
Η χώρα να εκμεταλλευτεί τα συγκριτικά πλεονεκτήματά της και να τα μετατρέψει σε βιώσιμη ανάπτυξη
Την εξωστρέφεια και ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας και τους δείκτες διευκόλυνσης εμπορίου αναλύει η Γεωργία Σκίντζη, Ερευνήτρια του ΚΕΠΕ, στη μηνιαία έκδοση Ελληνική Οικονομία.
Οι εξαγωγές μπορούν να συμβάλλουν αποφασιστικά στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας και στη δημιουργία ενός υγιούς παραγωγικού ιστού. Η χρηματοπιστωτική κρίση και η έλλειψη ρευστότητας δυσχέρανε ακόμα περισσότερο το όχι φιλικό προς τις εξαγωγικές επιχειρήσεις περιβάλλον. Ωστόσο, όπως αντικατοπτρίζεται και στην Εθνική Στρατηγική για τη Διευκόλυνση του Εμπορίου, έχουν αρχίσει να γίνονται βήματα βελτίωσης. Είναι σημαντικό όμως η προσπάθεια να είναι συνολικότερη και να συμπεριλάβει όλους τους τομείς που συμβάλλουν στην ενίσχυση της εξωστρέφειας και της ανταγωνιστικότητας της χώρας όπως είναι οι υποδομές, το περιβάλλον λειτουργίας των επιχειρήσεων, το θεσμικό περιβάλλον, η έρευνα και η καινοτομία.
Η Ελλάδα φαίνεται να υστερεί σε σχέση όχι μόνο με χώρες όπως η Γερμανία και η Ολλανδία, που παραδοσιακά έχουν κυρίαρχο ρόλο στο παγκόσμιο εμπόριο, αλλά και με χώρες του Νότου που αντιμετώπισαν παρόμοια δημοσιονομικά προβλήματα, όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία, και με τις οποίες ανταγωνιζόμαστε συχνά στις διεθνείς αγορές. Οι χώρες αυτές προχωρούν με γρήγορους ρυθμούς στη βελτίωση των συνθηκών που διευκολύνουν την εξωστρέφεια και ενισχύουν τις εξαγωγές τους, ενώ η Ελλάδα παραμένει ουραγός.
Το θετικό συμπέρασμα που προκύπτει από την ανάλυση που προηγήθηκε είναι ότι, στην περίπτωση της Ελλάδας, οι σημαντικότεροι παράγοντες που δυσχεραίνουν τις εξαγωγές μπορούν να αντιμετωπιστούν είτε με τη συνδρομή της πολιτείας (βελτίωση υποδομών, διαδικασιών, χρηματοπιστωτικών συνθηκών, θεσμών, γραφειοκρατίας κλπ.) είτε μέσω της καλύτερης οργάνωσης των επιχειρήσεων (έρευνα και καινοτομία, δημιουργία clusters, κλπ.). Επομένως είναι προβλήματα τα οποία μπορούν να αντιμετωπιστούν σε ένα μεσο-βραχυχρόνιο ορίζοντα.
Στην κρίσιμη αυτή συγκυρία είναι σημαντικό να μπορέσει η χώρα να εκμεταλλευτεί τα συγκριτικά πλεονεκτήματα που διαθέτει, ενδεχομένως να δημιουργήσει και νέα, να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητά της και την εξωστρέφεια της, να αναστρέψει τη διαρροή επιστημονικού δυναμικού και να τα μετατρέψει σε βιώσιμη ανάπτυξη, σε νέες και «καλύτερες» θέσεις εργασίας και σε καλύτερες συνθήκες διαβίωσης για τους πολίτες της.