
ΣΕΒ: Μεγάλα περιθώρια στην αποκρατικοποίηση δραστηριοτήτων!
Κυβερνήσεις έρχονται και παρέρχονται, Μνημόνια σκίζονται και ξαναγράφονται, αποκρατικοποιήσεις προωθούνται και ανατρέπονται, πολιτικά κόμματα μεγαλουργούν και ταπεινώνονται. Το σχετικό μέγεθος, όμως, του δημόσιου τομέα παραμένει αμετάβλητο, σημειώνει σχετική ανάλυση του ΣΕΒ στο εβδομαδιαίο δελτίο του για την ελληνική οικονομία. Συνοπτικά αναφέρει:
-Η απασχόληση στον δημόσιο τομέα σε απόλυτα μεγέθη έχει μειωθεί εντυπωσιακά από 1 εκατ. περίπου εργαζόμενους το 2009 σε 770 χιλ. σήμερα, επιστρέφοντας grosso modo στα επίπεδα των αρχών της δεκαετίας του 2000. Η εξέλιξη αυτή αντανακλά τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό μέχρι το 2009 και την προσαρμογή της οικονομίας που επακολούθησε. Βεβαίως, η δημοσιονομική επίπτωση του νοικοκυρέματος στον δημόσιο τομέα ήταν πολύ μικρότερη, λόγω της επιπρόσθετης επιβάρυνσης του προϋπολογισμού με το συνταξιοδοτικό κόστος της αποχώρησης των εργαζομένων από το δημόσιο, σε αντίθεση με τους άνω του 1 εκατ. ιδιωτικούς υπαλλήλους που είναι στην ανεργία. Στο σύνολο της απασχόλησης είναι αξιοσημείωτο ότι το μερίδιο του δημόσιου τομέα έχει παραμείνει σχεδόν αμετάβλητο στο 21% τα τελευταία 15 χρόνια. Κυβερνήσεις έρχονται και παρέρχονται, Μνημόνια σκίζονται και ξαναγράφονται, αποκρατικοποιήσεις προωθούνται και ανατρέπονται, πολιτικά κόμματα μεγαλουργούν και ταπεινώνονται. Το σχετικό μέγεθος, όμως, του δημόσιου τομέα παραμένει αμετάβλητο. Εν έτει 2016, από τα 770 χιλιάδες άτομα που υπηρετούν στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, 111 χιλ. απασχολούνται σε οικονομικές δραστηριότητες, που κατά κανόνα επιτελούνται από ιδιωτικές επιχειρήσεις! Επίσης, 320 χιλ. απασχολούνται στους τομείς της εκπαίδευσης και της υγείας, έναντι 191 χιλ. των απασχολούμενων στον ιδιωτικό τομέα στους κλάδους αυτούς. Τα μεγέθη αυτά συνηγορούν στην άποψη ότι τα περιθώρια αποκρατικοποίησης είναι ακόμη μεγάλα, κυρίως μέσω εξωτερικής ανάθεσης υπηρεσιών στον ιδιωτικό τομέα ή και απόσυρσης δημοσίου, από οικονομικές δραστηριότητες, όπου δεν εξυπηρετούνται λόγοι δημοσίου συμφέροντος ή σκοπιμότητας. Και εδώ βρίσκεται μέρος της παθογένειας της ελληνικής οικονομίας, καθώς ανθρώπινοι πόροι παραμένουν εγκλωβισμένοι σε ένα, χαμηλής παραγωγικότητας, δημόσιο τομέα, που απαιτεί τη συνεχή αφαίμαξη εισοδημάτων από τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας, μέσω της φορολογίας, για τη λειτουργία του. Το αποτέλεσμα είναι η αντίστοιχη καθήλωση του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας σε ένα παραγωγικό μοντέλο κλάδων χαμηλής, κατά κανόνα, προστιθέμενης αξίας και τεχνολογικής πολυπλοκότητας, καθώς ένα μεγάλο μέρος του λειτουργικού πλεονάσματος του ιδιωτικού τομέα, αντί να επενδύεται, καταναλώνεται στην πληρωμή μισθών σε δημόσιους υπαλλήλους. Ο δημόσιος τομέας έχει ουσιαστικό ρόλο να παίξει στην παιδεία, στην υγεία, στην κοινωνική προστασία, στη δικαιοσύνη, στην άμυνα, κ.λπ. Στο πλαίσιο αυτό, η προώθηση των ιδιωτικοποιήσεων/αποκρατικοποιήσεων, όπως και η ανασυγκρότηση του δημόσιου τομέα μέσω βελτίωσης της αποδοτικότητας με συνακόλουθη μείωση της ακραίας φορολογικής επιβάρυνσης των συνεπών φορολογουμένων, αποτελεί προτεραιότητα. Αντ’ αυτού, όμως, παρά την ήδη επιχειρούμενη προς την σωστή κατεύθυνση νομοθετική πρωτοβουλία, διαιωνίζονται λανθασμένες πρακτικές στη λειτουργία του δημοσίου (προσλήψεις, επιλογή προσώπων, διαγωνισμοί, κ.λπ). Προωθούνται, παράλληλα, ταμειακού τύπου μεταρρυθμίσεις για το ασφαλιστικό σύστημα. Εν προκειμένω, η συνεπαγόμενη φορολογική επιβάρυνση απειλεί να εξοντώσει κάθε τι ζωντανό στην ιδιωτική οικονομία, προκειμένου να διατηρηθούν τα προνόμια σε ένα αναξιόπιστο ασφαλιστικό σύστημα που ενθαρρύνει την αδήλωτη εργασία, επιβραβεύει τους μπαταχτσήδες και αδικεί όσους δούλεψαν μια ζωή, έζησαν μετρημένα, πλήρωναν τις (υψηλές) εισφορές στα ασφαλιστικά ταμεία τους, και νόμιζαν ότι έβαλαν λεφτά στην άκρη.
-Η επιλογή των αποκρατικοποιήσεων που θα προωθηθούν, κατά προτεραιότητα, δεν πρέπει να γίνεται με εισπρακτικό κριτήριο, αλλά με γνώμονα τη δυνητική επίπτωση που μπορεί να έχει η αποκρατικοποίηση μαζί με την εδραίωση της αποτελεσματικής διαχείρισης και ανταγωνιστικής λειτουργίας της αγοράς στην απασχόληση. Υπάρχει σημαντικός αριθμός ώριμων αποκρατικοποιήσεων που έχουν τη δυνατότητα να συνεισφέρουν πολλά στην αύξηση της απασχόλησης αλλά και στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των επενδυτών προς τη χώρα. Η ολοκλήρωση χθες της διαδικασίας για την παραχώρηση του 67% του ΟΛΠ στην Cosco σε τιμή €22 ανά μετοχή (premium 57% σε σχέση με την χθεσινή τιμή κλεισίματος στο Χρηματιστήριο Αθηνών) είναι μία καλή αρχή. Αναλυτικά:
• Η απασχόληση στο δημόσιο κατά κλάδο οικονομικής δραστηριότητας
Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, η απασχόληση στον δημόσιο τομέα της οικονομίας έχει παραμείνει ποσοστιαία σταθερή στο 21% του συνόλου της απασχόλησης (Διάγραμμα 1), αν και κατά κλάδο οικονομικής δραστηριότητας καταγράφονται σημαντικές διακυμάνσεις (Διάγραμμα 2). Εν γένει, υπάρχει μία μικρή επέκταση της απασχόλησης στις ιδιωτικές επιχειρήσεις σε όλους τους κλάδους οικονομικής δραστηριότητας, με την εξαίρεση της εκπαίδευσης και των ορυχείων/λατομείων, όπου η συμμετοχή του δημόσιου τομέα είναι σήμερα μεγαλύτερη απ’ ότι ήταν το 2000! Προφανώς, στην εκπαίδευση η εξέλιξη αυτή εξηγείται από τεράστιο κύμα προσλήψεων στον δημόσιο τομέα, ιδίως τη δεκαετία του 2000, παρά την μετατόπιση μαθητών από τη δημόσια στην ιδιωτική εκπαίδευση. Ενδεχομένως, η ιδιωτική εκπαίδευση, διαθέτοντας οικονομικά και τεχνολογικά πιο αποτελεσματική λειτουργία, έχει τη δυνατότητα να δραστηριοποιείται με λιγότερο προσωπικό. Παρομοίως, στην περίπτωση των ορυχείων/λατομείων, η μεγαλύτερη συμμετοχή της απασχόλησης στον δημόσιο τομέα μάλλον αντανακλά είτε προσλήψεις από ΔΕΗ, Λάρκο κ.λπ., είτε μείωση προσωπικού στον ιδιωτικό τομέα.
Οι τομείς που εμφανίζουν τη μεγαλύτερη μετατόπιση απασχόλησης από τον δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα μεταξύ 2000 και 2015 (Διάγραμμα πρώτης σελίδας) είναι η παροχή ηλεκτρικού ρεύματος, φυσικού αερίου και νερού (λόγω δραστηριοποίησης αρκετών ιδιωτικών εταιρειών στους κλάδους αυτούς), τα απόβλητα (εταιρείες ανακύκλωσης, κ.α.), η υγεία (νέα ιδιωτικά νοσοκομεία, διαγνωστικά κέντρα, κ.λ.π.), οι τράπεζες και οι ασφαλιστικές (ιδιωτικοποίηση πολλών κρατικών τραπεζών δι’ απορροφήσεως από ιδιωτικές τράπεζες), η ενημέρωση και επικοινωνία (δραστηριοποίηση πολλών ιδιωτικών ραδιοφωνικών σταθμών, εφημερίδων κ.λπ., καθώς και λόγω ανακατατάξεων στο προσωπικό της ΕΡΤ), οι τέχνες, διασκέδαση και ψυχαγωγία (λόγω ιδιωτικοποίησης του ΟΠΑΠ), και τέλος, οι μεταφορές και αποθήκευση (λόγω της COSCO).
Το θέμα του κλαδικού καταμερισμού της απασχόλησης και ιδίως της απασχόλησης από δημόσιους φορείς, σε κλάδους όπου το μεγαλύτερο μέρος της σχετικής οικονομικής δραστηριότητας παρέχεται από τον ιδιωτικό τομέα (Διάγραμμα 3, 4 και 5), χρήζει επιμελούς εξέτασης καθώς άπτεται της σκοπιμότητας ή μη της ανάμιξης του κράτους στην οικονομική δραστηριότητα και των στρεβλώσεων που προκαλούνται από την παρέμβαση αυτή. Πέραν της δημόσιας διοίκησης, όπως είναι φυσικό, το 100% της δραστηριότητας παρέχεται από τον δημόσιο τομέα, σε τομείς όπως η υγεία και η εκπαίδευση, ο ιδιωτικός τομέας έχει υψηλή συμμετοχή (49,5% και 28,9% αντιστοίχως). Στην εκπαίδευση απασχολούνται (2015) 298 χιλ. εργαζόμενοι, εκ των οποίων 212 χιλ. στον δημόσιο και 86 χιλ. στον ιδιωτικό τομέα (λόγος δημόσιου/ιδιωτικού 2,5:1), ενώ στην υγεία και κοινωνική μέριμνα απασχολούνται 213 χιλ. εργαζόμενοι, εκ των οποίων 108 χιλ. στον δημόσιο και 105 χιλ. στον ιδιωτικό τομέα (λόγος δημόσιου/ιδιωτικού 1:1). Το 2009 οι λόγοι αυτοί ήσαν 2,7:1 και 1,7:1 αντιστοίχως, που σημαίνει ότι ο τομέας της υγείας «ιδιωτικοποιείται» πολύ ταχύτερα από τον τομέα της εκπαίδευσης και μάλιστα είναι από τους λίγους κλάδους όπου, στο ιδιωτικό τμήμα του, σημειώθηκε μεγάλη αύξηση της απασχόλησης μεταξύ 2009 και 2015, αν και στο σύνολο του κλάδου υπήρξε πτώση. Αντίστοιχα, η μεγάλη μείωση της απασχόλησης στον δημόσιο τομέα της εκπαίδευσης αλλά και της υγείας, προφανώς αντανακλούν τις αθρόες συνταξιοδοτήσεις λόγω Μνημονίων, ή και επαναδραστηριοποίηση στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας, όταν κατέστη σαφές ότι η συνταξιοδότηση ήταν μάλλον λανθασμένη επιλογή καθώς η μεγάλη μείωση των συντάξεων δεν άφηνε μεγάλα περιθώρια για έξοδο από την αγορά εργασίας.
Στους κλάδους αυτούς, είναι δυνατόν να υπάρξει μεγαλύτερη δραστηριοποίηση του ιδιωτικού τομέα, έτσι ώστε οι υπηρεσίες να παρέχονται κατά κανόνα με αποτελεσματικότερο τρόπο και σε υψηλότερη ποιότητα. Στη διαδικασία βελτιστοποίησης του αποτελέσματος μπορεί να ενθαρρυνθεί ο δημόσιος τομέας να ανταγωνισθεί, επί ίσοις όροις, τον ιδιωτικό τομέα σε όλα τα στρώματα της πελατείας και όχι να περιορίζεται στην εξυπηρέτηση των αναξιοπαθούντων. Μία δυναμική ανταγωνιστική συνύπαρξη του ιδιωτικού με τον δημόσιο τομέα θα δράσει προς την επίτευξη μεγαλύτερου κοινωνικού οφέλους και ως εκ τούτου, δεν θα πρέπει να παρεμποδίζεται λόγω συνδικαλιστικών και άλλων ιδιότυπων εμποδίων.
Ένα άλλο στοιχείο που χρήζει σχολιασμού είναι οι σχετικές μεταβολές απασχόλησης στους κλάδους κοινής ωφέλειας (ηλεκτρισμός-φυσικό αέριο και νερό-απόβλητα). Και στους δύο κλάδους, είχαμε μεγάλη μείωση της απασχόλησης στο δημόσιο τμήμα τους μεταξύ 2009-2015, λόγω εξορθολογισμού των ΔΕΚΟ στην πρώτη περίπτωση και των ΟΤΑ στην άλλη, με την εφαρμογή των Μνημονίων. Στο ιδιωτικό τμήμα της δραστηριότητας όμως, υπήρξε στασιμότητα στην απασχόληση στον ηλεκτρισμό-φυσικό αέριο αλλά πολύ μεγάλη αύξηση στην απασχόληση στο νερό-απόβλητα, που μάλλον πρέπει να ερμηνευθεί ως το αποτέλεσμα εντονότερης ιδιωτικοποίησης του κλάδου αυτού και κυρίως στη διαχείριση αποβλήτων αφού και στο νερό δεν έχει υπάρξει μεγάλη ανάμιξη του ιδιωτικού τομέα μέχρι σήμερα.
Πέραν αυτών, σε κλάδους όπου ο ιδιωτικός τομέας παρέχει, κατά κανόνα, το μεγαλύτερο μέρος της απασχόλησης, τίθεται ξεκάθαρα θέμα απόσυρσης του δημόσιου τομέα. Υπάρχουν σήμερα ακόμη 111 χιλιάδες απασχολούμενοι (έχοντας μειωθεί από 190 χιλιάδες το 2009) δημοσίων φορέων σε κλάδους όπου η απασχόληση σε ιδιωτικές επιχειρήσεις υπερβαίνει το 50% του συνόλου. Από τους 111 χιλιάδες υπαλλήλους, που απασχολούνται σε φορείς του δημοσίου, που δραστηριοποιούνται σε κατ’ εξοχήν κλάδους του ιδιωτικού τομέα, 32 χιλ. απασχολούνται μέσω ΝΠΔΔ στον κλάδο μεταφοράς και αποθήκευσης (λιμάνια, αεροδρόμια, τελωνεία) και 19 χιλ. σε τράπεζες και ασφαλιστικές εταιρείες (Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, Τράπεζα της Ελλάδος, κ.α.). Υπάρχουν, όμως, ακόμη και 8,7 χιλ. εργαζόμενοι στον κλάδο ενημέρωσης και επικοινωνίας, 7,4 χιλ. σε τέχνες, διασκέδαση και ψυχαγωγία, 7,7 χιλ. σε επαγγελματικές, επιστημονικές και τεχνικές δραστηριότητες, 5,6 χιλ στην μεταποίηση, 4,2 χιλ. στο χονδρικό και λιανικό εμπόριο, 1,7 χιλ. σε ξενοδοχεία, εστιατόρια, κ.ο.κ.
Με τις αυτονόητες εξαιρέσεις, οι περισσότερες από τις ανωτέρω δραστηριότητες έχουν μάλλον υψηλή προτεραιότητα να ιδιωτικοποιηθούν. Είναι αναγκαίο να μεθοδευτούν λύσεις ώστε να αποσυρθεί ο δημόσιος τομέας από τις δραστηριότητες αυτές, καθώς οι περισσότερες δεν είναι δραστηριότητες δημοσίου συμφέροντος ή σκοπιμότητας, που θα απαιτούσαν την ανάμιξη του κράτους. Οι απασχολούμενοι σ΄αυτές καλό θα ήταν να αξιοποιηθούν εκεί που υπάρχουν κενά στον στενότερο δημόσιο τομέα και όχι να ανταγωνίζονται ιδιωτικές επιχειρήσεις, εκτός και αν αυτό γίνεται επί ίσοις όροις. Ιδίως, στον κλάδο ενημέρωσης και επικοινωνίας, πρέπει να εκλείψει η προνομιακή απασχόληση σε δημόσιες επιχειρήσεις υπό κρατικό έλεγχο, όπως τοπικοί σταθμοί και μέσα ενημέρωσης, κρατικές βιομηχανίες κ.ά..