκούνται στην ευημερία των Ελλήνων πολιτών από το έλλειμμα προσαρμοστικότητας της ελληνικής οικονομίας στις σύγχρονες μεθόδους οργάνωσης της παραγωγής. Απορεί κανείς για τι είδους ανάπτυξη μιλάνε τα σχέδια εθνικής αναπτυξιακής στρατηγικής που καταρτίζονται όταν η οργάνωση της παραγωγής, ακόμη και σε μεγάλους και εξωστρεφείς κλάδους της ελληνικής οικονομίας, ακολουθεί σε μεγάλο βαθμό το πρότυπο της μικρής οικογενειακής και ατομικής επιχείρησης. Αυτό είναι αποτέλεσμα της πολιτικής προστατευτισμού που ασκείται όσον αφορά στις μικρές/ατομικές εκμεταλλεύσεις, για πελατειακούς κυρίως λόγους. Και δεν είναι, βεβαίως, παράξενο γιατί, στο πλαίσιο αυτό, η φοροδιαφυγή, όπως έδειξε η πρόσφατη έρευνα της διαΝΕΟσις, είναι τόσο διαδεδομένο φαινόμενο στην ελληνική οικονομία, και γιατί το πολιτικό σύστημα κωφεύει στον περιορισμό της.

 
-Η αύξηση των μη φορολογικών εσόδων το διάστημα Ιαν – Φεβ 2017 αντιστάθμισε τη στασιμότητα ή μείωση που παρουσίασαν άλλες κατηγορίες εσόδων, όπως ορισμένοι φόροι στην κατανάλωση και οι φόροι περιουσίας, γεγονός το οποίο συνέβαλε στην υπέρβαση του στόχου των εσόδων κατά €522 εκατ. Ωστόσο η υπερφορολόγηση επιχειρήσεων και νοικοκυριών, σε συνδυασμό με τη συνεχή αναβολή της ολοκλήρωσης της αξιολόγησης, φαίνεται πως έχει αντίκτυπο στις ιδιωτικές καταθέσεις, οι οποίες σημείωσαν νέα εκροή τον Φεβρουάριο κατά €750 εκατ. Πάντως, από τον Ιούλιο του 2015 που επιβλήθηκαν οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων, η ροή των συνολικών καταθέσεων σωρευτικά είναι θετική κατά €3 δισ. περίπου, ως αποτέλεσμα της αυξητικής τάσης που παρουσιάζουν οι καταθέσεις των επιχειρήσεων και παρά τη σωρευτική μείωση των καταθέσεων των νοικοκυριών κατά -€1,1 δισ.

 
 SEV-A-30.3.2017

 Διάγραμμα πρώτης σελίδας

 
Οι αυτοαπασχολούμενοι στην Ελλάδα και αλλού

Όταν η δραστηριοποίηση των ιδιωτικών επιχειρήσεων σε μία οικονομία είναι περιορισμένη, όπως συμβαίνει στην Ελλάδα σήμερα, αυτό συνήθως σχετίζεται με την έλλειψη ευκαιριών κερδοφόρων επενδύσεων. Μία τέτοια κατάσταση μπορεί να είναι απόρροια εμποδίων στην άσκηση ιδιωτικής οικονομικής δραστηριότητας λόγω ενός δυσλειτουργικού θεσμικού περιβάλλοντος εχθρικού προς τον ελεύθερο ανταγωνισμό. Αυτό είναι κυρίως αποτέλεσμα ρυθμίσεων προστασίας της υπάρχουσας παραγωγικής δομής μικρών και χαμηλής παραγωγικότητας επιχειρήσεων, που εμποδίζονται να ανταγωνισθούν η μία την άλλη, μήπως και μεγαλώσουν μερικές και εκτοπίσουν από την αγορά άλλες! Παράλληλα, υπάρχουν ρυθμίσεις που στην ουσία περιορίζουν την προσφορά επαγγελματιών, με συνέπεια την εμφάνιση προσοδοθηρικών καταστάσεων στην οικονομία (υψηλό κόστος συναλλαγών που δημιουργεί υψηλά εισοδήματα για μερικούς σε βάρος του κοινωνικού συνόλου), εξού και η πάγια Μνημονιακή υποχρέωση απελευθέρωσης των «κλειστών επαγγελμάτων». Μπορεί, επίσης, να είναι αποτέλεσμα υπερφορολόγησης των εισοδημάτων με υψηλότατους προοδευτικούς φορολογικούς συντελεστές, στο πλαίσιο αναδιανομής εισοδήματος για την προστασία των ασθενέστερων, πέραν του κοινωνικώς εφικτού. Το όριο αυτό θεωρείται ότι έχει ξεπερασθεί όταν η υπερφορολόγηση προκαλεί αντικίνητρα για την πρόσληψη εργαζομένων και την παραγωγή εισοδημάτων αναλογικών προς την καταβαλλόμενη παραγωγική προσπάθεια. Στην ουσία, επιβραβεύεται η μετριότητα στην επιχειρηματική λειτουργία και τιμωρείται η μεγέθυνση της επιχείρησης και η υψηλή κερδοφορία. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, λίγες μόνο μικρές ελληνικές επιχειρήσεις καταφέρνουν να αυξήσουν το μέγεθος τους και οι μεγάλες ξένες κερδοφόρες εταιρείες αποφεύγουν κατά κανόνα να εγκατασταθούν, ή περιορίζουν την έκταση των δραστηριοτήτων τους, στην χώρα, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν υπάρχουν ή δεν δημιουργούνται ευκαιρίες σχετικά ικανοποιητικής κερδοφορίας, που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν ιδιωτικές επενδύσεις. Και αυτό δεν είναι παρά συνάρτηση του θεσμικού πλαισίου που θέτει ανυπέρβλητα εμπόδια στην κερδοφόρο οικονομική δραστηριότητα. Στο πλαίσιο αυτό, η εκτεταμένη παρέμβαση του κράτους στην οικονομία και το ασφυκτικά περιοριστικό ρυθμιστικό περιβάλλον επιχειρηματικής λειτουργίας, οδηγούν σε χαμηλή ανάπτυξη και λίγες ευκαιρίες απασχόλησης. Τέλος, όταν το κράτος, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, απορροφά άνω του 30% των μισθωτών μιας οικονομίας, όπως συμβαίνει στην Ελλάδα, καθιερώνοντας πρότυπα εργασιακών σχέσεων και αμοιβών, που δεν συνάδουν με τις ανταγωνιστικές συνθήκες που επικρατούν στην ιδιωτική οικονομία, δημιουργούνται πρόσθετα εμπόδια στην ανάπτυξη της ιδιωτικής οικονομίας. Είτε μας αρέσει είτε όχι, χωρίς απελευθέρωση των δυνάμεων των αγορών και της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, δεν μπορεί να υπάρξουν υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης, απασχόλησης και δημιουργίας πλούτου. Ένας από τους πιο αξιόπιστους δείκτες δυσλειτουργίας και αναποτελεσματικότητας μιας ιδιωτικής οικονομίας είναι ο υψηλός αριθμός των αυτοαπασχολούμενων (μη μισθωτών) στο σύνολο της απασχόλησης (Does Capitalism Cause Poverty? Ricardo Hausmann). Η ανάπτυξη της ιδιωτικής οικονομίας είναι συνώνυμη του επιπέδου χρησιμοποίησης της μισθωτής εργασίας στην παραγωγική διαδικασία. Τουλάχιστον αυτή είναι η εμπειρία της παγκόσμιας οικονομίας από την Βιομηχανική Επανάσταση τον 18ο αιώνα και μετά. Πλούσιες χώρες σήμερα διαθέτουν πολλές ιδιωτικές ανταγωνιστικές επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν μισθωτή εργασία και παράγουν αγαθά και υπηρεσίες, με κέρδος για τους μετόχους και ένα συνεχώς αυξανόμενο επίπεδο διαβίωσης για τους εργαζόμενους. Αυτό κατέστη δυνατό διότι η αναδιοργάνωση της παραγωγικής διαδικασίας με την εφαρμογή νέων τεχνολογιών επιτρέπει την αύξηση της παραγωγικότητας, που συνδέεται διαχρονικά με την άνοδο των πραγματικών μισθών. Η αναδιοργάνωση αυτή των συντελεστών της παραγωγής στην Ελλάδα έχει αφήσει ένα μεγάλο μέρος της απασχόλησης εκτός καπιταλιστικής παραγωγικής διαδικασίας. Παράλληλα, η αδυναμία παραγωγής υψηλών εισοδημάτων ωθεί τις φορολογικές αρχές να επιβάλουν υψηλούς φορολογικούς συντελεστές, που οδηγούν σε φοροδιαφυγή τις λιγότερο παραγωγικές μονάδες και, ιδίως, τους αυτοαπασχολούμενους (Δ01).

D1-SEV-30.3.2017

Στο Διάγραμμα της πρώτης σελίδας παρουσιάζεται το ποσοστό των αυτοαπασχολούμενων στο σύνολο της απασχόλησης σε διάφορες χώρες του κόσμου, όπως συσχετίζεται με το κατά κεφαλήν εισόδημα. Η σχέση είναι έντονα αρνητική, όπως αναμένεται, υπό την έννοια ότι όπου η καπιταλιστική παραγωγή (μισθωτή εργασία) δεν είναι διαδεδομένη πρακτική, τα παραγόμενα εισοδήματα υστερούν έναντι χωρών που συμβαίνει το αντίθετο. Με στοιχεία του 2015 της Παγκόσμιας Τράπεζας, η Ελλάδα με ποσοστό αυτοαπασχολούμενων 36% στο σύνολο της απασχόλησης, είναι η μόνη χώρα μεταξύ των αναπτυγμένων χωρών του ΟΟΣΑ (15,5%) που έχει τόσο υψηλό ποσοστό, όπως συμβαίνει και σε σχέση με τις χώρες της ΕΕ-28 (15,7%), και τις γειτονικές χώρες της ευρύτερης περιοχής της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, αλλά και της Νότιας Ευρώπης. Είναι εμφανές, επίσης, ότι η Ελλάδα απολαμβάνει πολύ υψηλότερα εισοδήματα απ’ αυτά που θα δικαιολογούσε το επίπεδο ανάπτυξης της ιδιωτικής οικονομίας, ή, το ίδιο επίπεδο εισοδήματος με χώρες που έχουν πολύ μικρότερο ποσοστό αυτοαπασχολούμενων απ’ ό,τι η Ελλάδα. Η ίδια συσχέτιση εμφανίζεται στο Διάγραμμα Δ02 μεταξύ ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας ανά απασχολούμενο και του ποσοστού αυτοαπασχολούμενων στο σύνολο της απασχόλησης στις χώρες της ΕΕ- 28.

D2-3-SEV-30.3.2017

Αυτό οφείλεται κυρίως στην πρόσοδο που παράγεται στην Ελλάδα λόγω της γεωγραφικής θέσης της χώρας (τουρισμός, μεταφορές, κτλ.), εισοδήματα δηλαδή χωρίς να απαιτούνται να γίνουν ιδιαίτερα μεγάλες επενδύσεις (το κυρίαρχο στοιχείο της οικονομικής δραστηριότητας είναι η γεωγραφική θέση και όχι οι επενδύσεις). Η Ελλάδα δηλαδή έχει εισοδήματα απλά και μόνο επειδή η Ακρόπολη βρίσκεται στην χώρα, όπως το κανάλι του Σουέζ βρίσκεται στην Αίγυπτο. Η πρόσοδος εν γένει ορίζεται ως μία απόδοση λόγω της κατοχής ενός περιουσιακού στοιχείου, όπως τα ενοίκια από ένα κτήμα. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Έρευνας Εργατικού Δυναμικού της ΕΛΣΤΑΤ κατά το 2ο τρίμηνο του 2016, από ένα σύνολο 3703 χιλ. απασχολουμένων στην Ελλάδα, το 34,1% είναι μη μισθωτοί, εκ των οποίων 3,9 π.μ. είναι μέλη της οικογένειας που δουλεύουν αμισθί για τον κύριο αυτοαπασχολούμενο. Έτσι, οι κύριοι αυτοαπασχολούμενοι είναι το 30,2% του συνόλου, εκ των οποίων το 76% δουλεύουν μόνοι τους και το υπόλοιπο 24% έχουν μισθωτούς υπαλλήλους. Και πάλι η χώρα μας έχει το υψηλότερο ποσοστό αυτοαπασχολουμένων, με το ποσοστό των συγγενικών προσώπων που δουλεύουν στην οικογενειακή επιχείρηση να είναι από τα υψηλότερα στην Ευρώπη (Δ03), με μόνον την Τουρκία, την Ρουμανία και την ΠΓΔΜ να έχουν ακόμη υψηλότερα ποσοστά.

Στους πίνακες Δ04, Δ05 και Δ06 παρουσιάζονται οι εβδομαδιαίες ώρες εργασίας μισθωτών και αυτοαπασχολουμένων, πλήρους και μερικής απασχόλησης, ανά κλάδο οικονομικής δραστηριότητας στην Ελλάδα και την ΕΕ-28.

D4-5-SEV-30.3.2017

D6-SEV-30.3.2017

Με βάση τα στοιχεία αυτά, προκύπτει ότι ο μέσος απασχολούμενος στην Ελλάδα δουλεύει 42,3 ώρες εβδομαδιαίως (39 ώρες οι μισθωτοί και 48,9 ώρες οι αυτοαπασχολούμενοι), ενώ στην ΕΕ-28 37,1 ώρες εβδομαδιαίως (36,2 ώρες οι μισθωτοί και 42,1 ώρες οι αυτοαπασχολούμενοι). Οι διαφορές αυτές προκύπτουν λόγω της μικρότερης διάδοσης της μερικής απασχόλησης στην Ελλάδα (9,5%) απ’ ό,τι στην ΕΕ-28 (20,4%) και της μεγαλύτερης διάδοσης της αυτοαπασχόλησης στην Ελλάδα (34%) απ’ ό,τι στην ΕΕ-28 (16%).

Σημειώνεται εν προκειμένω ότι οι αυτοαπασχολούμενοι δουλεύουν περισσότερες ώρες από τους μισθωτούς, που στην πλήρη απασχόληση διαμορφώνονται σε 51,1 ώρες στην Ελλάδα και 47,4 ώρες στην ΕΕ-28 για τους αυτοαπασχολούμενους, και, σε 41,3 ώρες στην Ελλάδα και 40,3 ώρες στην ΕΕ-28 για τους μισθωτούς. Σε κλαδικό επίπεδο προκύπτουν ορισμένα ενδιαφέρονται συμπεράσματα για τους αυτοαπασχολούμενους. Με μέσο όρο εβδομαδιαίας εργασίας 48,9 ωρών σε όλη την οικονομία, οι αυτοαπασχολούμενοι στον τουρισμό δουλεύουν 59,2 ώρες, στο εμπόριο 50,8 ώρες και, τέλος, στην μεταποίηση 49,6 ώρες. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι προφανώς «βάζουν» πολλές ώρες εργασίας στην επιχείρησή τους για να επιβιώσουν, δεδομένης της χαμηλής παραγωγικότητας τους στις περισσότερες περιπτώσεις. Στο άλλο άκρο της κλίμακας, οι αυτοαπασχολούμενοι που δουλεύουν περιστασιακά με τα νοικοκυριά σε ρόλο εργοδότη, (καθαρίστριες, κηπουροί, όσοι φροντίζουν παιδιά, ηλικιωμένους κ.ο.κ. καθώς και νοικοκυριά που παράγουν προϊόντα και υπηρεσίες για ιδία χρήση) δουλεύουν μόλις 31,3 ώρες και όσοι δουλεύουν στην εκπαίδευση (παραδίδουν μαθήματα σε φροντιστήρια ή σπίτια) μόνο 35,2 ώρες.

Όσον αφορά στην επίπτωση της κρίσης, οι μέσες εβδομαδιαίες ώρες εργασίας μεταξύ 2008 και 2016 παρέμειναν σχεδόν αμετάβλητες, καθώς οι μισθωτοί δουλεύουν πλέον 1 ώρα λιγότερη κατά μέσο όρο λόγω αύξησης της μερικής απασχόλησης και οι αυτοαπασχολούμενοι 1,7 ώρες περισσότερες κατά μέσο όρο για να αντισταθμίσουν την απώλεια του τζίρου που έφερε η κρίση. Σε κλαδικό επίπεδο, οι αυτοαπασχολούμενοι που δούλευαν περισσότερο από τον μέσο όρο σήμερα σε σχέση με πριν την κρίση είναι όσοι απασχολούνται στην γεωργία, την μεταποίηση, το εμπόριο, τον τουρισμό, τις μεταφορές και την αποθήκευση, την ενημέρωση και τις επικοινωνίες, τις τράπεζες και τις ασφάλειες την εκπαίδευση και την υγεία, ενώ αυτοί που δουλεύουν πολύ λιγότερες ώρες είναι όσοι απασχολούνται στις κατασκευές (46,3 ώρες το 2008, 42,7 ώρες το 2016) λόγω της απαξίωσης της αγοράς ακινήτων. Σημειώνεται ότι ένα μεγάλο μέρος των αυτοαπασχολουμένων είναι αγρότες. Στην Ελλάδα, το 12,7% των απασχολουμένων είναι αγρότες, έναντι 4,4% στην ΕΕ-28, ενώ οι αυτοαπασχολούμενοι στην γεωργία είναι το 89% της απασχόλησης στην γεωργία, έναντι 68% στην ΕΕ-28, και αποτελούν το 33,3% του συνόλου των αυτοαπασχολούμενων στην Ελλάδα, έναντι 18,6% στην ΕΕ-28. Όλα αυτά τα στοιχεία δείχνουν ότι η Ελλάδα έχει μία χαμηλής παραγωγικότητας γεωργία και, συνεπώς, ένα υψηλό ποσοστό εργατικού δυναμικού παραμένει καθηλωμένο στη γεωργία και δεν είναι διαθέσιμο για απασχόληση σε άλλους κλάδους, όπως π.χ. στη βιομηχανία. Στο παρελθόν, στις περισσότερες χώρες, η βιομηχανική επανάσταση οδήγησε σε μετακινήσεις πληθυσμών από το χωριό στην πόλη και από την γεωργία στην μεταποίηση, λόγω της εφαρμογής προηγμένων τεχνολογικά μεθόδων παραγωγής. Στην Ελλάδα, η διαδικασία αυτή έχει μείνει χρονικά μετέωρη. Η συμμετοχή της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση από το 1981, χωρίς να έχει ολοκληρωθεί ο τεχνολογικός μετασχηματισμός της παραγωγικής διαδικασίας, και η συνακόλουθη εφαρμογή της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, είχε ως αποτέλεσμα τον εγκλωβισμό πολλών παραγωγικών πόρων στην γεωργία λόγω των γενναιόδωρων εισοδηματικών ενισχύσεων που απολάμβαναν οι αγρότες από τα κοινοτικά κονδύλια. Αυτή η αγροτική πολιτική σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης αναστρέφεται πλέον σταδιακά, και τα επόμενα χρόνια, αναμένεται να ενισχυθούν οι δυνάμεις που θα δώσουν ώθηση σε αγροτικές εκμεταλλεύσεις υψηλότερης τεχνολογίας, και στην έξοδο αγροτών από την γεωργία. Στην Ελλάδα (2016), το 33,3% των αυτοαπασχολούμενων απασχολείται στη γεωργία, το 20,9% στο εμπόριο, το 9,6% στον τουρισμό, το 8,4% σε επαγγελματικές, επιστημονικές και τεχνικές δραστηριότητες, το 6,3% στη μεταποίηση, το 4,9% στις κατασκευές και μικρότερο ποσοστό στους υπόλοιπους κλάδους (Δ07).

D7-SEV-30.3.2017

Συγκρίνοντας την Ελλάδα με την ΕΕ-28, η κατανομή είναι περίπου η ίδια, λαμβανομένου υπόψη ότι η Ελλάδα έχει διπλάσιο πληθυσμό αυτοαπασχολούμενων απ’ ό,τι η ΕΕ-28, με αρκετά μεγαλύτερα ποσοστά αυτοαπασχολούμενων στην ΕΕ-28 να απαντώνται στις κατασκευές, κλάδος που έχει καταποντιστεί στην Ελλάδα στη διάρκεια της κρίσης, και τις επαγγελματικές, επιστημονικές και τεχνικές δραστηριότητες, όπου έχει αυξηθεί το ποσοστό αυτοαπασχολούμενων και στην Ελλάδα (άνεργοι επιλέγουν να δοκιμάσουν την τύχη τους ανοίγοντας ένα μαγαζάκι), και πολύ περισσότερο στην ΕΕ-28 (μάλλον ως αποτέλεσμα νέων μορφών απασχόλησης – π.χ. εργασία από το σπίτι). Ενδεικτικό της τάσης αυτής στην Ελλάδα είναι και η σχετικά μεγάλη αύξηση του ποσοστού των απασχολούμενων στον τουρισμό (ξενοδοχεία, εστίαση) σε σχέση με την προ κρίσης εποχή, ενώ σημαντικές μειώσεις εμφανίζονται στη μεταποίηση και τις κατασκευές, όπου ατομικές επιχειρήσεις κλείνουν λόγω της κρίσης και της έντασης του ανταγωνισμού. Ενδεικτικό της ιδιότυπης καθυστέρησης της ελληνικής οικονομίας είναι το ποσοστό αυτοαπασχολούμενων κατά κλάδο οικονομικής δραστηριότητας σε σχέση με την διάρθρωση της απασχόλησης στην Ευρωπαϊκή οικονομία (Δ08).

D8-SEV-30.3.2017

Η «οικογενειακή/ατομική» οργάνωση της παραγωγής είναι πιο διαδεδομένη στην γεωργία (Ελλάδα 89%, ΕΕ-28 68%), τις κατασκευές (Ελλάδα 40%, ΕΕ-28 28%), τις επαγγελματικές, επιστημονικές και τεχνικές δραστηριότητες, ως είναι φυσικόν, (Ελλάδα 54%, ΕΕ-28 33%) κ.α. Εκεί, όμως, που υπάρχουν μεγάλες και ουσιαστικές διαφορές είναι στην μεταποίηση (Ελλάδα 23%, ΕΕ-28 7%), το εμπόριο (Ελλάδα 41%, ΕΕ-28 18%), τον τουρισμό (Ελλάδα 34%, ΕΕ-28 18%), τις μεταφορές και την αποθήκευση (Ελλάδα 27%, ΕΕ-28 11%) και, τέλος, την εκπαίδευση (Ελλάδα 8%, ΕΕ-28 6%) και την υγεία/κοινωνικές υπηρεσίες (Ελλάδα 20%, ΕΕ-28 9%)! Οι διαφορές αυτές αντανακλούν τη λειτουργία χιλιάδων μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων στην Ελλάδα, ακόμη και σε κλάδους που στην Ευρώπη η δραστηριότητα ασκείται κατά μέσο όρο από πολύ μεγαλύτερες σε μέγεθος επιχειρήσεις, όπως επιβάλλει η αναζήτηση μεγαλύτερης αποτελεσματικότητας με την εφαρμογή μεθόδων που δημιουργούν οικονομίες κλίμακας.

Στο Διάγραμμα Δ09 εμφανίζονται τα ποσοστά αυτοαπασχολούμενων σε Ελλάδα και ΕΕ- 28 κατά κλάδο οικονομικής δραστηριότητας, μαζί με την ακαθάριστη προστιθέμενη αξία ανά απασχολούμενο στους διάφορους κλάδους.

D9-SEV-30.3.2017

Είναι προφανές ότι οι κλάδοι που έχουν μεγαλύτερο ποσοστό αυτοαπασχολούμενων παράγουν και χαμηλότερη προστιθέμενη αξία ανά απασχολούμενο, έχουν δηλαδή μικρότερη παραγωγικότητα. Οι αριθμοί αυτοί είναι εντυπωσιακοί ως προς τις αρνητικές επιπτώσεις και συνέπειες που ασκούνται στην ευημερία των Ελλήνων πολιτών από το έλλειμμα προσαρμοστικότητας της ελληνικής οικονομίας στις σύγχρονες μεθόδους οργάνωσης της παραγωγής. Απορεί κανείς για τι είδους ανάπτυξη μιλάμε όταν η οργάνωση της παραγωγής, ακόμη και σε μεγάλους κλάδους της ελληνικής οικονομίας, ακολουθεί σε μεγάλο βαθμό το πρότυπο της μικρής οικογενειακής, ή ακόμη χειρότερα, και της ατομικής επιχείρησης, αποτέλεσμα της προστασίας που παρέχεται στις μικρές/ατομικές εκμεταλλεύσεις, για πελατειακούς κυρίως λόγους, από το πολιτικό σύστημα. Και δεν είναι, βεβαίως, παράξενο γιατί, στο πλαίσιο αυτό, η φοροδιαφυγή είναι τόσο διαδεδομένο φαινόμενο στην ελληνική οικονομία, και γιατί το πολιτικό σύστημα κωφεύει στον περιορισμό της. Υπάρχει σήμερα σε μεγάλα τμήματα της κοινωνίας μία εχθρική προδιάθεση απέναντι στον καπιταλισμό, την ανταγωνιστικότητα, την αξιολόγηση, την αξιοκρατία κλπ. Αυτά είναι τα συμπτώματα μιας κοινωνίας σε παρακμή. Δεν μπορεί να κτιστεί μία δυναμική οικονομία σε μία κλειστή και φοβική κοινωνία. Φαίνεται ότι μεγάλα κομμάτια της ελληνικής κοινωνίας αποστρέφονται πλέον την ανάπτυξη, ανεξαρτήτως κορωνών για τον ερχομό της, και, μάλιστα στην εξωστρεφή εκδοχή της! Όπως γράφει ο Maciej Kisilowski (How Eastern Europe Blew Up the West), οι ψηφοφόροι ίσως να θεωρούν πλέον την οικονομική στασιμότητα ως το αποδεκτό τίμημα που πρέπει να πληρώσουν για να πάρουν πίσω αυτό που θέλουν πάνω απ’ όλα: ένα πιο γνώριμο και φιλικό κόσμο όπου το κράτος εγγυάται, στα κυρίαρχα παραδοσιακά πληθυσμιακά στρώματα στο εκλογικό σώμα, την αίσθηση ότι ανήκουν κάπου και ότι διατηρούν την αξιοπρέπειά τους, σε βάρος των «άλλων». Πόσο αληθινά ακούγονται τα λόγια αυτά στην περίπτωση της Ελλάδας όπου το κυρίαρχο αφήγημα είναι να διατηρήσουμε τα προνόμια μας, να μην κάνουμε μεταρρυθμίσεις και να φορτώνουμε το κόστος της απραξίας μας στους «άλλους», μέσω της υπερφορολόγησης, της φοροδιαφυγής, της μη εξυπηρέτησης του χρέους, κλπ. Και εξακολουθούμε να ονειρευόμαστε ότι θα σκίσουμε τα μνημόνια και ασχολούμαστε με τη δημιουργία θέσεων εγγυημένης εργασίας, προσλήψεις στο δημόσιο, και, εν γένει, ό,τι άλλο μας θυμίζει ένα παρελθόν που έχει φύγει ανεπιστρεπτί. Αυτές οι επιλογές βεβαίως, αν και ακόμη μπορεί να κερδίζουν εκλογικές αναμετρήσεις, δεν είναι στο τέλος βιώσιμες. Και αυτό διότι όσο αρνούμαστε την καπιταλιστική ανάπτυξη, τόσο θα δυσκολεύονται οι άνεργοι να βρουν δουλειά. Οι μισθωτοί που έχουν χάσει τη δουλειά τους και, εν πολλοίς, την εξειδίκευσή τους, και προσπαθούν να ορθοποδήσουν ανοίγοντας ένα μαγαζάκι παλαιάς κοπής, φορώντας το καπέλο του αυτοαπασχολούμενου, δεν έχουν και μεγάλες πιθανότητες επιτυχίας, σε μια μορφή επιχειρηματικής λειτουργίας που βρίσκεται σε αποδιάρθρωση. Βεβαίως, σήμερα, ο καπιταλισμός μεταλλάσσεται. Η μισθωτή εργασία μετεξελίσσεται, πάλι λόγω της τεχνολογικής προόδου, σε εργασία αυτοαπασχολουμένων, όπου εργαζόμενοι μπορούν να δουλεύουν από το σπίτι, για πολλούς εργοδότες ταυτόχρονα, χωρίς να απαιτείται η διάθεση εργασιακού χώρου ή εξοπλισμού από τον εργοδότη. Αυτή η διαδικασία επηρεάζει περισσότερο τις υπηρεσίες παρά τη βιομηχανία, αν και η πλαισίωση των βιομηχανικών μονάδων από ρομπότ και η ανάπτυξη τεχνολογιών τεχνητής νοημοσύνης, θα φέρει επανάσταση στον τρόπο που θα δουλεύουν οι άνθρωποι στο μέλλον, με απρόβλεπτες συνέπειες για τον τρόπο που είναι οργανωμένες οι σημερινές κοινωνίες, πολιτικά και οικονομικά. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, ο αυτοασχολούμενος του μέλλοντος δεν θα έχει καμία σχέση με την ατομική επιχείρηση που βλέπουμε σήμερα. Θα είναι ο μισθωτός του αύριο χωρίς καμιά από τις σταθερές που προσδιορίζουν την εργασία του μισθωτού σήμερα. Πολλά επαγγέλματα θα σαρωθούν και νέα επαγγέλματα θα πάρουν τη θέση τους. Και, εμείς, στην Ελλάδα, όταν όλα γύρω μας αλλάζουν, αδυνατούμε να ξεχωρίσουμε το νέο που έρχεται από το παλιό που φεύγει. Αυτά είναι τα νέα δεδομένα που πρέπει να απασχολήσουν σοβαρά τον κοινωνικό διάλογο γύρω από το μέλλον της εργασίας που πρέπει κάποια στιγμή να ανοίξει και στην Ελλάδα από τους κοινωνικούς εταίρους που εκπροσωπούν εργαζομένους και εργοδότες

Σχετικά Άρθρα